Όσοι έχετε ταξιδέψει στα βουνά της Πίνδου κατά τους καλοκαιρινούς μήνες θα έχετε παρατηρήσει στις άκρες των ασφάλτινων δρόμων αλλά και των βατών χωματόδρομων, , δεκάδες σειρές με κομμένους κορμούς δένδρων. Είναι η εποχή της υλοτόμησης. Οι πιο παρατηρητικοί ίσως δουν σε κάποιο πλάτωμα στην άκρη του δρόμου ή σε κάποιο μεγάλο ξέφωτο του δάσους που βρίσκεται κοντά στο δρόμο πρόχειρες ξύλινες κατασκευές – καλύβες και δίπλα τους κάποιο κοπάδι μουλαριών και αλόγων που συνθέτουν σκηνές από κάποια άλλη εποχή που έχει περάσει ανεπιστρεπτί.
Πολλοί θα αναρωτηθείτε για το ποιοι άνθρωποι ζουν σ΄αυτές και σε τι χρησιμεύει η παρουσία των υποζυγίων. Φυσικά δεν πρόκειται για τίποτε εναλλακτικούς νοσταλγούς του παρελθόντος και της ζωής κοντά στη φύση, αλλά για ανθρώπους που ασκούν το παμπάλαιο και πολύ σκληρό επάγγελμα του κυρατζή ή του αγωγιάτη ,επί το ελληνικότερον δηλαδή του μεταφορέα. Ένα επάγγελμα που με την έλευση των αυτοκινήτων και των ασφάλτινων δρόμων πάνω στα βουνά άρχισε να φθίνει σε βαθμό εξαφάνισης.
Στις μέρες μας το εύρος των εργασιών του κυρατζή στα βουνά περιορίζεται κυρίως στη μεταφορά ξυλείας από τις δυσπρόσιτες πλαγιές των βουνών σε χώρους δίπλα σε δρόμους όπου η μεταφόρτωσή της γίνεται σε φορτηγά οχήματα που με τη σειρά τους θα την μεταφέρουν στα χωριά και τις πόλεις για να χρησιμοποιηθεί ως καύσιμη ύλη ή ως ξυλουργική πρώτη ύλη.
Το επάγγελμα του κυρατζή- αγωγιάτη-μεταφορέα άνθισε σε όλη την ορεινή Ελλάδα αλλά και την Βαλκανική πολλούς αιώνες. Η λέξη κυρατζής είναι τουρκικής προέλευσης και προέρχεται από τη λέξη kyraci που σημαίνει τον μισθωτή, ενοικιαστή. Ο δε αγωγιάτης από την λέξη άγω- αγώγιον- αγώγι-αγωγιάτης- δηλ. αυτός που μεταφέρει φορτίο σε μακρινή συνήθως απόσταση έναντι αμοιβής.
Ο Κυρατζής ή κερατζής διέθετε από 3 έως 50 ανθεκτικά μουλάρια και κατάλληλο αριθμό βοηθών.Τα μουλάρια ήταν οικονομικότερα και ολιγόφαγα έναντι των αλόγων.Μετέφερε πρωτίστως εμπορεύματα (γεωργικά προϊόντα, κρασιά, λάδια σε ασκιά, πετρέλαια κλπ), αλλά επιπρόσθετα, ανήμπορους και ασθενείς ανθρώπους από τα ορεινά χωριά στις πόλεις.
Αγώι (αγωγι) λεγόταν το φορτίο, αλλά και η πληρωμή. (Τ’ αγώι κάνει τον αγωγιάτη, λέει ο απλός λαός). Ήταν σημαντικό για τον κυρατζή να έχει φορτίο και παράλληλα να μεταφέρει ανθρώπους και στο πήγαινε και στο έλα. Διένυαν 40 με 50 περίπου χιλιόμετρα τις 10 ώρες, γιατί μετά από κάποια χιλιόμετρα έπρεπε να ξεκουραστούν τα ζώα, να ξεκουραστεί και ο αγωγιάτης που τις περισσότερες φορές πήγαινε πεζός για να μην κουράζει με το βάρος του τα ζώα. Ξεφόρτωναν τα ζώα από το φορτίο τους και αμέσως έτριβαν το κορμί τους με άχυρο για να στεγνώσουν από τον ιδρώτα.
Πολλές φορές για να κάνουν πιο σύντομη την απόσταση, χρησιμοποιούσαν στενά και απότομα μονοπάτια, δένοντας με σχοινί το ένα ζώο πίσω από το άλλο.
Ο κερατζής, γνωρίζοντας πολύ καλά τη διαδρομή, φρόντιζε μόλις σουρουπώσει να σταματήσει το καραβάνι του σε κάποιο χάνι ή σε κάποιο λιβάδι. Εκεί ξεφόρτωναν τα ζώα και έβαζαν τα ντέγκια (μπόγους) και τα δισάκια ολόγυρα σχηματίζοντας έναν κύκλο. Στη συνέχεια άναβαν μια μεγάλη φωτιά για να μην πλησιάζουν τα αγρίμια και στρώνανε κουβέρτες και καθόντουσαν, έτρωγαν και κοιμόντουσαν. Το άλλο πρωί με το ξημέρωμα συνέχιζαν το ταξίδι. Τα χάνια, διέθεταν τροφή γι’ αυτούς και για τα ζώα τους. Από εκεί και η φράση:
«χατζής εσύ, κυρατζής εγώ, κάποτε θ’ ανταμώσουμε», που σημαίνει «θα ξελογαριαστούμε κάποτε εμείς οι δύο».
Ο πιο ονομαστός «κυρατζής» στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα ήταν ο Γιαννιώτης Ρόβας, ο οποίος αναφέρεται σε έγγραφα του 1840. Διέθετε περίπου 100 μουλάρια ανθεκτικά και ασκούσε χρόνια το επάγγελμα αυτό. Το ταξίδι από τα Γιάννενα στο Βουκουρέστι διαρκούσε περίπου 212 ώρες, δηλαδή 25-30 ημέρες. Ενδιάμεσοι σταθμοί ήταν το Μέτσοβο, τα Γρεβενά, η Φλώρινα, το Μοναστήρι και το Κουμάνοβο. Ο Ρόβας ήταν καλός στη δουλειά του και πάρα πολύ έντιμος στις συναλλαγές του. Ήταν «ο ταχυδρόμος» μεταξύ Ηπείρου και Βουκουρεστίου. Ακόμη και χρήματα που έστελναν οι μετανάστες από τα ξένα, έφθαναν με ασφάλεια στους δικούς τους.
Ο απλός λαός των της Ηπείρου, απ’ όπου κυρίως οι μετανάστες, συνέθετε αυτοσχέδια άσματα κατά τον αποχαιρετιστήριο δείπνο, αλλά και όταν ξεπροβοδούσε τον μετανάστη, σε αρκετή απόσταση από το χωριό. Ένα από αυτά αναφέρεται στην αναχώρηση του Ρόβα:
«Ο Ρόβας εξεκίνησε μες στη Βλαχιά να πάει.
Νύχτα σελώνει τ’ άλογα, νύχτα τα καλιγώνει.
Βάζει ασημένια πέταλα, καρφιά μαλαματένια
κ’ η αρματωσιά τ’ αλόγου του χρυσό μαργαριτάρι.
Και η καλή του τ’ όφεγγε με το κερί στο χέρι.
Έχει μουλάρια δέκα οχτώ και μούλες δέκα πέντε,
κι όλο στεριά ν’ επήγαινε κι όλο στεριά πηγαίνει.
Κ’ η κόρη, όπου αγαπάει, βαριά τον καταριέται:
Ν’ αυτού Ρόβα μ’ που κίνησες, να πέσεις να πονέσεις,
να πάει το στάρι δώδεκα, το ρύζι δέκα πέντε,
και η του αλόγου σου, αμέτρητες χιλιάδες.
Σαράντα μέρες έκαμε σαράντα μερονύχτια,
ώσπου να φτάκει στη Βλαχιά, στο έρμο Μπουκουρέστι».
Το ταξίδι όμως θα τελείωνε και ο Ρόβας θα έφθανε στον προορισμό του, στο Βουκουρέστι. Για το «ξεπέζεμα» του ο ποιητής λαός της Ηπείρου έπλασε και δημιούργησε άλλο συμπληρωματικό τραγούδι:
«Την ώρα που ξεπέζευε όλοι τον τριγυρίζουν.
Κ’ οι Βλάχοι τον εξέταζαν κ’ οι βλαχοπούλες λέγαν:
Ρόβα τι μας έφερες από τα μαύρα Γιάνν’ να;
Σας έφερα εκατό παιδιά, όλα Γιαννιωτοπαίδια,
τα τρία τα καλύτερα της ομορφιάς στολίδια
τό’ να το λεν Αυγερινό, τ’ άλλο το λεν Φεγγάρι,
το τρίτο το καλύτερο το λεν Μαΐσιον ήλιο».
ή «Σας έφερα τρία παιδιά, τρία παλικαράκια.
Το ‘να το λένε Κωνσταντή και τ’ άλλο Νικολάκη,
το τρίτο τ’ ομορφότερο το λένε Δημητράκη.
Σας ήφερα γλυκό κρασί να πιουν τα παλικάρια».
Οι γονείς και οι άλλοι συγγενείς του αναχωρούντος για την ξενιτειά ήταν γεμάτοι συγκίνηση, θλίψη και πίκρα για τον αποχωρισμό αυτό και επόμενο είναι να βλέπουν στο πρόσωπο του Ρόβα τον αίτιο και να τον καταριούνται να πάθει οικονομικό και μόνο κακό:
«Αυτού που πας, λεβέντη μου, μεγάλη ακρίβεια να’ βρεις,
να βρεις τη ρόκα στα εκατό, το στάρι στα διακόσια».
Η πικρία των οικογενειών των ξενιτεμένων βρίσκει την έκφρασή τους και σε άλλο τραγούδι:
«Ανάθεμά την τη Βλαχιά, Γιάσι και Μπουκορέστι.
Ανάθεμα το Δούναβη, δεν πνίγει τα καράβια,
να μην περνούνε τα παιδιά π’ αφήνουνε τ’ς μανάδες,
να μην περνούν οι νιόγαμπροι στα ξένα να γηράζουν.
Θέλω να τα καταραστώ τα τρία βιλαέτια,
της Πόλης και της Βενετιάς, της Μπογδανιάς αντάμα».