Θυμάμαι την δεκαετία 1970-1980 την μητέρα μου την Μαρίκα μαζί με την θεία Ζωίτσα μόλις μας έβλεπε με τα ξαδέρφια μου τον Γιάννη και τον Δημήτρη , να παίζουμε αρκετή ώρα (κατά την δική τους κρίση) να έρχονται καταπάνω μας και να φωνάζουν. “Τι καθόσαστε ρε ανεπρόκοποι όλη την μέρα !! Άντε να πάρτε το γομάρι , σαμαρώστε το και πάτε να φέρτε κανένα φόρτωμα με ξύλα. Σώστε. ακόμη εδώ είσαστε” φώναζε η Ζωίτσα
Τι να κάναμε και μείς.
Το γομάρι ήταν εύκολο να το βρούμε. Όλο και κάποιος κτηνοτρόφος είχε γυρίσει από τα πρόβατα και κάποιο γομάρι θα βρίσκαμε στο χωριό να βόσκει σε κανένα λιβάδι. Θα το πιάναμε θα το βάζαμε ένα καπίστρι που θα κάναμε με δική μας τριχιά και όλα εντάξει μέχρι εδώ.
Έλα ντε όμως που ντρεπόμασταν να πάμε και να ζητήσουμε το σαμάρι από τον ιδιοκτήτη του γαϊδουριού !!
Φοβόμασταν αλωστε και αν το ζητούσαμε ,μην μας αρνηθεί και δεν μας το δώσει και δεν μπορούσαμε να φέρουμε σε πέρας την απόστολή που μας αναθέσαν οι μανάδες μας.
θυμάμαι συζητούσαμε και αναρωτιόμασταν πώς θα μπορούσαμε να κάνουμε ένα σαμάρι δικό μας και να το έχουμε για αυτές τις περιπτώσεις . Παιδιά αμούστακα ήμασταν άλλωστε. Καταπιανόμασταν με τα πάντα.
Ο λόγος σήμερα μετά από 40 και πλέον χρόνια για αυτό το σαμάρι λοιπόν
Το Σαμάρι λοιπόν είναι ένα ξύλινο εξάρτημα που προσαρμόζεται στη ράχη γαϊδουριού ή μουλαριού ώστε να φορτωθεί πάνω σ’ αυτό ένα φορτίο ή να κάθεται ο επιβάτης.
Πριν την εμφάνιση των αγροτικών μηχανών και αυτοκινήτων στα χωριά μας, οι μεταφορές της κτηνοτροφικής παραγωγής , της ξυλείας αλλά και των ίδιων των ανθρώπων γίνονταν αποκλειστικά και μόνο με τα άλογα, μουλάρια και γαϊδούρια.
Για αυτό το σκοπό τα ζώα αυτά έπρεπε να εξοπλιστούν με την κατάλληλη ιπποσαγή που θα μοίραζε και θα μετέφερε ομαλά στις πλάτες των υποζυγίων το βάρος και τις δυνάμεις του φορτίου που συχνά ξεπερνούσε τα 150 κιλά.
Αυτό το έκανε το σαμάρι. Κάθε ζώο είχε σαμάρι φτιαγμένο στα μέτρα του για να εφαρμόζει τέλεια και για να σαμαρωθεί έπρεπε να είχε κλείσει τα 3-4 χρόνια της ηλικίας του. Ένα καλό σαμάρι μπορούσε να κρατήσει πάνω από 15 χρόνια. Συνήθως τα υποζύγια κουβαλούσαν το ίδιο σαμάρι μια ολόκληρη ζωή.
Η κατασκευή του Σαμαριού
Το Σαμάρι αποτελείται από δύο πιστάρια, το μπροστινό “μπροστάρι” και το πισινό “πιστάρι”. Για να ενωθούν τα δύο πιστάρια χρειάζονται έξι παΐδες, τις λεγόμενες σαμαροπαΐδες. Οι δύο επάνω παΐδες, δηλαδή εκεί που κάθεται ο άνθρωπος έχουν σχήμα οβάλ, δηλαδή μια σχετική καμπή. Οι δε άλλες τέσσερες έχουν ελάχιστη καμπή, αναλόγως τα πλευρά του ζώου, του όγκου του σώματος του.
Γι’ αυτό και το πιστάρι είναι εντελώς διαφορετικό από το μπροστάρι. Ενώ το μπροστάρι πέφτει στις αρχές του σβέρκου και πριν τις ωμοπλάτες του υποζυγίου, το πιστάρι, που έχει διπλό άνοιγμα, πέφτει στο κορμί του ζώου λίγο πιο μπροστά από τα καπούλια.
Τα ξύλα από τα οποία κατασκευάζεται το σαμάρι είναι πάντα σκληρά από πλατάνι, μουριά ή οξυά. Το μπροστάρι ξεκινά με δύο ταμπλάδες ημικυκλίους επάνω, ενώ στο κάτω μέρος καταλήγει το ένα πόδι. Ομοίως και το απέναντι, και τέλος ενώνονται με καμβίλιες πάντα μυτερές και από τα δύο μέρη σιδερένιες, που σφηνώνουν τους δυο ταπμλάδες και γίνεται το μπροστάρι. Το επάνω μέρος, πριν από τον κύκλο του μπροσταριού, χαράσσεται σε σχετικό βάθος, για να περάσουν οι επάνω παΐδες, ενώ προς τα κάτω γίνονται από τέσσερες τρύπες παραλληλόγραμμες για να περάσουν οι κάτω παΐδες.
Αυτές οι τρύπες είναι λοξά τρυπημένες, αναλόγως την κλίση που έχει το σαμάρι. Οι τρύπες αυτές γίνονται (σκαμμένες) με την σμίλα σε τέλειο σχήμα, ούτως ώστε οι παΐδες να περνούν εφαρμοστές. Στο μπροστάρι περνούν μπροστά στη φάτσα δύο στεφάνια για ενίσχυσή του μα και για διακόσμηση.
Ανάμεσα στις επάνω παΐδες, που προεξέχουν, περνούν το μπροστινό κολιτσάκι, που είναι μια λάμα με δύο γυριστά στρόγγυλα σίδερα σαν τσιγκέλι, όχι όμως μυτερά μπροστά, φτιαγμένο από σίδερα (γύφτο) στο καμίνι. Το κολιτσάκι αυτό έχει διαστάσεις 15 έως 20 πόντους με δύο τρύπες που περνούν καρόβιδες και το στηρίζουν επάνω στο μπροστάρι.
Το πιστάρι έχει εντελώς διαφορετική μορφή από το μπροστάρι. Το ένα τεμάχιο είναι τρυπημένο σε λοξό σχήμα και μέσα στην τρύπα αυτή περνά το άλλο εφαρμοστό που έχει ξεπελεκηθεί στο μέγεθος της τρύπας. Περνώντας απέναντι στο επάνω μέρος όμοιο με το άλλο σχηματίζει ένα σχήμα Χ που το κάτω μέρος του αγκαλιάζει τα πλευρά του ζώου.
Ενώνεται με τις παΐδες με τρύπες, όπως το άλλο, αλλά οι παΐδες δεν προεξέχουν προς τα πίσω. Στο επάνω και πίσω μέρος καρφώνεται το πίσω κολιτσάκι που είναι εντελώς διαφορετικό από το άλλο. Ενώ το μπροστινό κοιτά μπροστά το πισινό κοιτά επάνω, μελετημένο να κρατιούνται οι τριχιές του φορτώματος, καθώς και να κρέμονται όταν μαζεύονται. Σε διάφορα μέρη της Ελλάδας συναντάμε διάφορα σαμάρια μα τα τελειότερα σε ομορφιά και εξυπηρέτηση είναι των Βλάχων της Πίνδου , της Αρκαδίας και της Κρήτης.
Κολάνια, μπαλτούμια, ίγκλα
Τα κολάνια και τα μπαλτούμια του ζώου που είναι η συνέχεια του σαμαριού είναι πάντα από μαλακό κατεργασμένο δέρμα καμωμένο να πιέζει το σώμα του ζώου χωρίς να του προκαλεί τραύματα.Το κολάνι είναι μια λουρίδα που περνά πίσω στο ζώο και ενώνεται με το σαμάρι. Είναι περίπου 8 έως 10 πόντους πλατιά, έξω από την στρώση μέσα από τις παΐδες και το πισινό πιστάρι, ενώ στο μπροστινό δένεται με φορτσάτο. Το κολάνι ενώνεται με το μπαλτούμι που πέφτει επάνω στα καπούλια του ζώου, το σχήμα Τ και ενώνεται με το πιστάρι σε τρίγωνο γάντζο ενώ γυρίζει και δένεται με εγκράφα στη ράχη του καπουλιού.
Η δερμάτινη ζώνη με την οποία δένεται το σαμάρι στην κοιλιά του ζώου λέγεται και ίγκλα, κολάνι ή ζωστήρα. Στηριγμένη αυτή η ζώνη στις επάνω παΐδες του σαμαριού με μια στροφή στην καθεμιά, ενώ πέφτει ελεύθερη κάτω από δω και από εκεί.
Στα άκρα έχει από ένα χαλκά τριγωνικό περίπου και από τον ένα χαλκά είναι δεμένο ένα λουρί δερμάτινο που δένει τη μια άκρη με την άλλη, αναλόγως το σώμα του ζώου και το γέμισμα της στρώσης. Πολλές φορές χρησιμοποιούν μια λουρίδα, που περνά στο στήθος του ζώου και στηρίζεται στο μπροστάρι. Αυτή η λουρίδα λέγεται μπροστέλα και τη βάζουν στα μουλάρια που δουλεύουν σε βουνά και ανηφόρες για να κρατούν το σαμάρι για να μη φεύγει πίσω.
Τα σαμάρια είχαν συχνά λειτουργικό διάκοσμο, όπως π.χ. τα αρχικά του ιδιοκτήτη καρφωμένο με καρφιά στο μπροστάρι ή και κάποιο σχήμα που συμβόλιζε το χωριό καταγωγής του. Από το σαμάρι δεν έλειπε και ποτέ η τριχιά που ήταν πάντα περασμένη ανάμεσα στο πισινό πιστάρι και τη στρώση και πιανόταν από το κολιτσάκι ενώ ήταν διαιρεμένη στα δύο. Η μισή έπεφτε από τη μια μεριά και η άλλη μισή από την άλλη για να φορτωθεί το ζώο.
Τα σαμαράδικα (σαγματοποιεία) σήμερα σε όλη την Ελλάδα είναι μετρημένα στα δάχτυλα των χεριών. Ελάχιστοι άνθρωποι συνεχίζουν να κρατούν «ζωντανή» μία τέχνη που τείνει να εξαφανιστεί όπως πάρα πόλλές άλλες !!
Δείτε σχετικό video
Όμορφη περιήγηση στα χρόνια της αθωότητας μας !