Προκαλεί κατάπληξη σε όσους θα προσπαθήσουν να ερευνήσουν τους μεγάλους ευεργέτες και δωρητές του Γένους μας: Θα διαπιστώσει πως όλοι σχεδόν οι Μεγάλοι Ευεργέτες είναι Βλάχοι. Και αυτή η κατάπληξη είναι που οδήγησε τον (Βλάχο) δημοσιογράφο Νικόλαο Μέρτζο να τονίσει: “Βλάχοι όλοι περίπου οι Μεγάλοι Εθνικοί ευεργέτες πλην του Συγγρού”
Αν και ή 30η Σεπτεμβρίου έχει καθιερωθεί ως ημέρα μνήμης των εθνικών ευεργετών, των εύπορων εκείνων Ελλήνων, οι οποίοι από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και μετά δαπάνησαν ή κληροδότησαν το σύνολο ή μεγάλο μέρος της περιουσίας τους για κοινωφελείς σκοπούς στην Ελλάδα συμβάλλοντας έτσι σημαντικά στη πνευματική ανάπτυξη και κοινωνική πρόοδο του ελληνικού έθνους. Όταν θέλουν οι Έλληνες να καυχηθούν «Τέτοιους βγάζει το Έθνος μας, θα λένε» γράφει ο Κ. Καβάφης.
Και είναι, πράγματι, άξιος ο έπαινος αυτός για ανθρώπους που με τον πλούτο της προσφοράς τους συνέβαλαν στην επιβίωση και στην απελευθέρωση του Γένους, συνέδραμαν στην πνευματική αναγέννηση του και δίδαξαν με το δικό τους τρόπο διαχρονικές αξίες, όπως είναι η αγάπη για τον άνθρωπο, ο αλτρουισμός, η κοινωνική αλληλεγγύη, η αγάπη για την πατρίδα, για την ελευθερία και για τον πολιτισμό.
Στη χορεία των μεγάλων εθνικών ευεργετών, τα κληροδοτήματα των οποίων αποτελούν την ευγενέστερη έκφραση της Ελληνικής ψυχής και τη λαμπρότερη σελίδα της ιστορίας του Έθνους μας (Γ. Ζερβός, 1925) την πρώτη θέση κατέχουν οι Βλάχοι εθνικοί ευεργέτες (Μ. Μαγειρίας, 2011).
Κατά την άποψη δε του Νικόλαου Μέρτζου «Βλάχοι όλοι περίπου οι Μεγάλοι Εθνικοί ευεργέτες πλην του Συγγρού». Οι Βλάχοι υπήρξαν οι μεγαλύτεροι ευεργέτες του Γένους. Κληροδότησαν τα πιο όμορφα δώρα, έκτισαν για τον ελληνικό λαό τα πιο όμορφα οικοδομήματα, θεμελίωσαν στην Αθήνα τα ομορφότερα φιλανθρωπικά και εκπαιδευτικά κτίρια του ελληνικού κόσμου (Victor Berard, 1896)
Οι Βλάχοι (της διασποράς) προέβησαν σε πράξεις αλτρουισμού και φιλοπατρίας κι ό,τι απόκτησαν με τον τίμιο μόχθο τους στη ξενιτιά το μετέτρεψαν σε πλούσιες δωρεές προς την πατρίδα τους. Χρυσώνουν το νεαρό κράτος και την πρωτεύουσά του Αθήνα», με κίνητρο «την καθαρή φιλοπατρία καθώς δεν προσδοκούσαν τίποτε και, μάλιστα, πολλοί απ’ αυτούς… δεν είχαν ποτέ επισκεφθεί την Αθήνα» (Ν. Μέρτζος). Έχοντας στην καρδιά τους την Ελλάδα την προίκισαν με πανέμορφα κτίρια και ιδρύματα, της χάρισαν μαζί με την ψυχή τους κοινωφελή έργα, μνημεία αθάνατα της φιλοπατρίας τους και της αγάπης τους για το συνάνθρωπο και τον πολιτισμό.
Ο Γ. Αβέρωφ ίδρυσε το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, ανέλαβε το τεράστιο (για την εποχή) κόστος (1.000.000 δραχμές) για την ανακατασκευή του Καλλιμάρμαρου Παναθηναϊκού σταδίου προκειμένου να φιλοξενηθούν σε αυτό οι πρώτοι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες (1896), δώρισε το Γυμνάσιο Μετσόβου, τη Σχολή (Γυμνάσιο) Αλεξάνδρειας, το κτιριακό συγκρότημα της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, τη Γεωργική σχολή της Λάρισας, τις Φυλακές Αβέρωφ, το θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ» και ενίσχυσε γενναία την ευόδωση των σκοπών του Ωδείου των Αθηνών.
Ο Μιχ. Τοσίτσας έκανε έργα οδοποιίας στην Αθήνα, ενίσχυσε νοσοκομεία, ίδρυσε το Τοσίτσειο Παρθεναγωγείο Αθηνών, τη Φοιτητική Εστία Μιχαήλ Τοσίτσα και με το Στέργιο Δούμπα δώρισε τεράστια χρηματικά ποσά για τη λειτουργία του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ο Ν. Στουρνάρας υπήρξε ο πρώτος από τους Μετσοβίτες ευεργέτης του Πολυτεχνείου, προς τιμή των οποίων (οι άλλοι ήσαν οι Μιχαήλ και Ελένη Τοσίτσα και Γεώργιος Αβέρωφ) το σπουδαίο αυτό πνευματικό Ίδρυμα ονομάστηκε «Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο».
Ακόμη, ο Κωνσταντίνος Ζάππας ίδρυσε τα Ζάππεια Παρθεναγωγεία, την Υφαντική Σχολή στην Θεσσαλία και το κτίριο των Ολυμπίων, το γνωστό και περίλαμπρο Ζάππειο Μέγαρο, ο Ευάγγελος Ζάππας συντέλεσε τα μέγιστα στην αναβίωση των Ολυμπιακών αγώνων και ο Απ. Αρσάκης θεμελίωσε τα Αρσάκεια σχολεία. Τέλος, ο Γεώργιος Σίνας ίδρυσε το Αστεροσκοπείο Αθηνών και ενίσχυσε οικονομικά το Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Οφθαλμιατρείο, την Αρχαιολογική Εταιρεία, ο Σ. Σίνας ανήγειρε το Μέγαρο της Ακαδημίας Αθηνών, συνέβαλε στην αποπεράτωση του Μητροπολιτικού Ναού της Αθήνας, οι αδελφοί Δούμπα χορήγησαν μεγάλα χρηματικά ποσά για την αποπεράτωση του έργου της διακόσμησης των Προπυλαίων του Πανεπιστημίου και της Ακαδημίας και ο Μπέλλιος Κωνσταντίνος δώρισε το νοσοκομείο «Η Ελπίς» στο Δήμο Αθηναίων και την τεράστια βιβλιοθήκη του στην Εθνική Βιβλιοθήκη για τη Μακεδονία.
Στη μακροσκελή λίστα των βλάχων εθνικών ευεργετών περιλαμβάνονται και τα ονόματα των πάμπτωχων δωρητών του Πανεπιστημίου Αθηνών, του Μετσοβίτη Όκα, ο οποίος βρέθηκε νεκρός από το κρύο ένα χειμωνιάτικο βράδυ, και στο χέρι του κράταγε το πουγκί του, που περιείχε το μοναδικό του τάλιρο και ένα σημείωμα που έγραφε: «για τον έρανο του Πανεπιστημίου» και του συντοπίτη του Φαφαλά, που δώρισε είκοσι οκτώ δραχμές συγκινώντας και ευαισθητοποιώντας την Αθηναϊκή κοινωνία, ώστε να πολλαπλασιαστούν οι δωρεές και να πετύχει ο έρανος για αυτόν τον ιερό σκοπό (Δημήτρης Τσούτσας, 2011).
Ο Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος μεταξύ άλλων γράφει «…Τα ερωτήματα σχετικά με την καταγωγή των Βλάχων και την γνήσια ή φαλκιδευμένη ταυτότητα τους είναι περιττά.
Κι αυτό γιατί είναι βέβαιο πως στον κεντρικό και βόρειο ελληνικό χώρο, αλλά και στις γύρω Βαλκανικές χώρες για ό,τι σοβαρό μπορεί να περηφανευτεί ο Ελληνισμός, εκπαιδευτική, οικονομική ή επαναστατική δραστηριότητα, τουλάχιστον από τα τέλη του 18ου αιώνα και ως το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οικοδομήθηκε σε έναν καθοριστικό βαθμό με την ουσιαστική αρωγή των Βλάχων.
Η παρατήρηση αυτή δεν έχει ως σκοπό να κολακέψει τους Βλάχους. Είναι μία ιστορική πραγματικότητα. Από τους μέσους αιώνες της τουρκοκρατίας η συγκέντρωση εξουσίας στον κεντρικό και βόρειο ελλαδικό χώρο της Πίνδου και των προεκτάσεων της, όπου κυρίως διασώζονται τα κατάλοιπα της ρωμαϊκής και βυζαντινής λατινοφωνίας. Έτσι οι Βλάχοι προβάλλουν στο νεότερο ιστορικό προσκήνιο ως μία τάξη εύπορων κτηνοτρόφων και πραματευτάδων, αλλά και ως κλεφταρματωλοί. Από τις τάξεις αυτές προήλθε ένα μεγάλο πλήθος από εμποροβιοτέχνες που στελέχωσαν τις ελληνορθόδοξες κοινότητες των αστικών κέντρων σε ολόκληρη την Βαλκανική.
Από τα παραπάνω και όσα άλλά τεκμηριώνει ο συγγραφέας είναι προφανές ότι οι Βλάχοι δεν μπορούν να θεωρούνται ούτε ως ένα γραφικό υπόλειμμα του χαμένου κτηνοτροφικού βίου των βουνών, ως ένα μουσειακό είδος, ούτε ως μία μειονότητα εύκολα χειραγωγούμενη από επιτήδειους προστάτες. Οι Βλάχοι δεν είναι μόνο οι φουστανελοφόροι ή οι τσομπάνηδες, είναι κατεξοχήν αστοί σε ολόκληρη την Ελλάδα με τεράστια συνεισφορά στην οικοδόμηση της ελληνικής πατρίδας. Οι μαρτυρίες υπάρχουν από τα επιβλητικά νεοκλασικά κτίσματα των Αθηνών έως τα εκπαιδευτήρια των μακεδονικών κωμοπόλεων, από τον πρώτο πρωθυπουργό της Ελλάδας Ιωάννη Κωλέττη και τους επιφανείς Εθνικούς Ευεργέτες έως τους για πάντα άγνωστους ήρωες του Μακεδονικού Αγώνα και της Κατοχής»
Επίσης οι Βλάχοι ευεργέτες δεν περιορίστηκαν σε ευεργεσίες μόνο στην Αθήνα αντίθετα προίκισαν με ιδρύματα και τα υπόλοιπα κέντρα του Ελληνισμού. Συγκεκριμένα στην Αλεξάνδρεια ιδρύθηκαν η Τοσίτσειος Σχολή και το Αβερώφειο Γυμνάσιο ενώ στην Κωνσταντινούπολη τα φημισμένα Ζάππεια Εκπαιδευτήρια τα οποία λειτουργούν υπό την επίβλεψη του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Γίνεται πια κατανοητό πως η συμβολή των Βλάχων στην οικοδόμηση του σύγχρονου ελληνικού κράτους είναι καθοριστικής σημασίας. Είναι πλέον φανερό πόσο ανεδαφικά είναι αρκετά μυθεύματα όπως το πλέον ανόητο πως οι Βλάχοι ήταν μια «περιθωριακή» και «ολιγοπληθής» ομάδα παραδοσιακών και «απολίτιστων» νομαδοκτηνοτόφων των οποίων όμως τα ευεργετήματα κοσμούν την ελληνική πρωτεύουσα χωρίς τα οποία θα παρέμενε μόνο με την Ακρόπολη και το νέφος.
Έτσι όσο όμοιοι και αν φαντάζουν, υπάρχει σαφής διαχωρισμός ανάμεσα στον όρο «βλάχος» με το βήτα μικρό και τον όρο «Βλάχος» με το βήτα κεφαλαίο.
Οι Βλάχοι εθνικοί ευεργέτες μετατρέποντας τη φιλοπατρία και την αγάπη για τον άνθρωπο σε δημιουργία και δράση θα μείνουν αθάνατοι στις μνήμες του Ελληνισμού μέσα από την προσφορά τους στο κοινωνικό σύνολο.
Θα αναφερθούμε αναλυτικά σε επόμενα άρθρα για τον καθένα ξεχωριστά