της Κατερίνας Τσιάνα
Βίνιι ίαρνα σι κου πλόιλι
Φουγκ’ ου Αρμ’νι λι …… Φουγκ΄ου κου όι λι
Φουγκ’ου ντιπάρτε …… Τρας ιαρνιάτζ’α !
Οι δύσκολες καιρικές συνθήκες των ορεινών χωριών, τον χειμώνα, ανάγκαζαν τους Βλάχους να μετακομίζουν σε φιλικότερες περιοχές για τα ζώα τους κυρίως.
Κριτήριο για την επιλογή τόπου ξεχειμωνιάσματος ήταν το καλό λιβάδι που σήμαινε άφθονη τροφή για τα πρόβατα.
Στα χειμαδιά που έμεναν περί τους έξη μήνες, οι ημέρες φάνταζαν ατελείωτες. Είχαν αφήσει τα σπίτια τους τα καλά στο έλεος των ανέμων των καταιγίδων και του χιονιού. Ο νους τους η ψυχή τους έμενε σκαρφαλωμένη στις πευκόφυτες πλαγιές, στα γάργαρα νερά, στις περήφανες κορφές των βουνών. Των δικών τους βουνών.
Ο ερχομός της άνοιξης, η πρώτη καλοκαιρία, το πρώτο γλυκό αεράκι έδινε το σύνθημα για την αντίστροφη πορεία. Την επιστροφή στα αγαπημένα τους χωριά, στην μόνιμη εστία. Ένας γλυκός πανικός συνέπαιρνε μικρούς και μεγάλους. ‘Ένας πυρετός, μια αναστάτωση, που όποιος δεν την έζησε αδυνατεί ίσως να την κατανοήσει, δραστηριοποιούσε όλα τα μέλη της οικογένειας και των Βλαχομαχαλάδων. Γίνονταν συνεννοήσεις για ομαδική αναχώρηση, για αλληλοβοήθεια, απαραίτητα για την ασφάλεια στους δύσκολους καιρούς των ταραχών, των πολέμων των ανακατατάξεων των συνόρων .
Όριζαν την ημέρα της αναχώρησης και η προσπάθεια να μην ξεχαστεί τίποτα, η βιασύνη «να φύγουμε…φεύγουμε» έδινε έναν ιδιαίτερο ρυθμό στα σπίτια και στις γειτονιές .
Είχαν κουρευτεί τα πρόβατα και είχαν πουληθεί τα μαλλιά ένα από τα τρία προϊόντα της κτηνοτροφίας. Οι νοικοκυρές είχαν πλύνει και τις ποσότητες μαλλιών που θα δούλευαν όλο το καλοκαίρι
Τις τελευταίες μέρες οι ετοιμασίες στο μαντρί και στο σπίτι στο φόρτε. Έπεφταν κάτω τα γιούκια για να μπουν στα χαράλια, τα παιδιά εκμεταλλευόμενα αυτή την αναμπουμπούλα τσαλαβουτούσαν στο βουνό από τα πολύχρωμα και αφράτα υφαντά προσθέτοντας τη δική τους χαρά και ανυπομονησία σε εκείνη των γονιών. Αυτή η συμπεριφορά δεν ήταν παρά η έκφραση της αδημονίας τους να ξεκινήσουν για το τόπο των ατέλειωτων παιχνιδιών, στα λιβάδια, στα ρέματα, της απόλυτης ελευθερίας εκεί όπου κανείς δεν φοβόταν κανέναν και τίποτα . . Η ανάγκη να ανταμώσουν με φίλους και ξαδέρφια που παραχείμαζαν σε άλλο τόπ, επιτακτική….
Το βάρος της ετοιμασίας για την αναχώρηση έπεφτε στις πλάτες των γυναικών της κάθε οικογένειας. Πεθερά, νύφες, μάνα και κόρες, θείες ανύπαντρες ή χήρες στον αγώνα. Εκτός από τα ρούχα και τα στρωσίδια που θα πήγαιναν στο χωριό είχαν να φροντίσουν για τα εφόδια τα απαραίτητα στο ταξίδι. Αλλαξιές, σκεύη για το πρόχειρο μαγείρεμα, τροφή για τα μωρά, φάρμακα. Και οι προίκες των κοριτσιών. Άστατες εποχές. Μπορούσαν να χαθούν .
Η παραμονή ήταν η πιο κουραστική. Να ζυμώσουν και να ψήσουν ψωμί για επτα –οκτώ μέρες, τόσο κρατούσε το ταξίδι πριν γίνουν οι δρόμοι , γκουμούλια για τα σκυλιά ,πίτες ,κεφτέδες …

Στα μαντριά η ίδια αναστάτωση. Ξεκινούσαν όλοι μαζί. Οι οικογένειες ακολουθούσαν τα κοπάδια σε αυτή την πορεία την κουραστική μα γοητευτική –για τα δικά μας μάτια σήμερα- προς τον τόπο τους, στα χωριά τους που τα άφηναν στο έλεος του καιρού όλο το χειμώνα.
Η πολυπόθητη ημέρα ξημέρωνε! Μετά το πρώτο άρμεγμα η αναχώρηση του κοπαδιού. Φορτώνονταν στα μουλάρια τα καρδάρια, οι ματαράδες με το γάλα, τα γκιούμια, τα καζάνια για το πήξιμο και έπαιρναν τη στράτα.
Στα σπίτια μετά τον πρωινό τραχανά το φόρτωμα. Χαράλια, ντέγκια καλοδεμενα ανά δυο στο ζώο, με τρόπο που να μπορεί να καβαλικέψει ένα άτομο. Οι γυναίκες φυσικά καβαλίκευαν στο πλάι. Πάνω στο σαμάρι έριχναν μια βελέντζα στείρα. Κάθε νοικοκυρά φρόντιζε με μεράκι να κρατά όμορφα φανταχτερά σκεπάσματα για να τα χρησιμοποιήσει όταν θα έφταναν στο χωριό. Κάποιες θα είχαν προηγηθεί και θα τους προϋπαντούσαν όταν θα έφταναν και θα ξεκαβαλίκευαν .
Αντάμωναν με τα κοπάδια για να συνεχίσουν όλοι μαζί . Μακρύς ο δρόμος! Ανάλογα με την απόσταση διαρκούσε από επτά ως και δέκα ημέρες. Ημέρες κατά τις οποίες τα ζώα και οι συνοδοί τους, οι οικογένειες των κτηνοτρόφων ήταν «ενώπιος ενωπίω» με τα δώρα της φύσης – ηλιόλουστα πρωινά, αστραφτερός ήλιος σε καταγάλανο ουρανό, χρώματα και αρώματα της ανοιξιάτικης υπαίθρου, φεγγαρόφωτες νύχτες , υπέροχα ηλιοβασιλέματα – αλλά και με τα στοιχειά της: βροχές, μπόρες, ανοιξιάτικα χαλάζι , κεραυνούς ,φουσκωμένα ποτάμια, λάσπες
Την άνοιξη που ο καιρός ήταν ζεστός έκανα συνήθως δυο στάσεις . Μία κατά τις ένδεκα για φαγητό και πότισμα τα ζώα. Νωρίς το απόγευμα έβγαιναν πάλι στις βλαχόστρατες –απομεινάρια τους υπάρχουν ακόμα σε κάποια σημεία –για να αράξουν και πάλι πριν βραδιάσει. Οι σταθμοί για κάθε διαδρομή ήταν προκαθορισμένοι όπως και όλη η στράτα. Κριτήριο επιλογής η πρόσβαση σε νερό και η ασφάλεια. Η βραδινή στάση είχε κάποιες δυσκολίες. Εκτός από την ετοιμασία του κυρίως γεύματος που εκ των πραγμάτων ήταν κουραστική, έπρεπε να στήσουν και σκηνές –τσαντήρες –για τα γυναικόπαιδα και τους γέρους. Να διατηρήσουν τη φωτιά ζωντανή όλη νύχτα για ζεστασιά αλλά και για να απομακρύνονται τα ζώα της υπαίθρου. Να φυλάξουν βάρδιες για το φόβο ζώων αλλά και ανθρώπων. Οι ληστές και οι ανώμαλες καταστάσεις μεγάλωναν το αίσθημα ανασφάλειας .
‘Αγρια χρόνια που εμείς τα ατενίζουμε σαν μαγικά αφού από τις διηγήσεις κρατάμε μόνο τη γοητεία της περιπέτειας. Σε αυτές τις μέρες μπορούσαν να συμβούν πολλά. Να χαθούν άνθρωποι αλλά και να γεννηθούν. Όλα ήταν πιθανά και οι πρόγονοί μας είχαν ζυμωθεί από παιδιά και ήξεραν με ψυχραιμία να τα αντιμετωπίζουν. Ήταν έτοιμοι για όλα.
Το πέρασμα των Βλάχων από τις βλαχόστρατες φαίνεται πως άφησε το στίγμα του. Τα κυπριά των γκισεμιών, τα γαυγίσματα των τσομπανόσκυλων, τα βελάσματα των προβάτων και τα τραγούδια τα κυρατζίδικα δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα ειδυλλιακή, προσφιλή στους κατοίκους των χωριών, οι οποίοι αντιμετώπιζαν αυτή την πορεία προς τα βουνά σαν το γεγονός που έσπαζε τη ρουτίνα τους και σηματοδοτούσε τον ερχομό της άνοιξης .

Μπορούμε να φανταστούμε τα συναισθήματα των προγόνων μας όταν κόντευαν στη γη της επαγγελίας γι αυτούς. Στον τόπο ανάπαυσης των δικών τους, στη γλυκιά τους σιγουριά .
Τελευταίες στροφές, τελευταίες ανηφοριές. Η αδημονία στο κατακόρυφο. Όλων, κυρίως των παιδιών. Αδημονία που στεγνώνει το στόμα, ανεβάζει τους παλμούς . Αγωνία που κάνει την απόσταση να φαίνεται μεγαλύτερη, να νοιώθεις πως ο δρόμος δεν τελειώνει πως το χωριό, ο γλυκός προορισμός σε εμπαίζει και απομακρύνεται .
Τι απόλαυση επιτέλους να ξεπροβάλλει το χωριό. Στραφταλιστό στον ανοιξιάτικο ήλιο, πεντακάθαρο από τις βροχές του χειμώνα ! Ετσι φάνταζαν όλα με τα μάτια της αγάπης. Γιατί δεν μπορεί να μην υπήρχαν φθορές’ κάποια μερεμέτια θα χρειάζονταν τα σπίτια και τα βακούφια έξη μήνες εκτεθειμένα στις ανελέητες καιρικές συνθήκες .
Αυτά όμως φάνταζαν μικρά μπροστά στην ταλαιπωρία του δρόμου και ακόμα μικρότερα μπροστά στην συναισθηματική ηρεμία, την απόλαυση που θα ήταν η εξάμηνη διαβίωση στα σπίτια τα δικά τους, στο χωριό τους, με τους συγχωριανούς που γνωρίζονταν όλοι μεταξύ τους, με τους συγγενείς. Με τα πανηγύρια, τα σεργιάνια, τα μασλάτια, το γλυκό άκουσμα του κλαρίνου. Ήξεραν πως σε αντίθεση με τις χειμωνιάτικες μέρες στον κάμπο, ετούτες θα περνούσαν γρήγορα και γι αυτό ήταν αποφασισμένοι να τις γλεντήσουν και να τις απολαύσουν .