«Παίρνειν ο Μάρτης δώδεκα κι Απρίλης δεκαπέντε…»
…. και το ταξίδι επιστροφής στα Βλαχοχώρια ετοιμάζεται.
Από αρχές του Μάη και για έξη μήνες οι Βλάχοι που, λόγω μεγάλου υψομέτρου αναγκάζονταν να κατεβούν στα χειμαδιά, γυρίζουν με τα κοπάδια τους στις αγαπημένες τους αετοφωλιές, εκεί όπου αισθάνονται μόνιμοι, αισθάνονται στο σπίτι τους. Το αντάμωμα όλων των συγχωριανών στον τόπο τους, ήταν και είναι ένα πανηγύρι χαράς και ευφορίας.
Τα παλιά χρόνια και μέχρι το 1960 περίπου, η ζωή στο χωριό δεν σήμαινε ούτε παραθέριση ούτε σχόλη. Σήμαινε και εκεί σκληρή δουλειά για όλους. Οι άνδρες κτηνοτρόφοι είχαν την φροντίδα των κοπαδιών τους -βοσκή, άρμεγμα, αξιοποίηση του γάλατος- κάποιοι μικροεπαγγελματίες τις δικές τους. Ναι, ήταν μήνες με πανηγύρια, γλέντια, συναναστροφές γλυκές με συγγενείς και φίλους που παραχείμαζαν σε άλλο τόπο, ήταν όμως και μήνες δουλειάς.
Για τις γυναίκες, τις περισσότερες, το εικοσιτετράωρο δεν έφτανε γιατί εκτός από την καθημερινότητα που ήταν δύσκολη έπρεπε να τελειώσουν και κάποιες χειρονακτικές εργασίες για τις οποίες σήμερα φροντίζει η βιομηχανία.
Στις καθημερινές δουλειές εκτός από το μαγείρεμα και το συγύρισμα του σπιτιού έμπαιναν και κάποιες ιδιαίτερες φροντίδες, είτε ξεχασμένες εντελώς σήμερα, είτε ίδιες, αλλά με εύκολο τρόπο καμωμένες, ελέω των αγαθών της τεχνολογίας .
Πρωί –πρωί η καλή νοικοκυρά έπρεπε να περιποιηθεί τις λαμπογυάλια της, τα μαυρισμένα από το προηγούμενο βράδυ. Να τα πλύνει καλά και να τα σκουπίσει με επιμέλεια, συνήθως με ένα πανί τυλιγμένο σε ένα αδράχτι. Μετά να βάλει στη φωτιά-φωτιά με την πραγματική σημασία της λέξης –το φαγητό, που αν ήταν όσπριο ή κρέας ήθελε ώρες για να βράσει. Και να βάλει τέτοια ποσότητα ώστε να μη περισσέψει το βράδυ μια και ο μόνος τρόπος φύλαξης από τις μύγες, τουλάχιστον, ήταν το φανάρι. Τα κατσαρολικά που δεν ήταν βέβαια ανοξείδωτα είχαν και αυτά τη φροντίδα της. Να πλυθούν και να τριφτούν καλά με στάχτη και ξίδι ή αλάτι, το ίδιο και τα μαχαιροπήρουνα.
Χρονοβόρα και βαριά δουλειά η πλύση. Οι περισσότερες γυναίκες προτιμούσαν για το βδομαδιάτικο πλύσιμο το ποτάμι, γιατί με αυτόν τον τρόπο γλίτωναν το κουβάλημα του νερού από τη βρύση. Λίγη ήταν η ωφέλεια καθώς έπρεπε να μεταφερθεί το καζάνι, η κουπάνα και όλα τα ρούχα ,τα ξύλα και ο κόπανος για το χτύπημα των μάλλινων. Αφού έλουζαν τα παιδιά τους άπλωναν τα ρούχα στους παρακείμενους θάμνους και περιμένοντας να στεγνώσουν, κουβέντιαζαν, τραγουδούσαν, χαριεντίζονταν. Το σιδέρωμα δεν ήταν πιο εύκολη δουλειά. Για τη νέα νοικοκυρά ήταν ισορροπία σε τεντωμένο σχοινί. Αυτό το γραφικό μουσειακό αντικείμενο σήμερα, το σίδερο με κάρβουνα, ήταν ένα φοβερό εργαλείο που πότε έκαιγε πολύ, πότε καθόλου και που για να ξαναζεσταθεί ήθελε δεκάδες κουνήματα και φυσήματα ….ένα παίδεμα εν ολίγοις .
Ενώ το βράσιμο του φαγητού ήθελε φωτιά με ξύλα, για μια καλή πίτα ή γιουβέτσι προτιμούσαν τη γάστρα, ένα ξεχασμένο αντικείμενο που άφησε σε όλους θεσπέσιες αναμνήσεις γευστικές!
Το κάψιμο της γάστρας ήθελε μαεστρία και δύναμη και ήταν μια ακόμα ταλαιπωρία για την έτσι και αλλιώς ταλαίπωρη νοικοκυρά .
Στις εβδομαδιαίες φροντίδες και το ζύμωμα. Ένα πλήρες μεροκάματο αφού εκτός από το ψωμί μιας πολυμελούς συνήθως οικογένειας, είχαν να ετοιμάσουν και ψωμί για τους ξενομερίτες τσοπάνους και γκουμούλια για τα σκυλιά του κοπαδιού.
Φούρναρης και πάλι η γυναίκα στον οικογενειακό ή τον γειτονικό φούρνο. Μια πολύ δύσκολη δουλειά για κείνην που την έκανε, μα τόσο όμορφη εικόνα για όποιον την παρακολουθούσε.
Τα επιδέξια χέρια με ανασηκωμένα τα μανίκια έσβηναν την κάψα του φούρνου με βρεγμένο πανί δεμένο σε κοντάρι ,χάραζαν τα καρβέλια γρήγορα και με τάξη τα τοποθετούσαν στο φούρνο για να χωρέσουν πολλά’ και στην άκρη κοντά στη χόβολη που την είχαν τραβήξει έξω έψηναν ζυμάρι σε πιτούλες λεπτές ταργανές (πεταχτές)για το κολατσιό των παιδιών τους .
Άλλη φροντίδα το ψήσιμο του καφέ-μίγμα καφέ με κριθάρι- σε ειδικό καβουρντιστήρι που κυκλοφορούσε από σπίτι σε σπίτι. Ζεστοί ψημένοι οι κόκκοι έμπαιναν σε πέτρινο τουμπέκι για να κοπανιστούν. Μπορούμε να φανταστούμε πόση δύναμη (δεν ήταν και όλες μπρατσομένες) και υπομονή απαιτούνταν για να μετατραπούν οι κόκκοι σε σκόνη. Το ίδιο και το ρυζάλευρο, απαραίτητη τροφή για τα βρέφη. Στις τακτικές δουλειές και το ασβέστωμα, το φτιάξιμο των φρυδιών στις πλάκες του κατωγιού και το παλάμισμα του χωμάτινου δαπέδου του ισογείου των σπιτιών.
Και επί πλέον αποκλειστική ευθύνη του γυναικείου δυναμικού της οικογένειας, το μεγάλωμα και η διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Γιατί οι άνδρες συνήθως έλλειπαν στις στάνες ή σε ταξίδια (οι αγωγιάτες) αλλά και γιατί αυτή ήταν η εποχή!.
Δεν τελειώνει όμως εδώ ο «κατάλογος». Το καλοκαίρι η γυναίκα είχε να νοιαστεί και για το χειμωνιάτικο εξάμηνο. Να ξεράνει κορόμηλα και δαμάσκηνα για το χοσάφι, να μαζέψει το τσάι για όλο το χρόνο, να ετοιμάσει τις χυλοπίτες και τον τραχανά για μήνες, τώρα που το γάλα ήταν κατάλληλο και ο καιρός βολικός για το στέγνωμα. Για το στέγνωμα των φύλλων που άνοιγαν από το ζυμάρι επιστρατεύονταν όλα τα τραπέζια, τα ντιβάνια , τα γιούκια και αυτοσχέδιοι πάγκοι στις αυλές.
Και τέλος η κύρια ασχολία των Βλάχων γυναικών. Η επεξεργασία του μαλλιού. Όλες δούλευαν το μαλλί για τις ανάγκες του νοικοκυριού τους-βελέντζες, χράμια, ρούχα δικά τους και των ανδρών προίκες των κοριτσιών. Για πολλές όμως οικογένειες ήταν είτε η κύρια πηγή εισοδήματος( χήρες συνήθως) ή συμπληρωματικό. Η οικιακή βιοτεχνία άνθιζε στα Βλαχοχώρια και τα πανέμορφα υφαντά οι πολύχρωμες βελέντζες πουλιούνταν στα μεγάλα παζάρια του κάμπου. Αυτή η ασχολία αποτέλεσε αργότερα τη βάση της βιομηχανίας κουβερτών και χαλιών.
Ώσπου να φτάσει το μαλλί στη μορφή ειδών οικιακής χρήσης περνούσε από διάφορα στάδια που απαιτούσαν πολύ χρόνο, πολύ κόπο, πολλά χέρια και νυχτέρια. Το μαλλί μετά το κούρεμα που γίνονταν στα τέλη Απριλίου, έπρεπε να πλυθεί με ζεστό νερό για να φύγει η ¨σαριά¨. Να αφαιρεθεί με το χέρι το τσιμπούρι, να πάει στο λαναριστήριο. Για μικρές ποσότητες υπήρχε εργαλείο που έξανε το μαλλί με το ευλογημένο πάλι χέρι της γυναίκας. Ένα εργαλείο που μόνο σε μουσεία μπορεί να το συναντήσει κανείς .
Το λαναρισμένο μαλλί γνέθονταν σε νήμα με τη ρόκα και το αδράχτι . Γραφική φιγούρα η Βλάχα με την παραδοσιακή της φορεσιά στόλιζε τις αυλές και τις αυλόπορτες όπου με αυτή τη εργασία μπορούσε να κάνει και σεργιάνι. Επίσης με το τσικρίκι. Μια διαδικασία που ήθελε τέχνη και γερά χέρια ήταν το ίδιασμα, το καλό τέντωμα και το μέτρημα του στημονιού για να περαστεί στον αργαλειό. Ακολουθούσε η βαφή των νημάτων με τις ανεξίτηλες φυσικές βαφές ριζάρι, λουλάκι, κρεμέζι, κρόκο .
Όλη η ετοιμασία του μαλλιού για τον αργαλειό απαιτούσε πολλές εργατοώρες με μόνη απόλαυση αν μπορεί να το ονομάσει κανείς έτσι την ομαδική δουλειά. Η έννοια της μοναχικής δουλειάς ίσως εύρισκε την σημασία της στον αργαλειό. Εκεί η μοναξιά αντιμετωπίζονταν με τραγούδι στους χτύπους του. Τελευταία φάση η νεροτριβή (ντριστέλα) όπου αναπτύσσονταν το χνούδι. Εκεί τελείωνε το έργο αυτής της μικρής οικιακής βιοτεχνίας στην οποία μηχανήματα ήταν και τα μπράτσα των γυναικών .
Και δεν ήταν μόνον αυτά. Πολλές γυναίκες φρόντιζαν για το κόψιμο των ξύλων και το κουβάλημά τους από το δάσος και το μάζεμα κουκουναριών, καύσιμες ύλες στο τζάκι, στη γάστρα, στον φούρνο στην εστία μαγειρέματος.
Προς το τέλος του καλοκαιριού έρχονταν το πλύσιμο των στρωσιδιών στην ντριστέλα, ώστε να φύγουν καθαρά για τα χειμαδιά. Κάποιες γυναίκες πήγαιναν και στα πρόβατα για βοήθεια ή να μεταφέρουν ψωμί στους άνδρες «πάω ψωμί στον άνδρα μου, τσαρούχια στον τσοπάνο» λέει το δημοτικό τραγούδι. Και ήταν από αυτή τη γενιά οι γυναίκες που ζαλωμένες μετέφεραν τρόφιμα και πυρομαχικά στον στρατό μας στα παγωμένα βουνά.
Αυτή ήταν η ζωή της γυναίκας –νοικοκυράς, της γυναίκας μάνας, της γυναίκας εργαζόμενης δίχως μισθό, της γιαγιάς μας, της προγιαγιάς μας Η ζωή γυναικών με ατσαλένιο κορμί και γρανιτένια ψυχή, γυναικών που τους αξίζει να τις θυμόμαστε, να τις μνημονεύουμε αποτίωντας τον ελάχιστο φόρο τιμής στην προσφορά τους. Γιατί αγωνίστηκαν χωρίς πληρωμή και δεν ξέρουμε- αμφιβάλλουμε- αν έζησαν αυτό που σήμερα λέμε ζωή .
Κατερίνα Τσιάνα, συγγραφέας –Αβδέλλα
Οι φωτογραφίες από τα λευκώματα των Κώστα Μπαλάφα και Τάκη Τλούπα και από το διαδίκτυο