Φωτό: Η συγκεκριμένη φωτογραφία τραβήχθηκε το 1937 στο Λευκώνα Σερρών και σύμφωνα με πληροφορίες είναι στο γάμο του Γιάννη Καραθανάση με την Στεργιανή Τσερμεντζέλη . Είναι οι ¨φουρτάτς¨ – μπρατίμια – του γαμπρού , όλοι τους Αβδελλιώτες με καταγωγή απο τα Καλύβια του Λαϊλιά και το Χιονοχώρι.Χαρακτηριστική η φουστανέλα που φορούν, νεωτερισμός της δεκαετίας του 20, σε αντικατάσταση του τσιπουνιού.
Τραγούδι από την διασπορά των Γραμμουστιάνων στη νότια Βουλγαρία. Μην ξεχνάμε οτι την εποχή εκείνη τα σύνορα των χωρών της Βαλκανικής δεν είχαν το “στεγανό” της σημερινής εποχής.Αναφέρεται στον καλυβικό οικισμό του Μπάτσεβο, ο οποίος βρισκόταν στην περιοχή της Ροδόπης (Μπατάκ) στη σημερινή νότια Βουλγαρία. Οι Βλάχοι του συγκεκριμένου καλυβικού οικισμού ήταν κυρίως Γραμμουστιάνοι και ορισμένες οικογένειες Αβδελλιωτών.
Άνλου ατσέλ ντι τ’ πόλιμ (Η χρονιά εκείνη του πολέμου)
Του άνλου ατσέλ, μόι, ντι τ’ μιντατούρᾶ, λελε
(Την χρονιά εκείνη, μωρέ, της ανακατωσούρας),
Τσι σ’ φεάτσι ν’ Μπάτσιοβα χοάρα
(Που έγινε στο χωριό Μπάτσιοβα),
Σ’ αντουνάρᾶ, μόι, κάιλιι τουτς, άι λελε
(Συγκεντρώθηκαν, μωρέ, τα άλογα όλα).
Κάιλιι τουτς λιά κου γίνγκιτς ίνσι
(Τα άλογα όλα βρε με είκοσι άτομα),
Γίνγκιτς ίνσι, μόι, τουτς λάι τζιόνιι, λελε
(Είκοσι άτομα, μωρέ, όλοι βρε παλικάρια).
Σ’ αβεά σ’ ντόι λιά ισουσίτς, λελε
(Και είχε και δυο βρε αρραβωνιασμένους),
‘Ει λάι νου ι αντριμπάρᾶ, λελε
(Αυτούς βρε δεν τους ρώτησαν),
Πι παμπόρε, μόι, σ’ αλινάρᾶ, λελε
(Σε βαπόρι, μωρέ, ανέβηκαν),
Του πόλιμ, μόι, λιι πιτρικούρᾶ, λελε
(Στον πόλεμο, μωρέ, τους έστειλαν).
Ακολουθεί βίντεο από το YouTube με βλαχόφωνο τραγούδι της Πέστερας και του Ντόρκοβο της νότιας Βουλγαρίας.
Μπατσεβιάνοι Βλάχοι βρε, έβαλαν φωτιά στο δάσος.
Όταν έκαιγαν βρε δεν σκεφτόταν.
Όταν έφυγαν βρε δεν χάρηκαν.
Έμειναν βρε μέχρι τον Φεβρουάριο,
μέχρι τον Φεβρουάριο, στις γέννες.
Το τραγούδι αναφέρεται σ ένα αληθινό περιστατικό που συνέβη στον καλυβικό οικισμό του Μπάτσεβο στην περιοχή της Ροδόπης (Μπατάκ) στη σημερινή νότια Βουλγαρία.
Οι Βλάχοι του συγκεκριμένου καλυβικού οικισμού έβαλαν φωτιά στο δάσος για να εξασφαλίσουν μεγαλύτερα βοσκοτόπια και τους περικύκλωσε οπότε έμειναν στη μέση μη μπορώντας να φύγουν. Έτσι, εκείνη την χρονιά δεν μπόρεσαν να επιστρέψουν στα χειμαδιά του Αγ. Δημητρίου, όπως έκαναν πάντα, και οι φωτιές έσβησαν όταν άρχισε η χειμερινή κακοκαιρία. Όμως, τους πρόλαβαν οι γέννες κι έμειναν εκεί ως τον Φεβρουάριο. Οι Βλάχοι του Μπάτσεβο ξεχειμώνιαζαν, σύμφωνα με μαρτυρίες ηλικιωμένων, στις περιοχές Καβάλας, Ξάνθης, μέχρι και την Αδριανούπολη της Αν. Θράκης.
Ο Αστέριος Κουκούδης σχετικά με την διασπορά των Γραμμουστιάνων αναφέρει:
Μία άλλη ομάδα εγκαταστάσεων δημιουργήθηκε στη Ροδόπη, σε εδάφη, που μετά τη χάραξη των συνόρων (1878), βρέθηκαν άλλες στο οθωμανικό έδαφος και άλλες στο έδαφος της Ανατολικής Ρωμυλίας. Στο έδαφος της Ανατολικής Ρωμυλίας βρίσκονταν η Πίζντιτσα, το Καρτάλι του Γιάνκου, το Τσακμάκ, η Κρίβα Ρέκα, το Ζάλτι Καμέν, τα Καλύβια του Κοστάντοβου και ο μεγαλύτερος από αυτούς τους οικισμούς η Μπακίτσα ή Κούρτοβα. Οι Γραμμουστιάνοι αυτής της ομάδας επικράτησε να είναι γνωστοί ως Κουτρουβιάνοι. Σύμφωνα με τις καταγραφές του G. Weigand, λίγο πριν το 1907, οι εγκαταστάσεις αυτές αριθμούσαν συλλογικά 305 περίπου καλύβες και ίσως πολύ περισσότερες από 2.000 ψυχές. Στο οθωμανικό έδαφος, γραμμουστιάνικες καλυβικές εγκαταστάσεις αναπτύχθηκαν στις θέσεις Καραμάντρα και Σουφαντερέ, αλλά και δίπλα στους οικισμούς της Μπελίτσα, της Γκόλντοβα, του Νεντομπάρσκο, της Ντράγκλιστα, της Γκιακορούντα, του Μπάτσεβο και στην κωμόπολη του Ραζλόγκ – Μαχομία.
Οι Γραμμουστιάνοι αυτής της ομάδας επικράτησε να ονομάζονται Ραζλουκιάνοι. Σύμφωνα με στατιστική των ελληνικών προξενικών αρχών, γύρω στο 1906, η ομάδα αυτή αριθμούσε γύρω στις 2.000 ψυχές.
Πηγή : Αναρτημένα στο διαδίκτυο