Ο Ζήσης Βέρρος γεννήθηκε στο ορεινό βλαχοχώρι στην Αβδέλλα Γρεβενών στις 16 Αυγούστου του 1880.
Εργάστηκε ως δάσκαλος στο δημοτικό σχολείο της Αβδέλλας την περίοδο 1899-1900 και από το φθινόπωρο του 1905 ανέπτυξε αντάρτικη δράση. Συμμετείχε σε ένοπλο σώμα υπό τις διαταγές του Γεώργιου Τσόντου Βάρδα και έδρασε στην περιοχή των Κορεστίων και της Καστοριάς.
Έλαβε μέρος στην επίθεση στον Όρλιακα στις 29 Απριλίου 1905 εναντίον των Οθωμανών ως επικεφαλής ένοπλης ομάδας, όπου κατάφεραν να τρέψουν τον εχθρό σε άτακτη φυγή. Ένα χρόνο αργότερα συμμετείχε στη μάχη της Οσνίτσανης (Καστανόφυτο) στο πλευρό του σώματος Βλαχάκη, εναντίον βουλγάρων κομιτατζήδων, όπου υπέστησαν σημαντικές απώλειες και οι δύο πλευρές.
Ο Ζήσης Βέρρος τιμήθηκε για την ενεργό δράση του, αναγνωρίστηκε ως Πράκτορας Β’ Τάξης και πέθανε πλήρης ημερών στις 10 Απριλίου 1985.
Ηταν ο τελευταίος εν ζωή συμπολεμιστής τού Παύλου Μελά, ο οποίος αισθάνθηκε βαθιά τις πίκρες πού τόν «πότισε» τό έπίσημο Κράτος!
Τό είχε παράπονο πού ή Πολιτεία τόν εγκατέλειψε στό περιθώριο καί τό έλεγε μέ θάρρος:
Εμένα, τόν Ζήση Βέρρο, δεν μέ πρέπουν αγάλματα, δέν μ’ αρέσουν αί παίνιες (σ.σ. έπαινοι) άλλά είναι άτιμο μερικοί νά προσπαθούν, μέ κάθε δόλιο τρόπο νά έξαφανίσουν άπ* τήν Ιστορία τους άγωνιστές τού Μακεδονικού ‘Αγώνα,
Ποιός είναι όμως ο ΖΗΣΗΣ ΒΕΡΡΟΣ
Γεννήθηκε τό έτος 1880, στίς 16 Αύγούστου, στην Αβδέλλα Γρεβενών και πέθανε σε ηλικία 105 ετών, το 1985.
Τελείωσε τό Δημοτικό Σχολείο και στή συνέχεια φοίτησε μέχρι τήν 5η τάξη σ’ ένα άπό τά καλύτερα Γυμνάσια τής τότε τουρκοκρατούμενης Β. Ελλάδος. Στό Γυμνάσιο Τσοτυλίου Κοζάνης.
Στά δεκαεννιά του χρόνια (1899) ύπηρέτησε ώς δάσκαλος στην Αβδέλλα μέχρι τό 1900.
Στή συνέχεια άναμίχθηκε σέ διάφορες άντάρτικες Μακεδονικές ομάδες ένώ τό 1905 — φανερά πλέον — βγήκε άντάρτης δίπλα στόν Παύλο Μελά, στον Λουκά Κόκκινο, στόν Καπετάν Μπρούφα, στόν Βάρδα (Τούντα), Ζιάκα (Φλωρέα) και άλλων οπλαρχηγών,
‘Αργότερα άνέλαβε άρχηγός ομάδας, αποτελούμενης άπό 35 άντάρτες. Ελαβε μέρος σέ περισσότερες άπό έξήντα μάχες άπό τις όποιες — όπως μάς είπε ό ίδιος — οί περισσότερες ήταν πολύνεκρες αλλά νικηφόρες.
Τόν Ζήση Βέρρο, τόν συνάντησε ο δημοσιογράφος των Νέων, Γιάννης Παπαδόπουλος, λίγες μέρες προτού «πατήσει» στο πρώτο έτος τού δεύτερου αιώνα του στό χωριό του ‘Αβδέλλα, να ξαποσταίνει στο μπαλκόνι του αγναντεύοντας γύρω του τις βουνοκορφές τής Πίνδου. ‘Αγέρωχος, ήρεμος και γενναιόκαρδος εξιστορούε μάχες και γεγονότα τά όποια άσβεστα άλλά και βαθιά χαραγμένα βρίσκοντουσαν στή μνήμη του.
«… Άσβεστα θάναι στή μνήμη μου τά άγρια εκείνα χρόνια των εθνικών άγώνων, όπου καμιά εξουσία δέν προστάτευε τή βασανισμένη ζωή τού Λαού μας. Ή κραταιά οθωμανική αυτοκρατορία ήταν ένα σκιάχτρο! Οι πειναλέοι, θυμάμαι, και ξυπόλητοι στρατοί της και οι αρπαχτικοί γκέκηδες πλιατσικολογούσαν όλες τίς πόλεις, τα Γρεβενά, τά χωριά μας, τά σπίτια μας και έσπερναν τόν τρόμο. Βγήκαμε άντάρτες, πολεμήσαμε καί ποτίσαμε τό χώμα μέ τό αίμα μας…».
Άλλά ό υπεραιωνόβιος Μακεδονομάχος φάνηκε άσυγκράτητος μπροστά στή θύμιση των γεγονότων πού πλημυρίζαν τή μνήμη του και ύποχρεώναν τά μάτια τον νά δακρύσουν άπό συγκίνηση!
«… Άπό ποια μάχη ν’ αρχίσω και σέ ποιά νά σταματήσω; Στή μάχη τού ΟΡΛΙΑΚΑ τό 1905 ήμουνα έπικεφαλής όμάδας μέ 55 άντάρτες. Στή νικηφόρα αύτή μάχη σκοτώσαμε 27 Τούρκους και πήραμε αρκετό όπλισμό. Χάσαμε όμως τό πρωτοπαλήκαρο τ ή ς όμάδας μας…»·
Ό Ζήσης Βέρρος αύτή τή μάχη τή θυμόταν τόσο καλά, την αισθανόταν τόσο βαθιά, πού άπ τή βιασύνη του μήπως και ξεχάσει κάτι, άναγκάζε τή φωνή του νά τρέμει,..
«… Μάς έστειλαν συγχαρητήρια άπ’ τήν Κάτω Ελλάδα, μάς είπανε πώς πολεμούμε ηρωικά και ότι μάς έρχεται βοήθεια από Κρητικούς άνδρες· Μάς ήλθαν αρκετοί Κρητικοί – πλάι…».
Μετά άπ’ αύτή τή μάχη ό Ζήσης Βέρρος συνδέθηκε μέ άλλους Μακεδονομάχους καί Παλαιοελλαδϊτες (όπως ό ίδιος λέει χαρακτηριστικά) συνδετικούς κρίκους, γιά τή μεταφορά όπλων καί πυρομαχικών άπ’ τή Θεσσαλία.
«… Μοίρασα έκατοντάδες όπλα σε άντάρτες, έδωσα μπαρούτι καί χειροβομβίδες. “Εσκαψα στή γή, παράχωσα όπλα καί τά ξέθαψα γιά νά τά μοιράσω τή νύχτα σέ νέους άντάρτες.»
Στή συνέχεια, ο Ζήσης Βέρρος εξιστόρησε ώς έξης τή μάχη τής Δαμασκηνίας Βοΐου :
..Ελαβα διαταγή άπ* τον όπλαρχηγό Βάρδα κατ’ εντολή τού Παύλου Μελά — νά προχωρήσω γιά το χωριό Ναζερέτο, στά σύνορα ‘Αλβανίας – Σερβίας. Εκεί χτυπηθήκαμε με τούς Κομιτατζήδες ύπό τήν αρχηγία τού Τσακάλωφ και Μητροβλάχου. Ήταν διπλάσιοι άπό μας άλλά τή νύχτα μέ γιορούσι τούς συντρίψαμε. Σ’ αύτή τή μάχη χάσαμε τόν εύελπι Κρητικό ανθυπολοχαγό Γ. Πετροπουλάκη». Άπ’ εκεί φθάσαμε στό χωριό Φούφα τής Πτολεμαΐδας, όπου βάλαμε Φωτιά σ’ ένα σπίτι πού γινότανε βουλγάρικος γάμος. Ή έπιτυχία μας ήταν μεγάλη άφού κάψαμε — μαζί μέ τό σπίτι — καί άρκετούς κομιτατζήδες. Σ* αύτή τή μάχη σκοτώθηκε ό αξιωματικός Φούφας, πρός τιμή τού όποιου αργότερα τό χωριό όνομάστηκε Φούφα…».
έκ θαύματος
Μετά τόν Ιούλιο τού 1908 — μέ τό Σύνταγμα τών Νεοτούρκων — διαλύθηκαν τά έλληνικά άντάρτικα καθώς καί τά βουλγάρικα. Μετά άπ* αύτό τό γεγονός ο Ζήσης Βέρρος «φόρεσε τή στολή τού πολίτη» και εγκαταστάθηκε στην πόλη τών Γρεβενών. Άλλά τό κομιτάτο τών Νεοτούρκων τόν είχε πρώτο στόν κατάλογο γιά έξόντωση, μαζί μέ άλλους συμπολεμιστές του.
Διέφυγε άρκετές φορές τή δολοφονική άπόπειρα μετά άπό συνεχή «καρτέρια» έναντίον του. Μ* αύτόν τόν τρόπο —. έκείνο τόν καιρό — οί Τουρκοι δολοφόνησαν τόν όπλαρχηγό Περδίκη καί τόν Κώστα Κούνδουρο.
Στην περίοδο τής φασιστικής κατοχής 1940—44 «ρουμανίζοντες» καί γερμανόφιλοι, γιά νά έκδικηθούν τήν πατριωτική καί έθνική δράση τού Ζήση Βέρρου ζήτησαν απ* τους Γερμανούς νά έκτελεστεί…
«… Συνελήφθηκα,είπε ό ίδιος στην συνέντευξη ου„ έμεινα δύο χρόνια στή φυλακή τής Κοζάνης καί ώς έκ θαύματος διέφυγα τήν εκτέλεση τόσο εγώ όσο και τα αδέρφια παπάδες από την Βραβόνιστα (Καληράχη) παπα-Γιάννης Κ. Παπαδόπουλος και παπα-Γιώργος Κ. Παπαδόπουλος που ήμασταν μαζί για πολλά χρόνια στον Μακεδονικό αγώνα…».
Τήν περίοδο τού 1941—44, ή οικογένεια του μετείχε άποφασιστικά στόν άγώνα. Ό γιος τους Κώστας Βέρρος πολέμησε καί τραυματίσθηκε στόν ΕΛΑΣ και οί τρεις άπό τις τέσσερις κόρες του άγωνίσθηκαν άπό τις γραμμές τού Ε.Α.Μ. καί της ΕΠΟΝ. Ή οίκογένειά του όμως διώχθηκε άττό τό μεταπελευθερωτικό κράτος, Καί ό ίδιος έμεινε ύπόδικος δύο χρόνια στις φυλακές Κοζάνης. ‘Απαλλάχθηκε μετέπειτα με βούλευμα …
Γιά τήν άναγνώριση τής πατριωτικής ταυ δράσης τό Κράτος τόν τίμησε μ’ ένα δίπλωμα καί ένα έμβλημα μετάλλινο τού Μακεδονικού Αγώνα. Καθώς καί ένα δίπλωμα τής «Πανελλήνιας Συνομοσπονδίας ‘Οπλαρχηγών», τό όποιο αναφέρει :
«… Μέ συνεδρίαση τής 6ης καί 8ης Μαΐου τού 1940 παμψηφεί, χρήζει πρόεδρο τμήματος Γρεβενών, τόν Ζήση Βέρρο, γιά τάς μεγάλας πρός τό ‘Εθνος πστριωτικάς υπηρεσίας ώς καί τό πατριωτικόν ένδιαψέρον ύπέρ έκείνων, οί όποιοι έν κρίσιμους τής πατρίδας περιστάσεων ήγωνίσθησαν ύπέρ τών μεγαλείων τής δόξης της».
Ο Ζήσης Βέρρος, στα τελευταία χρόνια της ζωής του, εξέφρασε την πικρία του πώς ή Πολιτεία δέν έκπλήρωσε τό χρέος της απέναντι σ* έναν άγωνιστή, απέναντι σ’ έναν Μακεδονομάχο πού —. αρκετές φορές — πότισε τό μακεδο- νικό χώμα μέ τό αίμα του.
«… Μέ έχουν μόνο γιά παρελάσεις και νά καταθέτω στεφάνια στόν Άγνωστο Στρατιώτη σέ κάθε έθνική γιορτή ! Τίποτε άλλο.”
Μέ τή φράση του αύτή ό αίωνόβιος Μακεδονομάχος «έβαλε τό μαχαίρι στό κόκκαλο»! Τό είπε ξεκάθαρα. Η Πολιτεία περιφρόνησε και έγκατέλειψε στό περιθώριο έναν άγωνιστή καί στό πρόσωπό του δέν σεβάστηκε τις μνήμες έκατοντάδων άλλων νεκρών.
Τόχε παράπονο πού τό Κράτος δέν έκανε τήν καλή χειρονομία. Νά τού δώοει μιά μικρή σύνταξη. «Όχι, είπε στην συνέντευξη του, γιά νά ζήσω καλύτερα, άλλά νά πάρω ψυχικό θάρρος και νά πώ τήν ποιητική στροφή τού Κωστή Παλαμά:
«Ανάξιος είναι όποιος διστάζει. όποιος άκούει τό προσκλητήριο τών καιρών, τ” άκούει καί δέν λέει: Παρών».
Αντίθετα με την αντιμετώπιση του από το κράτος, ή Κοινότητα τής Αβδέλλας διοργανώνε κάθε χρόνο γιορτή γιά τά γενέθλια τού Ζήση Βέρρου.
Ετσι κάθε 16 Αύγουστου, ό πρόεδρος τής Κοινότητας πρωί – πρωί θά επισκεφτόταν στό σπίτι του τόν Ζήση Βέρρο και θά τού προσέφερε γαρύφαλλα, δείγμα άγνόιητας καί πατριωτισμού άλλά καί ταυτόχρονα θά κήρύττε τήν έναρξη τής γιορτής τών γενεθλίων τού αιωνόβιου αυτού Μακεδονομάχου Ζήση Βέρρου.
Πηγές .Η συνέντευξη είναι του Γιάννη Παπαδόπουλου από τα “Νέα” και δημοσιεύτηκε το 1980. -GrevenaMedia.gr-Εκδόσεις: Μπίρκας, Κ. (1978). Αβδέλλα. Αθήνα: Εκδόσεις Ιωλκός