Η “χάσκα” είναι αποκριάτικο έθιμο που συναντάτε ευρέως σε πολλά χωριά της Ελλάδας την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς
Λαμβάνει χώρα στο αποχαιρετιστήριο δείπνο της Αποκριάς και γίνεται με τους σχετικούς αστεϊσμούς. «Με αβγό κλείνω το στόμα το βράδυ της Αποκριάς, με αβγό το ανοίγω το βράδυ της Ανάστασης» λένε εννοώντας ότι το πρώτο φαγητό μετά τη Σαρακοστή θα είναι το πασχαλιάτικο αβγό.
Θεωρούσαν καλό να «βουλώσουν» το στόμα τους με αβγό και να το «ξεβουλώσουν» το Πάσχα πάλι με αβγό. Σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας διατηρούν το έθιμο για να έχουν πλούσια σοδειά στη βρύζα και το στάρι.
Πώς γίνεται
Για την αναβίωση του εθίμου χρειάζονται τρία πράγματα. Ένα βρασμένο και ξεφλουδισμένο αβγό, ένα μακρύ ξύλο (ο πλάστης, που η νοικοκυρά ανοίγει τα φύλλα της πίτας, είναι ιδανικός) και μία κλωστή (σπάγκος) περίπου ένα μέτρο. Το ένα άκρο της κλωστής δένεται στον «πλάστη» ενώ στην άλλη δένεται το αβγό.
Σύμφωνα με το έθιμο όλη η οικογένεια κάθεται σε θέση οκλαδόν γύρω από τον γεροντότερο (παππού ή γιαγιά) που μένει όρθιος στη μέση του κύκλου. Ο παππούς κουνά σαν εκκρεμές το αβγό μπροστά από τα στόματα μικρών και μεγάλων, που προσπαθούν να πιάσουν, να αρπάξουν, να «χάψουν» το αβγό χωρίς να χρησιμοποιήσουν τα χέρια τους που συνήθως είναι «δεμένα» στο πίσω μέρος του σώματος.
Η διαδικασία του εθίμου είναι διασκεδαστική γιατί δεν είναι εύκολο να πιάσει κάποιος το αβγό. Όποιος το «χάψει» θεωρείται ο τυχερός και εκτός του ότι τρώει το αβγό παίρνει και επί πλέον ένα έπαθλο.
Στο τέλος ζητούσαν συγχώρεση ο ένας από τον άλλον και οι μικρότεροι ασπάζονταν τα χέρια των μεγαλύτερων της οικογένειας (παππούς ,πατέρας ,νονός) και εύχονταν καλή σαρακοστή και καλή Ανάσταση.
Σύμβολο
Αξιοπρόσεκτη στο έθιμο είναι για μια ακόμη φορά η χρήση του αβγού. Σε πολλούς λαούς το αβγό αποτελεί το σύμβολο της ζωής και της δημιουργίας. Από το αβγό αρχίζει μια νέα ζωή.
Σε ορισμένα μέρη της πατρίδα μας, το βράδυ της τελευταίας ημέρας της Αποκριάς κυλούν πάνω στο τραπέζι ένα αβγό ευχόμενοι «όπως κυλάει το αβγό να κυλίσει εύκολα και η Σαρακοστή».
*Η λέξη «χάσκα», προέρχεται από το ρήμα χάσκω = ανοίγω υπερβολικά το στόμα.