Φωτό : Αίγυπτος 1834. Νικόλαος Στουρνάρης και Εριέττα Τιρμπόν.
“Η σύζυγος του Νικόλαου Στουρνάρη ήταν η Εριέττα Τιρμπόν, την οποία γνώρισε και παντρεύτηκε στην Αλεξάνδρεια, όπου ο πατέρας της ήταν υποπρόξενος της Αγγλίας.
Γεννήθηκε στο Μέτσοβο το 1806, και ήταν γιος του Δημητρίου Στουρνάρα, από μια οικογένεια προκρίτων της ορεινής αυτής κωμόπολης, και της Στάμως, το γένος Αναστασίου Τοσίτσα, αδερφής, των εθνικών ευεργετών Μιχαήλ, Κωνσταντίνου και Θεοδώρου Τοσίτσα. Την εγκύκλιο εκπαίδευσή του περάτωσε στη γενέτειρά του, ενώ φοίτησε μετά στη Μπαλάναια και την Καπλάνειο (με δάσκαλο τον Αθανάσιο Ψαλίδα). Τέλος από τον Ζοάννο διδάχτηκε την ιταλική, «…ούσαν τότε κατ` εξοχήν του εμπορίου γλώσσαν».
Μετά τον αιφνίδιο θάνατο του θείου του Κωνσταντίνου Τοσίτσα, υπεύθυνου του υποκαταστήματος του “Οίκου των Τοσίτσα” στο Λιβόρνο της Ιταλίας, ο μεγαλύτερος θείος του Μιχαήλ του ανέθεσε τη διεύθυνση του εν λόγω υποκαταστήματος.
Επιθυμώντας να συνεχίσει τις σπουδές του, εγκατέλειψε για ένα διάστημα τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες και με την υποστήριξη και του θείου του εγγράφηκε στο “Ειδικόν Σχολείον του Εμπορίου και της Βιομηχανίας” του Παρισιού, όπου παρακολούθησε τα μαθήματα «…νέαι γλώσσαι, εμπορική γεωγραφία, λογιστικά και τραπεζικά έργα εις τας τέχνας, εφηρμοσμένην χημεία εις τας μηχανάς και τα μεγάλα βιομηχανικά εργαλεία, εφηρμοσμένη ιχνογραφία, κυριώτεραι γεωργικαί γνώσεις, εμπορικόν δίκαιον, πολιτική οικονομία, ιστορία του εμπορίου, πρώται ύλαι της βιομηχανίας…». Οι επιδόσεις του ήταν εξαιρετικές.
Μετά το πέρας των σπουδών του εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια, την έδρα των επιχειρήσεων Τοσίτσα, και εργάστηκε ως βοηθός του θείου του Μιχαήλ και κατόπιν ως διευθυντής του εμπορικού τους οίκου. Ταξίδεψε κατ`επανάληψη σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία, Βέλγιο, Αγγλία) προσπαθώντας να συλλέξει πληροφορίες και γνώσεις που θα του επέτρεπαν να ανακαλύψει νέες μεθόδους, τις οποίες ήθελε να εφαρμόσει στο καθυστερημένο τεχνολογικά νεοσύστατο ελληνικό κράτος, που τότε έκανε τα πρώτα του βήματα.
Την Ελλάδα επισκέφτηκε δύο φορές, στα 1837 και 1846, προκειμένου να εξετάσει την κατάσταση, τις αδυναμίες, τις δυνατότητες αλλά και τις ανάγκες της, θέτοντας ως στόχους τη βελτίωση της γεωργικής παραγωγής και τη δημιουργία σύγχρονου χερσαίου και θαλάσσιου δικτύου. Αγόρασε μεγάλα κτήματα στην Εύβοια και τη Φθιώτιδα με σκοπό να εισαγάγει νέες τεχνικές, με ειδικευμένους καλλιεργητές από την Ιταλία, ώστε να δημιουργήσει πρότυπα αγροκτήματα.
Άτομο πρακτικό, αλλά και οραματιστής, είχε αποφασίσει να διαθέσει την τεράστια περιουσία του για την επίτευξη στόχων που θα βοηθούσαν τα μέγιστα στον εκσυγχρονισμό του κράτους.
Συγκεκριμένα στις προθέσεις του ήταν: Η δημιουργία σιδηροδρόμου που θα ένωνε την πόλη της Αθήνας με τον Πειραιά, η διόρυξητου πορθμού της Εύβοιας και η ίδρυση Αγροτικής Τράπεζας «…αποβλέπουσαν όχι τόσον εις το συμφέρον των μετόχων, όσον εις το συμφέρον των γεωργών…».
Το 1852, σε ηλικία 46 χρονών εγκατέλειψε την Αίγυπτο και εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, όπου άρχισε αμέσως να ασχολείται με την ευδοκίμηση των στόχων του.
Όμως ένα χρόνο αργότερα, στα 1853, πέθανε ξαφνικά στην Χαλκίδα, όπου είχε μεταβεί με σκοπό να εγκαταστήσει τους ιταλούς καλλιεργητές των γαιοκτησιών του.
Προηγουμένως όμως, με τη διαθήκη του κληροδοτούσε στο ελληνικό δημόσιο και σε κοινωφελείς οργανισμούς το κολοσσιαίο για την εποχή ποσό των 1.500.000 χρυσών δραχμών. Τα χρήματα διατέθηκαν για την ανέγερση και λειτουργία σχολείων και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων στην Αλεξάνδρεια και το Μέτσοβο, ενώ περισσότερα από 100.000 τάλιρα αποδόθηκαν για τη σύσταση Πολυτεχνείου στην Αθήνα. Τα χρήματα αυτά μαζί με εκείνα που διέθεσαν αργότερα ο θείος του Μιχαήλ Τοσίτσας και ο συντοπίτης του Γεώργιος Αβέρωφ στάθηκαν αρκετά για το κτίσιμο του Μετσόβιου Πολυτεχνείου, που έως και το 1873 ονομαζόταν “Στουρνάρειον”, προς τιμήν του πρώτου ευεργέτη.
Η φιλοπατρία του ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ενώ σχεδίαζε να κτίσει ένα μεγαλοπρεπές μέγαρο, είχε πάρει την απόφαση να μη φέρει από το εξωτερικό οποιοδήποτε έπιπλο – όπως συνήθιζαν οι πλούσιοι – αλλά να αγοράσει την οικοσκευή από την ελληνική βιοτεχνία. Όσο για τους Έλληνες υπουργούς τους παρομοίαζε με «…πυργοκατοίκους του μεσαίωνα οι οποίοι πέθαναν πριν από εξακόσια χρόνια και αναστήθηκαν και κυβερνούν την Ελλάδα, χωρίς καν να γνωρίζουν ούτε τι συνέβη στο διάστημα των έξι αιώνων, ούτε τι συμβαίνει γύρω τους σήμερα ».
Την Εθνική Τράπεζα δεν την είχε και σε μεγάλη υπόληψη, γιατί, όπως έλεγε, η διοίκησή της αποβλέπει πέραν του δέοντος στα συμφέροντα των μετόχων και πολύ λίγο στο συμφέρον της Ελλάδας. Μάλιστα την αποκαλούσε ειρωνικά Αθηναϊκή Τράπεζα και όχι Εθνική γιατί – όπως υποστήριζε – σπάνια ασχολούνταν με τις εκτός των Αθηνών περιοχές. Βλέποντας την πολυεορτία, τα πολλά ζαχαροπλαστεία, τα αμέτρητα καπηλειά και καφενεία – τα οποία ονόμαζε καταγώγια της τεμπελιάς – έλεγε ότι δεν ήξερε αν όλα αυτά ήταν αποτελέσματα της ανίκανης κυβέρνησης και της κακής αστυνομίας ή οι συμπατριώτες του πλούτισαν ξαφνικά και απηύδησαν πλέον από την πολλή εργασία και αποφάσισαν να αναπαυθούν και να διασκεδάσουν «…επ΄ αόριστον». Ο Στουρνάρης διέθετε πηγαίο χιούμορ.
Ο εθνικός ευεργέτης πέθανε στη Χαλκίδα, όπου και τάφηκε. Η σύντομη διαθήκη του, την οποία συνέταξε μόλις μερικούς μήνες πριν από τον ξαφνικό θάνατό του, διαβάστηκε στη Βουλή, μέσα σε γενική συγκίνηση. Ο Νικόλαος Στουρνάρης έγραψε τη διαθήκη του στο Λιβόρνο της Ιταλίας στις 30 Αυγούστου 1852, δύο μήνες και δέκα μέρες πριν από τον αιφνίδιο θάνατό του. Αυτό σημαίνει ότι είχε σοβαρό πρόβλημα υγείας και θεωρούσε πολύ πιθανό το μοιραίο. Τα δύο τρίτα της περιουσίας του κατέλιπε στη σύζυγό του, την κόρη του και τους λοιπούς συγγενείς του, και το ένα τρίτο για την ανέγερση του Πολυτεχνείου. Ο Νικόλαος Στουρνάρης εκτός από τις απέραντες γεωργικές εκτάσεις που κατείχε στη Λαμία και τη Φωκίδα, ήταν ιδιοκτήτης του χωριού Σκυλογιάννη και του χωριού Κρύα Βρύση, το ήμισυ των οποίων κληροδότησε στην αδερφή του Αγγελική Αβέρωφ,στην οποία άφησε και πολλά χρήματα, ώστε «…να δώσει καλήν ανατροφήν εις τα τέκνα της και να υπανδρεύσει καλά τας θυγατέρας της». Ο Νικόλαος Στουρνάρης έκανε επίσης σοβαρές δωρεές προς το Εθνικό Πανεπιστήμιο των Αθηνών και το Οφθαλμιατρείο, ενώ πρωτοστάτησε στην ίδρυση της Ελληνικής Κοινότητας Αλεξάνδρειας, μαζί με το θείο του Μιχαήλ Τοσίτσα.
Συνοψίζοντας ο Νικόλαος Στουρνάρης ήταν ευπαρουσίαστος, κομψός, κοσμοπολίτης και κοσμογυρισμένος, πολύγλωσσος, αλλά και απόλυτος. Επρόκειτο για ένα ‘‘golden boy’’ – με την καλή έννοια – της εποχής του. Το πατρικό του επίθετο ήταν Στουρνάρας και όχι Στουρνάρης (έτσι συναντάται και σήμερα στο Μέτσοβο). Το άλλαξε ο ίδιος όταν ζούσε στο Λιβόρνο της Ιταλίας ώστε να το κάνει περισσότερο ευρωπαϊκό. Στην αλλαγή αυτή συντέλεσε και το γεγονός ότι στην Ιταλία πολλά επώνυμα καταλήγουν σε ‘‘i’’.
Ο Ν. Στουρνάρης διέφερε ουσιαστικά από τους άλλους πετυχημένους Έλληνες επιχειρηματίες της εποχής εκείνης. Δεν στηριζόταν μόνο στην εξυπνάδα και στο εμπορικό του δαιμόνιο, αλλά είχε πολύ στέρεες θεωρητικές βάσεις και ουσιαστικά ήταν ένας ‘‘τεχνοκράτης’’. Άλλωστε οι επιχειρηματικοί κύκλοι της Αλεξάνδρειας τον αποκαλούσαν «…ο μεγαλοφυής ανήρ». Πίστευε στον εκσυγχρονισμό της γεωργίας με τις νέες μεθόδους και εργαλεία, γιατί θεωρούσε ότι για να αναπτυχτεί η Ελλάδα πρέπει να προοδεύσει η καλλιέργεια της γης,«…αύτη η βάσις της αληθούς ευτυχίας του Έθνους…», όπως έλεγε.
Ο πρόωρος θάνατός του στέρησε την χώρα από ένα οικονομικό στέλεχος πρώτης γραμμής, που ίσως να άλλαζε τη μορφή της Ελλάδας.
Ήταν τόσο μεγάλη η αναγνώριση της προσφοράς του ευεργέτη, ώστε μετά την αναγγελία του αιφνίδιου θανάτου του ο βασιλιάς Όθωνας υπέγραψε αμέσως το ακόλουθο Βασιλικό Διάταγμα:
Όθων, Ελέω Θεού Βασιλεύς της Ελλάδος,
Εκτιμώντες το φιλόπατρι, την μεγαλοφροσύνη και την υπέρ της προόδου ως και ευδαιμονίας του έθνους μέριμναν, τα οποία ο μακαρίτης Νικόλαος Στουρνάρης δια των τελευταίων διαθέσεών του διετράνωσεν, θεωρώντας δίκαιον να βραβεύωνται αι πολιτικαί αρεταί, και επί τη προτάσει του Ημετέρου επί των Εσωτερικών Υπουργού, εγκρίνομεν όπως τελεσθή, υπέρ αυτού μνημόσυνον με τον επισημότερον τρόπον εις τον εντη πρωτεούση ναόν της Αγίας Ειρήνης κατά την δεκάτην τ.μ. ημέρα Τρίτην. Η εκτέλεσις του παρόντος διατάγματος ανατίθεται εις τους Ημετέρους επί των Εσωτερικών και επί των Εκκλησιαστικών Υπουργούς
Εν Αθήναις, την 7 Φεβρουαρίου 1853.