«Η πραγματική μας πατρίδα είναι η παιδική μας ηλικία»

«Η πραγματική μας πατρίδα είναι η παιδική μας ηλικία»

ΒΛΑΧΟΧΩΡΙΑ:  Γλυκές θύμησες.

«Η πραγματική μας πατρίδα είναι η παιδική μας ηλικία»*.

Για εμάς, τα Βλαχόπουλα του 1950 και 1960,  η  παιδική μας ηλικία ή το μεγαλύτερο μέρος της –αυτό που συναισθηματικά και ουσιαστικά μας καθόρισε -ήταν τα χωριά μας, τα σκαρφαλωμένα στις πλαγιές της Πίνδου και των άλλων βουνών μας. Στα απρόσιτα, όπως θα τα χαρακτήριζε ένας καμπίσιος,  βουνά,  τα ποία στη δική μας συνείδηση, στα μάτια μας, ήταν τα κοντινότερα  και τα ομορφότερα του κόσμου. Και είναι ακόμα! Μιλάμε για τα χρόνια που πολλοί δρόμοι προς τα  Βλαχοχώρια ήταν κακοί έως αδιάβατοι,  όταν τα περισσότερα χωριά δεν είχαν φως και πολλά δεν είχαν καν σπίτια σε καλή κατάσταση.  Μεταπολεμική εποχή και αρκετά από τα χωριά μας είχαν καεί, με συνέπεια την έλλειψη διαθέσιμων καταλυμάτων. Σε ένα σπίτι δίχως ταβάνι, δίχως τζάμια στα παράθυρα με χωμάτινο πάτωμα   στοιβάζονταν δυο και τρεις συγγενικές οικογένειες.

 Είναι εκπληκτική, με τα σημερινά δεδομένα, είναι  αξιοθαύμαστη η επιμονή και το πάθος του ανηφορίσματος στα βουνά ακόμα και από οικογένειες που δεν είχαν επιτακτική ανάγκη να επιλέξουν την ταλαιπωρία της μετακόμισης, οικογένειες των οποίων τα   επαγγέλματα δεν ήταν συναφή με την κτηνοτροφία ή άλλη ασχολία  που θα εξασφάλίζε,  από τις ανάγκες των  συγχωριανών, τα έξοδά του χειμώνα.  Απορεί κανείς  πως άφηναν οι μανάδες μας τις ευκολίες της πόλης ή της κωμόπολης που ζούσαν τον χειμώνα,  σε μια εποχή που η παραμονή στον κάμπο δεν ήταν τόσο δύσκολη.  Στα μικρά μέρη η δόμηση ήταν οριζόντια,  υπήρχαν μεγάλοι ανοιχτοί χώροι για δροσιά. Ακόμα και στις πόλεις η πολυκατοικία δεν είχε «ανθίσει», και πολλά σπίτια ήταν πλίθινα, επομένως δροσερά το καλοκαίρι και ζεστά το χειμώνα. Το νερό, έστω και από πηγάδι, ήταν στην αυλή τους,  ηλεκτρικό φως υπήρχε παντού,  σε κάθε  γειτονιά υπήρχε φούρνος  για το ψήσιμο του ψωμιού και του φαγητού ακόμα. Τί πάθος ήταν αυτό  ώστε να αγνοεί ή να υποβαθμίζει κανείς τις δυσκολίες. Που ήταν πολλές με την κυριότερη την έλλειψη ιατρικής φροντίδας. Η υγεία τους, για όποια απρόοπτα, αφήνονταν στις γνώσεις τις εμπειρικές και κάποιες ιδιαίτερες ικανότητες κάποιων πρακτικών γιατρών. Πυρετοί, μολύνσεις, μικροτραύματα, εντερικές και στομαχικές αναστατώσεις αντιμετωπίζονταν με τους πανάρχαιους τρόπους: Φυτικά εκχυλίσματα, καταπλάσματα, γιακί για τα σπασίματα,  κομπρέσες για τον πυρετό και τις θαυματουργές, τρομερές βεντούζες. Τίποτα δεν τους πτοούσε και δεν αναχαίτιζε την ανάγκη όλων να βρίσκονται στον  δροσερό αέρα του βουνού, τον μυρωμένο με πεύκο και φτέρη, τα κρυστάλλινα νερά και τον  «πατριωτισμό».  Αυτό,  ίσως, ήταν το καθοριστικό μπροστά στο οποίο όλες οι δυσκολίες υποβαθμιζονταν.  Καθώς το χειμώνα σκόρπιζαν στις κωμοπόλεις και τα χωριά του κάμπου, διαφορετικά για κάποιους συγγενείς – γεγονός που καθορίζονταν, τουλάχιστον για τους κτηνοτρόφους, από την αποδοτικότητα και την τιμή του λιβαδιού- το χωριό λειτουργούσε σαν σημείο συγκέντρωσης και ανάνηψης ψυχικής, αυτή που δίνει στον άνθρωπο η συναναστροφή και καθημερινή επαφή με πρόσωπα συγγενικά και φιλικά.   Αγαπημένα.

  Με τα μάτια των παιδιών που ήμασταν τότε, τα χωριά μας δεν έμοιαζαν, ήταν ένας παράδεισος του οποίου όχι μόνο η  ομορφιά, αλλά και ο τρόπος ζωής, μας χάραξε  με μια βαθειά και ανεξίτηλη χαρακιά που  καμιά δύναμη στον κόσμο δε μπορεί αλλά και δε θα θέλουμε να τη σβήσει. Αγαπήσαμε, για  κάποιους ίσως υπερτιμήσαμε, τις εικόνες που κουβαλάμε μέσα μας, εικόνες  μιας δύσκολης αλλά γοητευτικής ζωής.

 Βλέπουμε τις μανάδες μας και τις  γιαγιάδες να ζυμώνουν ανασκουμπωμένες το ψωμί, να το χωρίζουν σε καρβέλια, να το τοποθετούν με ευλάβεια στην πινακωτή, να το σκεπάζουν με μισάλια για να «γίνει» και να το ψήνουν με επιδεξιότητα  φούρναρη στο φούρνο τον κοινό της γειτονιάς. Να ανοίγουν φύλλο για πίτα, το κατώι ανάστατο από τα αλεύρια και τα απλωμένα στα  μιντέρια φύλλα, να καίνε με μαεστρία τη γάστρα, αυτό το ξεχασμένο οικιακό εργαλείο που μας αποζημίωνε με την πιο νόστιμη σπανακοτυρόπιτα ή το αρνί με πατάτες- πιο σπάνιο αυτό. Βλέπουμε τις γυναίκες να γνέθουν με τη ρόκα στις αυλές και τα σοκάκια, γριές αλλά και κοκκινομάγουλες νιες με τα φακιόλια και τις όμορφες ποδιές, με μια επιδεξιότητα που μας συγκινεί και μας ξαφνιάζει ακόμα. Κάποιες να  γυρίζουν το τσικρίκι καθισμένες χάμω’ σε μικρές αλάνες να ιδιάζουν το νήμα για τον αργαλειό. Άγνωστες σήμερα κινήσεις αποθηκευμένες στο μουσείο της μνήμης μας. Γεμάτη χρώματα η μνήμη μας  από τα απλωμένα στους φράχτες υφαντά, μετά τη ντριστέλα.

Ακούμε τις κατσίκες, το απόγευμα, να γυρνούν από τη βοσκή έτοιμες να προσφέρουν το γάλα τους στην οικογένεια, το καθημερινό για τα παιδιά και για  τους ανήμπορους. Ακούμε τα γαϊδουράκια να γκαρίζουν και να ζουν μαζί μας στις αυλές και αναρωτιόμαστε τι απέγιναν αυτά τα καταφρονεμένα, αλλά τόσο χρήσιμα ζώα. Ακούμε τα άλογα να χλιμιντρίζουν στα σοκάκια γυρνώντας φορτωμένα από τις στάνες και τα τυροκομεία.  Τα πρόβατα να βελάζουν στις πλαγιές, το νερό να γουργουρίζει στην ντριστέλα όπου πλένονταν οι φλοκάτες και τα κιλίμια, τον ήχο τον ρυθμικό του μαντανιού που χτυπούσε τα δίμιτα, το κελάρυσμα  των ποταμιών όπου τσαλαβουτούσαμε. Ακούμε το αντί του αργαλειού να χτυπά και να συνοδεύεται από το τραγούδι, το νοσταλγικά  ερωτικό, της υφάντρας.  Στο αυτί μας ακόμα οι φωνές των ανδρών στο μεσοχώρι,  ο χτύπος των πούλιων στο τάβλι’ ακούμε και τις διαφωνίες τους για τα λιβάδια  και την πολιτική, αλλά και τις πλάκες τους,  την καθημερινή τους διασκέδαση. Σκηνές καυγά και φιλιώματος,  αλλά και σκόπιμες φάρσες για να περάσει η ώρα, να γίνει ένα μικρό γλέντι ένα ξέδομα.

Φτάνουν στα αυτιά μας τα τραγούδια, τα επιτραπέζια, στα μικρά γλέντια που στήνονταν  στο μεσοχώρι,  ραγίζει η καρδιά μας από νοσταλγία στον ήχο του κλαρίνου και του βιολιού. Ήχος που μας σημάδεψε,  που έγινε στοιχείο του σώματός μας, ώστε  το αυθεντικό  άκουσμά του να δονεί την ψυχή μας σαν μητρικό κάλεσμα .

Μυρίζουμε το φρέσκο ψωμί στους φούρνους του χωριού, τους μεζέδες που ψήνονταν καθημερινά στα μαγαζιά και πουλιούνταν με το κομμάτι –κοκορέτσι και  σπληνάντερο-την κανέλλα και το γαρύφαλλο της σαραγλόπιτας στις γιορτές και μόνο. Έχουμε ακόμα τη γεύση του μοναδικού κεράσματος, του ταπεινού και τόσο γευστικού λουκουμιού  με άρωμα τριαντάφυλλου,  του οποίου δεν χαλαλίζαμε ούτε ένα κόκκο άχνης…

Αναπολούμε μια εποχή που όλο το χωριό ήταν μια παρέα. Μαζί στα γλέντια, μαζί στις στενοχώριες.  Σύσσωμο στα πανηγύρια στο κέντρο του χωριού,  το ίδιο και  στα ξωκλήσια,  αλλά και στις εξορμήσεις στο ύπαιθρο, παραδοσιακά  την πρώτη Αυγούστου όταν ξεκινούσε η νηστεία. Νέοι και ηλικιωμένοι,  παιδιά και μωρά  με τα νηστίσιμα  εδέσματα: ελιές, ψωμί με  καρπούζι και σταφύλι σταλμένα από τον κάμπο, το ίδιο και στις 29 Αυγούστου. Όλο το καλοκαίρι ήταν μια γιορτή για όλους και κυρίως για τα παιδιά,  μια πλέρια ελευθερία, μια αποθήκευση εντυπώσεων και   συναισθημάτων για τον χειμώνα. Τον χειμώνα   του αποχωρισμού,  του κλεισίματος,  των υποχρεώσεων και της αναμονής της επόμενης άνοιξης, όταν ο νους και πάλι φτερουγίζει και περιμένει με ανυπομονησία την ημέρα της επιστροφής στον αγαπημένο τόπο.  Την μικρή  πατρίδα.

                                                              Κατερίνα  Τσιάνα

*Αφορισμός του Ρολάν Μπαρτ.

Share

Written by:

259 Posts

Λαογράφος - Ερευνητής
View All Posts
Follow Me :

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *