Όταν έχεις επισκεφθεί αυτή τη γωνιά της Ελλάδας κι έχεις περιηγηθεί στην Ήπειρο, ξέρεις και έχεις βιώσει την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα των οικισμών της, τα υπέροχα χωριά όπου ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει, τα μέρη με πλούσια ιστορία που ταξιδεύουν στο σήμερα διατηρώντας ατόφια την ταυτότητά τους.
Στην περιοχή των Τζουμέρκων βρίσκονται μερικά από τα πιο όμορφα χωριά της Ηπείρου- και της Ελλάδας ολόκληρης. Και ανάμεσα σε αυτά είναι και οι Καλαρρύτες, στις δυτικές πλαγιές της Πίνδου, στον νομό Ιωαννίνων.
Ο ορεινός οικισμός βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού και αποτυπώνει στη σημερινή όψη του την ακμή που γνώρισε, ιδιαίτερα τον 18ο αιώνα, με το εμπόριο και την ανάπτυξη της αργυροχρυσοχοΐας.
Περιτριγυρισμένοι από τους ορεινούς όγκους του Περιστερίου και των Τζουμέρκων που ορίζουν, με τις αυστηρές γραμμές τους, τον ορίζοντά τους, οι Καλαρρύτες είναι χτισμένοι στην άκρη μιας χαράδρας, σε υψόμετρο 1.200 μέτρων, πάνω από τον ποταμό Καλαρρύτικο. Στα νοτιοδυτικά του χωριού είναι η πλαγιά Παυλιάνα, στα νότια τα Τζουμέρκα και τα Πράμαντα και στα βορειοδυτικά είναι ο «δίδυμος» οικισμός, το Συρράκο. Σε ευθεία γραμμή οι δύο οικισμοί μοιάζει να είναι πολύ κοντά ο ένας στον άλλο, τους χωρίζει όμως η χαράδρα του Καλαρρύτικου.
Η περιοχή πνίγεται στο πράσινο, μεταξύ άλλων στα έλατα, τις βελανιδιές και τα πλατάνια.
Υπάρχουν τρεις επιλογές για την πρόσβαση στους Καλαρρύτες:
Από τα Ιωάννινα – 56 χλμ. Τον πρώτο δρόμο από τα Γιάννενα προς τους Καλαρρύτες διάνοιξε ο Αλή πασάς, ο οποίος παραθέριζε εκεί λόγω του καλού κλίματος και των προσωπικών σχέσεων που είχε με τους προύχοντες της κοινότητας.
Από την Άρτα – 82 χλμ.
Από την Καλαμπάκα της Θεσσαλίας – 96 χλμ.
Αυτοκίνητα επισκεπτών δεν επιτρέπεται να μπουν στο χωριό και γι αυτό το λόγο υπάρχουν τέσσερις θέσεις στάθμευσης έξω από το χωριό, στις θέσεις Γκόντρο, Τσιόρα, Άργι, Πλάκα.
Ο οικισμός ορθογραφείται κανονικά Καλαρίτες, αφού η ονομασία του ανάγεται στο αρωμουνικό (βλάχικο) calar «ιππέας, έφιππος, καβαλάρης» (πληθ. calari) + επίθημα -ίτες.
Ιστορία
Ελληνόφωνοι πληθυσμοί κατοικούν κατά ομάδες και ασχολούνται με τον ημινομαδικό ποιμενισμό, ώστε να μοιάζουν πολύ με τους μεταγενέστερους Βλάχους. Οι κάτοικοι επιλέγουν οχυρές θέσεις, μεταξύ των οποίων και τη θέση που σήμερα κατέχουν οι Καλαρρύτες, για τον έλεγχο των εισβολών από την Αθαμανία (Τζουμέρκα) και την Παρωραία (Βόρεια Πίνδο) ή προς το οροπέδιο των Ιωαννίνων. Όταν οι επιδρομές των Σλάβων τον 7ο αιώνα θα ερημώσουν τις πεδινές περιοχές στην κεντρική Ελλάδα, οι κάτοικοι θα αναγκαστούν να αναζητήσουν μόνιμη κατοικία στα ορεινά.
Δύο λοιπόν είναι οι λόγοι μόνιμης εγκατάστασης των Βλάχων στα ορεινά της Πίνδου. Πρώτον, τα περάσματα, δηλαδή οι δίοδοι επικοινωνίας μεταξύ Θεσσαλίας και Ηπείρου (Άρτας, Ιωαννίνων) αλλά και Ακαρνανίας, κατά συνέπεια και οι οχυρές θέσεις του τόπου, ανάμεσα στις οποίες και οι Καλαρρύτες αλλά και άλλες βλαχόφωνες κοινότητες, που ελέγχουν τις χαράδρες των παραποτάμων του Άραχθου. Δεύτερον, τα εκτεταμένα βοσκοτόπια για την ενασχόλησή τους με την κτηνοτροφία.
Μετά την πρώτη ημιμόνιμη εγκατάσταση κατοίκων στους Καλαρρύτες, ο πληθυσμός αυξάνεται με βλαχόφωνους που καταφεύγουν εκεί για να διασωθούν από την τουρκική καταδίωξη από πολλές περιοχές της Ηπείρου και από τη Θεσσαλία. Υπάρχουν ενδείξεις ότι Βλάχοι υπήρχαν εγκατεστημένοι σε σταθερούς οικισμούς, συνδεδεμένοι με την αγροτοκτηνοτροφική ζωή και ενταγμένοι στη Βυζαντινή οικονομική διάρθρωση από τον 12ο και 13ο αιώνα.
Το κτίσιμο, όπως αναφέρεται από τους περιηγητές του 19ου αιώνα, κόστιζε ακριβά λόγω της μεταφοράς της ασβεστολιθικής πέτρας από τα γειτονικά λατομεία και της ξυλείας από τα Πράμαντα και τους Μελισσουργούς. Το ίδιο παρατηρείται και σήμερα, όταν οι κάτοικοι θέλουν να συντηρήσουν, να επισκευάσουν ή να χτίσουν καινούρια σπίτια και όλες οι μεταφορές υλικών γίνονται με ζώα ή από εργάτες.
Η γκρίζα πέτρα είναι το κύριο υλικό δόμησης και τα κυρίαρχο αρχιτεκτονικό στοιχείο των σπιτιών του χωριού. Χρησιμοποιείται άφθονη για την οικοδόμηση των σπιτιών, τις στέγες, τα δάπεδα στα κατώγια, τις αυλόπορτες και τις αυλές, το στρώσιμο στα καλντερίμια, την κατασκευή σκέπαστρων για τις βρύσες. Χαρακτηριστικό γνώρισμα ορισμένων μεγάλων οικιών είναι οι πέτρινες καμάρες στο ισόγειο, που στηρίζουν το όλο οικοδόμημα. Την εξωτερική δωρική όψη της οικίας με την πελεκητή πέτρα και τα ξύλινα σαζάνια, αντισταθμίζουν τα τοξωτά ανοίγματα σε πόρτες και παράθυρα με τα χαρακτηριστικά «κιονόκρανα» εκατέρωθεν.
Τα νερά τρέχουν κάτω από τα τοξωτά γεφυράκια που ενώνονται με τα πέτρινα καλντερίμια, εξασφαλίζοντας έτσι τις μετακινήσεις των κατοίκων και τις μεταφορές.
Η βρύση του Παράσχη (1768) είναι θολωτή με παραδοσιακή αρχιτεκτονική, στεγασμένη με τρούλο. Βρίσκεται δίπλα στην Κασαρία Φασούλα, αρχοντικό κτίριο κει παρασκευαστήριο τυριών στη ΒΔ πλευρά του οικισμού. Η οικογένεια Παράσχη ήταν έμποροι στα Γιάννενα από το 1763, στη Βενετία και το Λιβόρνο (1799-1811).
Γνωστές επίσης είναι: της Γκούρας, του Νέσση δίπλα στην Πλατεία, του Μπαργιάννη, του Μπαζάκη στη θέση Πλάκα, της Τζόρας στην ένωση των δρόμων από Κηπία και Θεσσαλία, στη θέση Κέλλι από τη ΒΔ είσοδο του χωριού, Μπούφου, Φύτρου κοντά στα χαλάσματα του σπιτιού της οικογένειας Βούλγαρη, Πάτη, Τζάμινας στα ΒΔ του χωριού, Μπάλτας και Γκόντρου στην είσοδο από Κηπίνα.
Γνωστές γέφυρες μέσα στον οικισμό υπάρχουν στις θέσεις Μίντζα και Τουρτούρη. Έξω από τον οικισμό αξιόλογη είναι η κρεμαστή γέφυρα Γκόγκου στον Καλαρρύτικο, έργο του Γερμανού μηχανικού Baykman (1935), το γεφύρι της Κουϊάσας, του Τσάλι σε ύψος πάνω από 20 μέτρα στην Κηπίνα προς τον οικισμό Χριστοί Πραμάντων και του Καρλίμπου προς το μοναστήρι Βύλιζα Ματσουκίου.
Δύο μνημεία που μπορεί κανείς να επισκεφθεί είναι η εκκλησία του Αγίου Νικολάου, μέσα στον οικισμό και το μοναστήρι της Κηπίνας, λίγα χιλιόμετρα πριν το χωριό, στο δρόμο που έρχεται από την Άρτα και τα Ιωάννινα.
Εκτός από τους ναούς μπορεί κανείς να επισκεφθεί και ξωκλήσια, όπως:
Του Αγίου Αθανασίου, ΒΔ της κοινότητας
Της Παναγίας, 1400 μέτρα πάνω από το χωριό
Των Αγίων Αναργύρων, ΒΑ στη θέση Λιβάδι, κοντά στο Άβατο
Του Άγιου Χριστόφορου, λίγο πριν την είσοδο του χωριού, στο δρόμο από τα Ιωάννινα και την Άρτα
Της Αγίας Παρασκευής, κάτω από το βουνό Καλόγηρος, σε απόκρημνη θέση μέσα σε μια σπηλιά, σε υψόμετρο 1750 μ.
Του Προφήτη Ηλία, σε υψόμετρο 1690 μ.
Της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, ΒΑ της κοινότητας
Το επάγγελμα που πραγματικά διέπρεψαν οι Καλαρρυτινοί είναι αυτό του αργυροχρυσοχόου. Οι Γιαννιώτες έμποροι τους προμήθευαν τις πρώτες ύλες σε χρυσό και ασήμι, τις οποίες εισήγαγαν από τη Νάπολη και τη Βενετία. Επεξεργάστηκαν το ασήμι με πρωτοτυπία και δεξιοτεχνία. Στα εργαστήριά τους κατασκευάστηκαν τα πιο περίτεχνα ασημουργικά εκκλησιαστικά και κοσμικά καλλιτεχνήματα του 18ου αιώνα.
Το κύριο επάγγελμα του πληθυσμού στους ορεινούς όγκους των Τζουμέρκων ήταν και είναι αυτό του κτηνοτρόφου. Οι Καλαρρύτες, λόγω της γεωγραφικής τους θέσης, είναι ιδεώδης περιοχή για νομαδική κτηνοτροφία. Οι κτηνοτρόφοι μετακινούνται κάθε χρόνο από τους απέραντους ορεινούς θερινούς βοσκότοπους, στα χειμαδιά.
Στους Καλαρρύτες, το μαλλί χρησιμοποιήθηκε ως πρώτη ύλη για την κατασκευή ειδών ρουχισμού. Οι γυναίκες ύφαιναν στον αργαλειό όλα τα υφάσματα για τα καθημερινά ρούχα και τα κλινοσκεπάσματα με ποικιλία χρωμάτων (κόκκινο, ώχρα, μπλε), που έβαφαν μόνες τους βουτώντας τα νήματα σε φυτικές βαφές, δημιοργημένες από ποικιλίες ντόπιων φυτών. Το αποτέλεσμα ήταν να μετατραπεί από οικιακή κυρίως τέχνη σε βιοτεχνία και να γίνει η κοινότητα κέντρο παραγωγής μάλλινων ειδών ρουχισμού, υφασμάτων και ταπήτων (φλοκάτες).
Οι τερζήδες (χρυσοκεντητάδες) κεντούσαν τις ενδυμασίες Ελλήνων και Τουρκαλβανών με δεξιοτεχνία και υπομονή, χρησιμοποιώντας χρυσοκλωστές (τιρτίρια). Οι οικονομικές συνθήκες στην κοινότητα επέτρεψαν να αναπτυχθεί μια ανθούσα βιοτεχνία για δύο περίπου αιώνες.
Πρώτο εμπορικό προϊόν ήταν το μάλλινο ύφασμα για κάπες, προϊόν γνώριμο για διακίνηση, αφού η βιοτεχνική παραγωγή γινόταν στη γενέτειρά τους και το εμπορευόταν αποκλειστική Καλαρρυτινοί έμποροι.
Για τη διεξαγωγή του διαμετακομιστικού εμπορίου αλλά και τη διακίνηση των ανθρώπων, αναπτύχθηκε από τον 18ο μέχρι και τον 20ό αιώνα, η τάξη των αγωγιατών, κατοίκων που διέθεταν ζώα για μεταφορές και δεν είχαν οικονομικά κεφάλαια
Οι γυναικείες και ανδρικές καθημερινές φορεσιές χαρακτηρίζονται από τη λιτότητα των υφασμάτων και την απλότητα του διάκοσμου. Τα μόνα διακοσμητικά στοιχεία είναι τα κεντήματα της ποδιάς, του κεφαλόδεσμου και του σιγκουνιού.
Η καθημερινή γυναικεία φορεσιά αποτελείται από μάλλινη φούστα ή αμάνικο φόρεμα με κέντημα στον ποδόγυρο, μάλλινη ποδιά υφασμένη στον αργαλειό, κοντή ζακέτα (μπολκάκι), μάλλινες κάλτσες και τσαρούχια. Η ηλικία καθόριζε το χρώμα της φούστας : κρεμεζί στον ποδόγυρο για τις νέες, ανοιχτό μπλε για τις μέσης ηλικίας και σκούρο μπλε με τελείωμα βελούδο για τις ηλικιωμένες.
Τα πανηγύρια του οικισμού είναι :
Της Ζωοδόχου Πηγής στην Κηπίνα. Το μοναστήρι γιορτάζει και μετά τη λειτουργία ακολουθεί πανηγύρι με παραδοσιακή μουσική. Συγκεντρώνονται πολλοί κάτοικοι από τα χωριά των Τζουμέρκων.
Της Αγίας Παρασκευής (26 Ιουλίου). Ο ναΐσκος βρίσκεται 6 χιλιόμετρα έξω από το χωριό, σε μια σπηλιά σε υψόμετρο 1750 μέτρων. Μετά τη λειτουργία ακολουθεί γλέντι στην περιοχή Λιβάδι. Το βράδυ της ίδιας μέρας το πανηγύρι μεταφέρεται στην πλατεία του χωριού, όπου συνεχίζεται και την επόμενη μέρα με τη γιορτή του Αγίου Παντελεήμονα.
Κοίμηση της Θεοτόκου (15 Αυγούστου). Η λειτουργία γίνεται στο ναό του Αγίου Νικολάου. Το βράδυ στην κεντρική πλατεία γίνεται μεγάλο πανηγύρι, όπου συγκεντρώνονται κάτοικοι όμορων κοινοτήτων από όλα τα χωριά των Τζουμέρκων, αλλά και από τα Ιωάννινα, τη Θεσσαλία και την Αθήνα. Την επομένη, στις 16 Αυγούστου γίνεται λειτουργία και αρτοκλασία στο εξωκκλήσι της Παναγίας και ακολουθεί για δεύτερη μέρα το πανηγύρι στην κεντρική πλατεία.
Του Αγίου Νικολάου (6 Δεκεμβρίου). Στη γιορτή του Αγίου Νικολάου γίνεται λειτουργία στο ναό (εσπερινός, αρτοκλασία, λειτουργία).
Στο χωριό δραστηριοποιείται ο αρκετά ενεργός Πολιτιστικός Σύλλογος Καλαρρυτών τον οποίο θα σας παρουσιάσουμε σε επόμενα άρθρα.
One thought on “Καλαρρύτες, ο πανέμορφος οικισμός της Ηπείρου”