Η ντάντω Νούλα
Α’ ωραία!! η μαμά είναι στο κήπο, η Λιούλια στη θεία και η ντάντω στον αργαλειό. Τώρα είναι η ευκαιρία να της δείξω εγώ. Έτσι σκέφτηκα και αμ’ έπος αμ’ έργον. Βουτώ το τσεκουράκι που είχε η μάνα μου για να κόβει τα ξύλα, όποτε πήγαινε στο δάσος να κόψουν ξύλα με τις φίλες της.
Το τσεκουράκι κρεμασμένο στο τοίχο έξω στην αυλή αλλά εγώ το έφθασα. Μπαίνω στο σπίτι, η ντάντω σκυμμένη στον αργαλειό. Τάκα – τάκα τα χέρια της να περνάει τις σαΐτες και το χράμι να αβγατεύει. Πηγαίνω από πίσω και είμαι έτοιμη να της το φέρω στο κεφάλι! Και ξαφνικά κάποιος αρπάζει το χέρι μου. Το τσεκούρι φεύγει από το χέρι μου και μια φωνή απελπισίας!
Ου ντουμουτζάλε!!! Τσι φάτς!! Ου Στιμιρίε!!! (Ω Θεέ μου, τί κάνεις, Ω Παναγία).
Η δόλια η μάνα μου εμφανίστηκε την κατάλληλη στιγμή. Πήγε να πάθει συγκοπή! Η κόρη της, η δική της κόρη με το τσεκουράκι, πάνω από το κεφάλι της πεθεράς της. Όσο νάναι ένας νταμπλάς της ήρθε.
Η ντάντω μου αλαφιασμένη, σταματά τον αργαλειό και κοιτάζει απορημένη. Για να μάθεις της απαντώ να μη με κοροϊδεύεις. Εγώ το βιολί μου. Ένα φούσκο τον έφαγα τότε από την μάνα μου και μια τιμωρία μου επέβαλε.
Ήμουν δεν ήμουν 6-7 χρονών μπορεί και μικρότερη και όμως πήγα να κάνω το κακό. Και δε ξέρω βέβαια τί θα κατάφερνα, αλλά άντε να πίστευε κανένας πως το έκανε η κόρη και όχι η νύφη.
Τι είχε συμβεί; Η γιαγιά μου (ντάντω) πάντα είχε μια ιδιαίτερη αδυναμία στην αδελφή μου. Είχε το όνομά της. Γιαννούλα. (Λιούλια όμως τη φωνάζαμε). Λογικά εγώ έπρεπε να βαπτιστώ Γιαννούλα σαν μεγαλύτερη, αλλά η γιαγιά είχε απαιτήσει να με βαπτίσουν Σοφία, το όνομα μιας κόρης που έχασε στη φονική γρίπη του 1918. Όμως δε βαπτίσθηκα Σοφία αλλά Αρετή.
Αυτό ποτέ δε το κατάπιε η γιαγιά μου, γι’ αυτό και η αδυναμία στην αδελφή μου. Εκείνη κανάκευε, εκείνη έπαιρνε τις περισσότερες φορές μαζί της στις επισκέψεις της. Γενικά την είχε ώπα – ώπα. Το σαράκι της ζήλειας με έτρωγε. Και ο κόμπος έφτασε στο χτένι που λένε, όταν εκείνες τις ημέρες, μια – δυο μέρες πριν, μας έδωσε λεφτά από το κομπόδεμά της. Μια εικοσάρα ή δεκάρα σε μένα και ένα πενηνταράκι στη Λιούλια. Της παραπονέθηκα πως δεν είναι δίκαιη. Ήξερα τις αγοραστικές αξίες των κερμάτων. Προσπάθησε να με πείσει ότι έχουν την ίδια αξία.
Τέλος πάντων, της το φύλαγα και βρήκα την ευκαιρία την ώρα που ήταν σκυμμένη στον αργαλειό. Ευτυχώς που η μάνα μου μπήκε μέσα στο σπίτι τρέχοντας όταν με είδε να παίρνω το τσεκουράκι από τον τοίχο. Δεν φανταζόταν βέβαια τί σκοπούς είχα εγώ. Αλλά μπήκε μέσα να μου το πάρει από τα χέρια γιατί σίγουρα τα τσεκουράκια παιχνίδια δεν είναι.
Με το πέρασμα των χρόνων, τα βρήκαμε με τη γιαγιά μου. Είχα φύγει κιόλας και είχα πάει στην παιδόπολη και της είχα λείψει. Θυμάμαι μια φορά σε κάποια καλοκαιρινή άδεια που είχα πάει να τη δω που έσκυψα να της φιλήσω το χέρι (όπως συνηθίζαμε εκείνα τα χρόνια) και της ζήτησα συγγνώμη για αυτό που πήγα να της κάνω. Έσκυψε και με φίλησε στο μέτωπο!
Εδώ θα πρέπει να σας πω, πως βαπτίστηκα Αρετή ενώ όλα ήταν κανονισμένα για Σοφία. Νονός μου ένα νέο παλικάρι που μόλις τελείωσε το στρατιωτικό του. Απ’ ό,τι μου είπαν (γιατί ναι μεν ήμουν το βασικό πρόσωπο στη βάπτιση, αλλά μνήμη γιοκ που λένε) την ώρα που ζήτησε ο παπάς το όνομα, αντί για Σοφία είπε Αρετή. Ευτυχώς που δεν ήταν στην εκκλησία ούτε η μάνα μου ούτε η γιαγιά μου, γιατί ποιος ξέρει τι θα έκανε η γιαγιά στην εκκλησία.
Έτσι συνηθιζόταν τότε. Η μάνα στο σπίτι να έρθουν τα συγχαρίκια για το όνομα. Και ήρθαν τα συγχαρίκια με το όνομα Αρετή. Η γιαγιά μου, κατέβασε τα μούτρα και έγινε πυρ και μανία. Ένα υποτυπώδες φτωχικό τραπέζι που έγινε τους βγήκε από τη μύτη. Ο νονός μου τελικά, με την ορμή των νιάτων του, (μπορεί να γνώρισε και καμιά Αρετή), σκέφτηκε ότι αυτό το όνομα δεν υπάρχει στο χωριό. Καιρός να υπάρξει! Και καλά έκανε!
Ωραίο όνομα και το Σοφία δε λέω, αλλά το Αρετή καλύτερο! Σ’ ευχαριστώ νονέ μου για το υπέροχο όνομα!! (στη φωτογραφία η Ντάντω Νούλα με το χαρακτηριστική μαύρη τσιουπάρα σαν χήρα, που φορούσαν οι Βλάχες εκείνης της εποχής.
Αναμνήσεις της Αρετής Γραμμόζη από το Κεφαλόβρυσο Ιωανίννων