Μιτσιντέα πλέντζι σι Κέντε (Το Κεφαλόβρυσο κλαίει και γλεντάει)
Σε απόσταση 60.5 χιλιομέτρων από την πόλη των Ιωαννίνων, μέσα στα δάση και κάτω από τις πανύψηλες κορυφές των βουνών βρίσκεται το Κεφαλόβρυσο. Το παλιό όνομά του ήταν Μιτζιντέι και οι κάτοικοι του αποκαλούσαν εαυτούς Μιτζιντόνιοι.
Από την 1η Ιανουαρίου του 1998 είναι και έδρα του νέου Δήμου, Δήμου που προέκυψε από την συνένωση 9 Κοινοτήτων (Α.Κοσμάς, Βασιλικό, Κακόλακος, Κ.Μερόπη, Κεφαλόβρυσο, Μερόπη, Ρουψιά, Παλαιόπυργος, Ωραιόκαστρο), το δε όνομα του νέου Δήμου είναι ΑΝΩ ΠΩΓΩΝΙ. Σήμερα ανήκει στον Καλικρατικό Δημο ΑΝΩ ΠΩΓΩΝΙΟΥ και έδρα το Καλπάκι.
Κύρια ασχολία των κατοίκων είναι η κτηνοτροφία, ενώ αρκετοί είναι και εκείνοι που απασχολούνται στο (μοναδικό) εργοστάσιο της περιοχής. (εδώ παράγονται τα EURO της Ελλάδας) .Σήμερα ανήκει στην ΒΙΟΧΑΛΚΟ
Το χωριό κάηκε από τους Γερμανούς, όμως οι κάτοικοί του το ξανάχτισαν από την αρχή και σήμερα αποτελεί ένα από τα πιο ζωντανά της ακριτικής επαρχίας, έχοντας όλα τα χαρακτηριστικά μιας ακμάζουσας κωμόπολης. Είναι ένα από τα σημαντικότερα οικονομικά κέντρα της περιοχής καθώς διαθέτει εργοστάσιο μεταλοτεχνίας και πολλές κτηνοτροφικές μονάδες. Είναι χτισμένο σε υψόμετρο 660μ, στους πρόποδες της Νεμέρτσικας (Μερόπης), η οποία καλύπτει τις ανάγκες των κατοίκων κτηνοτρόφων ως απέραντος βοσκότοπος.
Στους πρόποδες του βουνού Βαλαώρα, με μερικά μικρότερα άλλα βουνά γύρω του, έχει ειδυλλιακή θέση, κάτι σαν φυσική προστασία από τα θεριά της φύσης.
Οι κάτοικοί του αριθμούν περί τους 2500, και είναι όλοι Βλάχοι, και η τοπική γλώσσα είναι η Βλάχικη, επίσημη δε, εννοείται είναι η Ελληνική.
Λόγω όμως της ιδιομορφίας του εδάφους, το οποίο είναι κατεξοχήν ορεινό, πολλοί από τους κατοίκους έχουν πάρει το δρόμο της ξενιτιάς (από την 10ετία του 60).
Μετανάστευση, (εσωτερική και εξωτερική) που δεν έχει σταματήσει ακόμα και σήμερα .
Το Κεφαλόβρυσο γνώρισε στους 2 παγκοσμίους πολέμους την μπότα του κατακτητή με ιδιαίτερη αγριότητα, αφού είναι ένα από τα τέσσερα, 4, χωριά του Νομού Ιωαννίνων, τα οποία πυρπόλησαν οι Γερμανοί κατά την πορεία τους για το “3ο ράιχ”.
Οι ναζί εκτός από τις εκτελέσεις πυρπόλησαν και 44 σπίτια. Είναι η αρχή της ναζιστικής θηριωδίας, της φρίκης, στην Ήπειρο.
Την προηγούμενη ημέρα, στις 9 Ιουλίου, μετά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στο Μαυροβούνιο η γερμανική μεραρχία Εντελβάις με 24000 άνδρες, περνά τα ελληνοαλβανικά σύνορα και μπαίνει στην Ήπειρο.
Ήταν Σάββατο 10 Ιουλίου. Οι περισσότεροι στο Κεφαλόβρυσο έφυγαν στο βουνό για να γλιτώσουν. Έμειναν πίσω 25 άνδρες ανάμεσά τους ο παπάς, ο γραμματέας, κτηνοτρόφοι, ο σιδεράς και κάποιοι ανήμποροι. Ακολούθησε η φρίκη. Συνελήφθησαν όλοι και κρατήθηκαν σε δύο σπίτια. Οι 3 από τους 25 κατάφεραν να δραπετεύσουν. Λίγες ώρες αργότερα οι υπόλοιποι άνδρες κάηκαν ζωντανοί μέσα στη φυλακή τους, τα δύο σπίτια όπου τους είχαν στοιβάξει.
Το χωριό δεν ξεχνά και τιμά τους 22 εκτελεσθέντες από τα γερμανικά στρατεύματα στις 10 Ιουλίου του 1943 με εκδηλώσεις και καταθέσεις στεφάνων κάθε χρόνο.
Η υπερηφάνεια, με την οποία οι απανταχού Κεφαλοβρυσίτες, μιλούν για το χωριό τους και την Βλάχικη προέλευση τους, είναι κάτι το ξεχωριστό, όπως και το χωριό αυτό.
Τα ονόματα των καέντων
Οι Βλάχοι μέσα από τα τραγούδια τους εξιστορούσαν ολη την ιστορία τους.
Το παρακάτω τραγούδι εξιστορεί την μαύρη μέρα του Κεφαλόβρυσου τότε που οι Γερμανοί κάψανε το χωριό με τους κατοίκους του ρίχνοντας τους στην πυρά. Σε στοίχους προφορικούς του Λιτσιος -Ηλίας Ντόντης το τραγουδήσαν οι Νικόλαος Νάτσιας και Πέτρος Δεμίρης μετά το ολοκαύτωμα του χωριού. Ακούστε το τραγούδι (Μοιρολόι …. πριν γίνει χορευτικό)
Κέντικου τζιου ούς τζέκ(ου) λάι,τσ(ε) σκιράτ(ου) κ(ου) σέτζι,
Ντιόμινιε τσι σιάρντου μωρ, Μιτζιντέα πλέτζι.Πλέτζι Μιτσιντέα
Πλέτζι,και τι νικάρε του σέτζι,
Ο μωρ κ(ου) Λιλιούτσε ισιάρε, Γερμάνου σά αστιάπτε,
μα ατσέγ γι λόρε στου φόκου για αμινάρε,
Τουτσς Πλένγου νόπτια κ(ου) Λούνα λάϊ Γερμάν(ου) στιά αστίγκε νούμα,
Λούνα χρόσιε πλέτζι σία, σνου αράϊ φάπτε Γερμανία
το διασκεύασαν σε χορευτικό με κλαρίνα και βιολιά, ο Νικόλα Νάτσιας και ο Πέτρος Ντεμίρης τη δεκαετία του 1960.
Πατρουτζέτσι τρέι σινέα τσ οφλέ λάια Μητζηντέα, πλέντζι
Μητζηντέι πλέντζι κε τι νικάρε του σέντζι.
Σέμπιτα τη πρέντζου 114 μάρη, τσι νι’ αφλέ ούνε λεχτάρι.
Ισιάτσι , βόι μπουρμπάτσι ναφόρε τα σ’ νου σ’ άρντε λάια χώρε.
Λε σότσι νι ιντρέ φουνικόλου νχώρε χέρμπι πολιβόλου.
Ουνου κετ ουνου γι αντουνάρε του ντάου κάση γι’ μπηγκάρε.
Λού μπηγκάρε φοκου λα ούσιε σι αρικίρε τούτσι ντιγκούσιε.
Πρέφτου λειτουργία ν’ τζιέπι μιράτσιε βάιλού βινιά σέτι.
Άϊντιτσι σότσι τα σνι μπισιέμου, σνι μπισιέμου σι σνι γιρτέμου, του αλάντε έτε ους νι’ αντουνέμου.
Κάρα φουτζί μουατζίμου, κάι κινόστι Λάμπρη Σίμου.
Ντι ζγκιλιά ουί ουί ντι Λία αλ Γιωργάκκι Μηντή.
Κάγιε αστιάπτε σ’ κάρκε κάσιου, κάι κινόστι Γκάτση Μπάσιου.
Σ’ άρση κάσα κιτζού σ’ μούρου, κάι κινόστι Μπέλου Κούρου.
Τσι λεεί ρίπα ατσά ρόσια, τη λάιλιου Νικολάκκι Γκιντόσια.
Κάι έστι σι ατσέλου φακίρου, κάντα ε Κήτα Ντεμίρου.
Χώρα οφλέ φινικόλου κε κιρού σι’ γραμματικόλου».
Για τους ηλικιωμένους, που τότε ήταν παιδάκια, εκείνες οι δύσκολες ώρες ζωντανεύουν στη μνήμη τους αρκετά χρόνια μετά. Ο κ. Γρηγόρης Γκερμότσης θυμάται ότι στο σπίτι που έμενε με τη γιαγιά, δύο Γερμανοί πέταξαν πετρέλαιο, έβαλαν φωτιά και έφυγαν. «Δεν είχαμε νερό. Η γιαγιά είχε γάλα και ρίξαμε το γάλα για σβήσουμε τη φωτιά. Είχε αρπάξει ο αργαλειός. Πήραμε γάλα και από μια γειτόνισσα. Έτσι γλιτώσαμε το σπίτι», θυμάται.
Ο κ. Κώστας Κούρος, 5 ετών τότε, θυμάται εκείνο το πρωινό. Μαζί με την οικογένεια και τους γείτονες έφυγαν 5 τα ξημερώματα για το βουνό. Λίγες ώρες αργότερα έβλεπαν από ψηλά τον τόπο τους να φλέγεται. Ανάμεσα στους δολοφονημένους και ο παππούς του. Όπως αφηγείται αναγνωρίστηκε από τη γιαγιά του, γιατί ένα κομμάτι από το γιλέκο που φορούσε δεν είχε καεί. «Θυμάμαι το κλάμα της μητέρας μου για τον αδικοχαμένο πατέρα της», είπε συγκινημένος ο κ. Κούρος. (πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ)
Σύμφωνα με μαρτυρίες, το χωριό ιδρύθηκε από τον τσέλιγκα Φώτη Νάστα ( Κούρος ) και στη συνέχεια ήρθαν και άλλες φάρες (σόγια) κατά το 1840. Όλα τα σόγια διέθεταν πριν τον Β´ παγκόσμιο πόλεμο κατοικίες και στη Βόρεια Ήπειρο την οποία οι περισσότεροι από τους κατοίκους θεωρούν πατρίδα τους.
Το σύνολο των ανθρώπων που έλκουν την καταγωγή από το Κεφαλόβρυσο ανέρχεται σε πλέον των 3.500 και διαμένουν και σε διαφορά άλλα χωριά του Δήμου Πωγωνίου. Μεγάλος αριθμός κατοικούσε ακόμη στην Β. Ήπειρο όπου είχε εγκλωβιστεί μετά την απόφαση της Αλβανίας να κλείσει τα σύνορα δίχως προειδοποίηση.
Ενας άλλος μεγάλος αριθμός του πλυθισμού μεταφέρθηκε σε διάφορες περιοχές της Στερεάς Ελλάδας, όπως Αιτωλοακαρνανία και Θεσσαλία, όταν το χωριό στο Μπιτσικοπουλο , κατά τους Κεφαλοβρυσίτες «η Παγιοχώρα», καταστράφηκε από επιδρομές Αλβανών (Λιάπηδες ή Λιάμπουροι).
Πριν τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο το Κεφαλόβρυσο ήταν από τα πλουσιότερα χωριά του Πωγωνίου. Υπολογίζεται ότι οι Κεφαλοβρυσίτες διατηρούσαν περί τα 50.000 πρόβατα. Λόγω της ενασχόλησης με την κτηνοτροφία, υπήρχαν και ανάλογες συνήθειες όπως η “ωμοπλατοσκοπία” που γινόταν από τους ηλικιωμένους συνήθως το Πάσχα καθώς και στους γάμους όπου συνηθίζονταν να ψήνονται αρνιά. (κοιτάζοντας τη «σπάλα» βλέπουν πως θα πάει το κοπάδι (κοιτάζοντας στο σταυρό), αν πεθάνει κάποιος (κοιτάζοντας στην κοιλότητα της άρθρωσης) και μάλιστα μπορούν να διακρίνουν αν θα είναι ο νοικοκύρης (αν η βούλα είναι στα δεξιά) ή η νοικοκυρά (αν η χαρακιά είναι στα αριστερά), αν φονευθεί κάποιος από το σπίτι (οπότε θα υπάρχει τρύπα στην επιφάνεια), αν ο νοικοκύρης θα έχει καλή σοδειά, αν η χώρα πάει καλά σε περίπτωση πολέμου και άλλα)
Κατά την Τουρκοκρατία είναι γνωστό οτι ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων, γύρευε για το χαρέμι του τις ομορφότερες, από τις γυναίκες της περιφέρειας του, στους δε γονείς αυτών, έδινε πλούσια δώρα και γη .
Οι Βλάχοι του Κεφαλόβρυσου έχουνε να το λένε: Κανείς Βλάχος δεν καταδέχτηκε να δώσει την κοπέλα του στο χαρέμι του Αλή Πασά, για όσα πλούτη, και Βλάχα δεν πάτησε ποτέ το πόδι της στα δώματα του Αλή Πασά. (ο Αλής, είχε 40 γυναίκες στο χαρέμι του)
Μετα τον Β´ παγκόσμιο πόλεμο η ενασχόληση με την κτηνοτροφία, έπαψε να είναι αποδοτική και οι περισσότεροι κάτοικοι αναγκάστηκαν κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1950 να μεταναστεύσουν σε Αθήνα και Γερμανία.
Γιατί ονομάστηκε Μιντζιντέ
Υπάρχουν διάφορες ερμηνείες. Η μια λέει πως ο Αγάς της περιφέρειας τον καιρό εκείνο λεγόταν Μεντzητ και τους μάζεψε να κάνουν το χωριό.
Αλλά από νεότερες διηγήσεις δεν είναι βέβαιο ότι προήλθε το όνομα από τον Μεντzητ πασά. Γιατί οι Βλάχοι ήτανε χριστιανοί και πατριώτες και είχαν τόσο μεγάλο μίσος για τους τουρκαλβανούς, που για εκδίκηση στα σκυλιά τους δίνανε τουρκικά ονόματα.
Και το χωριό από νέες έρευνες και ομολογίες ήταν πολύ πιο παλιό από την χρονολογία του θανάτου του Αλή Πασά.
Καλό θα ήταν να διασταυρώσουμε τις νέες πληροφορίες.
Αν προσέξουμε τη λέξη μεντzε -ντεε μπορεί να μας δώσει και άλλο νόημα, σχετικά με κάποιο περιστατικό που έχει ακούστει για τον Φώτο Νάστα.
Ο Φώτος Νάστας είχε μαλώσει με το τσελεγκάτο του Πάνου Μπάσιου που ήταν και πρόεδρος του χωριού. Αποτέλεσμα του τσακωμού τους ήταν να κλειστούν στη Χαψάνη (φυλακή) οι τσομπάνες του πρώτου.
Το πρωί έφυγε ο Φώτος από το χωριό και πήγε στη Βοστίνα (Γιάννενα) και το βράδυ γύρισε στο Μεντzεντέ (Καρτούτσα) φέρνοντας μαζί του το φιρμάνι και βγάζοντας έτσι τους τσομπάνους από τη φυλακή.
Ήταν τόση μεγάλη και δύσκολη η απόσταση για μια μέρα που το άλογο του Φώτου έβγαζε αφρούς από το τρέξιμο! Αλλά λένε πως για να τρέξει τόσο πού το άλογο (μπενέκι) θα ήταν θυληκό (μεντzε) που δε γεννούσε (μπρόνιε). Αν πράγματι είχε συμβεί αυτό, τότε ανατρέπονται πολλά σχετικά με την ονομασία του χωριού: “Μέντzε” ήταν η φοράδα που δεν γεννούσε και το “ντεε” είναι στα βλάχικα το γνωστό ντε που λέμε στα άλογα.
Αν πάρουμε τις δύο λέξεις που είναι καθαρά βλάχικες τότε βγαίνει το όνομα του χωριού δηλ. Μεντzε – ντεε = Μεντzεντε = Μιντzεντέ.
Ο Φώτος Νάστας το Μπενέκι το κρατούσε στην Καρτούτσα και η φήμη του είχε πάρει τέτοιες διαστάσεις, που όλοι οι βλάχοι λέγανε: “Ντε ορε Φώτο ντε Μεντzε τσε ατσά” και θαυμάζανε το Μπενέκι.
Όταν έγινε κοινότητα το Μιντzεντέι οι Τούρκοι θεώρησαν την λέξη δικιά τους κάτι που δεν αμφισβητήθηκε από τους βλάχους λόγω φόβου. Γιατί φοβόταν μήπως τους κάψουν πάλι όπως τους προγόνους τους 6 γενιές (μπέρι) πριν. Το χωριό αυτό βρισκόταν σ’ άλλη περιοχή της Ηπείρου, ίσως στην περιφέρεια της Μοσχόπολης..
Τα παλιά σπίτια και τα αρχοντικά μαρτυρούν πως υπήρξε εύπορο κεφαλοχώρι της περιοχής, με κτηνοτρόφους που είχαν δεκάδες χιλιάδες ζώα και φυσικά αρκετά χρήματα.
Χαρακτηριστικό σημείο του χωριού είναι φυσικά η πλακόστρωτη πλατεία, με το δημαρχείο, τη βρύση και τα υπεραιωνόβια πλατάνια.
Αξίζει να φτάσετε μέχρι την Πηγή και να δείτε τα τρεχούμενα νερά να φτάνουν μέσα στις πετρόχτιστες στέρνες, αλλά και το μοναδικό φυσικό τοπίο.
Το σχολείο αλλά και το εκκλησάκι που είναι αφιερωμένο στους Αγίους Ραφαήλ, Ειρήνη και Νικόλαο, είναι δύο ακόμα κτίρια που θα τραβήξουν την προσοχής σας.
Στο κέντρο του χωριού υπάρχει Ηρώον, που είναι αφιερωμένους στους κατοίκους του χωριού που έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Στο χωριό θα βρείτε εκλεκτά κρέατα, ντόπια τυριά, παραδοσιακές πίτες, χειροποίητα λουκάνικα, κρασί και άφθονο τσίπουρο.
Εντυπωσιακό επίσης είναι το πανηγύρι του Κεφαλοβρύσου στις 20 Ιουλίου (Προφήτη Ηλία) κάθε χρόνο, όπου ο Πολιτιστικός σύλλογος αναλαμβάνει να ξεναγήσει, ντόπιους και ξένους, στα μονοπάτια της Ελληνικής βλάχικης παράδοσης.
Margaret Masson Hardie Hasluck (1885 – 1948), ήταν Σκωτσέζα γεωγράφος, γλωσσολόγος, αρχαιολόγος και μελετήτρια.
Η Hasluck ταξίδεψε στην Αλβανία πραγματοποιώντας ανθρωπολογική έρευνα και έφτιαξε το σπίτι της στο Ελμπασάν, όπου παρέμεινε για 13 χρόνια. Λόγω της δουλειάς της στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αλβανία για την Αθήνα. Όταν και η Αθήνα έγινε επισφαλής μετακόμισε στην Κωνσταντινούπολη ως σύμβουλος της υπηρεσίας πληροφοριών της βρετανικής κυβέρνησης σχετικά με το Αλβανικό ζήτημα. Αργότερα πήγε στο Κάιρο ενώ το 1945 διαγνώστηκε με λευχαιμία και μετακόμισε στην Κύπρο και αμέσως μετά στο Δουβλίνο όπου και πέθανε στις 18 Οκτωβρίου του 1948.
Στο αρχείο της υπάρχουν φωτογραφίες της δεκαετίας του 1920-1930 από τα χωριά Βωβούσα, Δίστρατο, Κεφαλόβρυσο, Λάιστα Ζαγορίου, Λαχανόκαστρο, Μαλακάσι, Μέτσοβο, Σαμαρίνα, Σμίξη, Φούρκα και τη Βέροια. Δείτε μερικές από αυτές παρακάτω που αφορούν το Κεφαλόβρυσο εκείνης της εποχής.
Στο χωριό δραστηριοποιείται ο πολύ ενεργός Σύλλογος Γυναικών Κεφαλοβρύσου Πωγωνίου “Μιτζιντέϊ Βρούτε“, που ιδρύθηκε το 2009 με έδρα το Κεφαλόβρυσο. Μέλη του είναι γυναίκες άνω των 18 ετών.
Για τον Σύλλογο τις δραστηριότητες και το Λαογραφικό Μουσείο του χωριού θα αναφερθούμε σε ένα επόμενο άρθρο.
Ακολουθήστε τα vlaxoxoria.gr στο Facebook για να ενημερώνεστε για όλα όσα γράφουμε για τα χωριά την ιστορία , τα έθιμα , τις τέχνες , τα επαγγέλματα του παρελθόντος την Λαογραφία των βλαχοχωρίων και τις δράσεις των Πολιτιστικών Συλλόγων της Ελλάδας