Αναρτούμε σήμερα το κείμενο που μας έστειλε ο ιστορικός κος Στέργιος Λαϊτσος, από το Περιβόλι των Γρεβενών. Με το κείμενό του συμμετέχει στη συζήτηση για τα βλάχικα , η οποία έχει ενταθεί τους τελευταίους μήνες και δίνει προς ανάγνωση όλων όσων ενδιαφερονται τις απόψεις του για το θέμα. Τονίζουμε οτι ο ιστοχώρος μας θα δημοσιεύσει επίσης όσες απόψεις στηρίζονται σε επιχειρήματα και όχι σε απαξίωση ανθρώπων και θεσμών για το ίδιο ή οποιοδήποτε άλλο σχετικό θέμα .
το κείμενο του (απευθυνόμενο στο ακροατήριο της Γενικής Συνέλευσης της Π.Ο.Π.Σ.Β στην Λάρισα τον Φεβρουάριο) έχει ως εξής :
Κυρίες και κύριοι αντιπρόσωποι
των Συλλόγων μελών της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πολιτιστικών Συλλόγων Βλάχων,
αφού παρακολούθησα τους προλαλήσαντες αλλά και με βάση όλα όσα τον τελευταίο χρόνο αναφορικά με τα βλαχικά πράγματα έχουν δει το φως της δημοσιότητας, θεωρώ, ότι οφείλουμε να μιλήσουμε ανοιχτά, καθαρά και με ειλικρίνεια.
Τα τελευταία δύο χρόνια, με τη βοήθεια και της καραντίνας που πρόσφερε σε πολλούς ανέξοδα χρόνο, κυριάρχησε ιδιαίτερα στη βλαχική εικονική διαδικτυακή πραγματικότητα, το γλωσσικό θέμα. Ως κορύφωση αυτής της εξέλιξης μπορεί να χαρακτηριστεί η ατυχής απόπειρα πολιτικοποίησης / κομματικοποίησης του θέματος στην αντιπαράθεση της νεοσύστατης «Επιστημονικής Εταιρίας Μελέτης του Πολιτισμού των Βλάχων» με το Υπουργείο Πολιτισμού, με αφορμή τη μη χρηματοδότηση πρότασής της. Παράλληλα εκδηλώθηκαν επιθέσεις εναντίον της ΠΟΠΣΒ με αφορμή τις γνωστές από δεκαετίας θέσεις της. Δεν περιορίστηκαν όμως σ’ αυτή, καθώς στράφηκαν με τον πλέον ανοίκειο τρόπο εναντίον κι όσων, όπως ο καθηγητής Ευάγγελος Αυδίκος, διατύπωσαν κριτική άποψη περί τα τεκταινόμενα. Το γεγονός αυτό επιβεβαίωνε ότι τα βλαχικά είχαν πέσει θύμα του φαινομένου που ο γερμανός ρομανιστής γλωσσολόγος Γιοχάνες Κρἀμερ αποκαλεί «βαλκανικό εθνογλωσσικό εθνικισμό»[1].
Θεωρώ αυτονόητο ότι η δραστηριότητα ενός «επιστημονικού σωματείου» κρίνεται με επιχειρήματα πρωτίστως στο επιστημονικό και μόνο πεδίο. Αναρωτιέμαι ειλικρινά και δεν κατανοώ, προς τι αυτή η απρόκλητη, σφοδρά επιθετική ρητορική, αντί ad hoc επιχειρημάτων, κατά της ΠΟΠΣΒ, και ιδίως η αήθης εναντίον φυσικών προσώπων συστηματικά επιχειρούμενη δολοφονία χαρακτήρα από μέρους πρωταγωνιστών της πρωτοβουλίας για τον εγγραμματισμό. Πολύ περισσότερο, όταν κι οι ίδιοι χρησιμοποιούν, προκειμένου να περιγράψουν τα βλαχικά, ορολογία/φρασεολογία που συμπίπτει, όπως και το περιεχόμενό της, με αυτή της βασικής θέσης της ΠΟΠΣΒ για τα βλαχικά[2]. Θα ήθελα δε να ελπίζω, ότι η επιλογή φρασεολογίας, στο τελευταίο Δελτίο έκκληση για οικονομική ενίσχυση του προγράμματος της Εταιρείας, όπου διαφαίνεται μια πραγματιστική μετατόπιση, δεν είναι επικοινωνιακός πολιτικάντικος ελιγμός. Σ’αυτό η «γλώσσα» έγινε «μνημεία λόγου των Βλάχων» και «σχέδιο καταγραφών που θα καλύψει γεωγραφικά όλες τις περιοχές του ελλαδικού χώρου όπου μιλιούνται τα βλάχικα,..» καθώς και «καταγραφή και διατήρηση της ιδιαίτερης πολιτιστικής μας κληρονομιάς». Απομένει, ωστόσο, να δείξει ο χρόνος, αν το γεγονός αυτό, από μόνο του, είναι δηλωτικό της μετατόπισης στο πραγματικό επιστημονικό πεδίο ή στιγμιαίο επεισόδιο. Διότι οι ad hominem ύβρεις κι οι παροτρύνσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για ίδρυση Πανελλήνιας Ένωσης άλλοτε «προοδευτικών», άλλοτε «δημοκρατικών» Συλλόγων Βλάχων» ή «ΠΟΠΣ Αρμάνων» δεν εκπέμπουν ούτε μηνύματα επιστημοσύνης ούτε σοβαρότητας.
Η γλωσσολόγος, καθηγήτρια στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Μαρία Τσίγκου συγγραφέας του βιβλίου «Η προστασία των γλωσσικών μειονοτήτων στην Ευρώπη – Υποσχέσεις και αντιφάσεις», παρουσιάζοντας στην «Εφημερίδα των Συντακτών» την Ημερίδα των Ιωαννίνων για τον εγγραμματισμό των βλαχικών έγραψε: «Η βλαχική, όπως κάθε γλώσσα κυρίως προφορικής παράδοσης, δεν έχει ομοιογένεια: αποτελεί ένα σύνολο τοπικών διαλέκτων και ιδιωμάτων», και συνέχισε: «Ο Βασίλης Νιτσιάκος, καθηγητής Κοινωνικής Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και πρώτος πρόεδρος της Επιστημονικής Εταιρίας Μελέτης του Πολιτισμού των Βλάχων, είπε ότι, σκοπός μιας τέτοιας πρωτοβουλίας, δηλαδή του εγγραμματισμού, δεν είναι να την ομοιογενοποιήσουμε, αλλά να καταγράψουμε όλη αυτή την πολυμορφία της».[3]
Στα δημοσιευμένα Πρακτικά της Συνάντησης του ΚΕΜΟ για τη «Γλωσσική Ετερότητα» στη Λάρισα το 1998, στις παρεμβάσεις του για τα βλαχικά ο γλωσσολόγος Κ. Ντίνας σημείωνε ότι «οι βλαχόφωνοι του ελληνικού χώρου ήταν πάντα δίγλωσσοι, χρησιμοποιούσαν τα βλάχικα ως δεύτερη γλώσσα, δηλαδή ήταν και ελληνόφωνοι»[4]. Ο ίδιος στην ίδια συζήτηση χρησιμοποιεί για την περιγραφή της γλώσσας κατεξοχήν κι εναλλάξ 25 φορές τους όρους: «βλάχικα», «βλάχικη διάλεκτος» ή «βλάχικο ιδίωμα» και μόλις 3 τον όρο «βλάχικη γλώσσα». Τονίζει δε: «σίγουρα όταν κάποιος βλαχόφωνος αναφέρεται στα βλάχικα, μιλάει για τα βλάχικα που γνωρίζει ο ίδιος. Και δεν είναι δυνατό να γίνει αλλιώς γιατί τα βλάχικα δεν απέκτησαν ένα κυρίαρχο ιδίωμα…»[5]. Στο τέλος απαντά σε σχετική ερώτηση ότι «τα βλάχικα σαφώς είναι μια γλώσσα που ανήκει στις τέσσερις νεολατινικές των Βαλκανίων»[6]. Τα βλάχικα κι όχι κάποια ανύπαρκτη κοινή βλαχική ή «αρμάνικη». Επίσης ο ίδιος με αφορμή τον τίτλο της γραμματικής της κοινής κουτσοβλαχικής που εξέδοσαν με τον Ν. Κατσάνη, διευκρινίζει: «από τη στιγμή που δεν έχουμε επιμέρους διαλεκτικές εργασίες (για να ξέρουμε ποιες είναι οι διάλεκτοι και τα ιδιώματα των οποίων δεν υπάρχει ενιαία κωδικοποιημένη μορφή), ο καθένας δίνει τη διάσταση της κοινής στο ιδίωμα το οποίο ο ίδιος ξέρει ή νομίζει ότι είναι το επικρατέστερο»[7]. Σε συνάφεια με τα προηγούμενα ο γλωσσολόγος Νίκος Κατσάνης, στην ίδια συνάντηση, αναλύοντας τι σημαίνει γλωσσολογικά κωδικοποιημένη γλώσσα σημείωσε: «σήμερα η κουτσοβλαχική δεν είναι κωδικοποιημένη γλώσσα»[8].
Αν διαβάσει κανείς συγκριτικά προς τα προαναφερόμενα τη βασική θέση της ΠΟΠΣΒ για τη «βλάχικη γλώσσα»[9] όπως περιγράφεται στην αρχική της δημόσια θέση από τις 18 Ιουλίου του 2011, απορώ πράγματι γιατί κατηγορείται η ΠΟΠΣΒ κι επιχειρείται η απαξίωση των σχετικών θέσεών της, καθώς επί της ουσίας δεν λέει διαφορετικά πράγματα από τους προαναφερθέντες. Μάλιστα η ΠΟΠΣΒ μετακινήθηκε ως προς τον εγγραμματισμό από την αρχική της θέση στην αρχή της πανδημίας. Όταν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είχε ανοίξει η σχετική συζήτηση, παρότρυνε τους ενδιαφερόμενους να μάθουν τα βλαχικά του τόπου τους, δηλαδή το ιδίωμα του χωριού τους, γράφοντάς τα με το ελληνικό αλφάβητο[10]. Αυτό το γεγονός ήταν κι ο λόγος της παραίτησής μου από την διεπιστημονική επιτροπή[11] για τη γλώσσα, που είχε συσταθεί κατά τη διάρκεια του Συμποσίου της ΠΟΠΣΒ στο Νυμφαίο από το ΔΣ της Ομοσπονδίας, όπως έχει αποκλειστική καταστατική αρμοδιότητα. Δεδομένου ότι η προσωπική μου θέση είναι υπέρ της επιστημονικής φωνητικής καταγραφής κατά βάση με το λατινικό αλφάβητο και δεν συνηγορώ στην κατασκευή κοινής βλαχικής γλώσσας μέσω οιασδήποτε εκπαιδευτικής διαδικασίας[12], θεώρησα ότι δεν μπορούσα να φέρω την ευθύνη μιας απόφασης, το δεύτερο σκέλος της οποίας δεν με εξέφραζε. Η δε αρνητική θέση μου ως προς τη διδασκαλία στηρίζεται σε καθαρά λογικούς, επιστημονικούς και διόλου συναισθηματικούς λόγους κι όπως τους περιέγραφαν το 1998 ο καθηγητή Νίκος Κατσάνης[13] αλλά κι ο ερευνητής και συγγραφέας του πολύτομου έργου για τους Βλάχους Αστέριος Κουκούδης[14]. Γνωρίζετε ότι μιλάω βλαχικά που υπερκαλύπτουν αυτό που ο Νίκος Κατσάνης ονομάζει γλωσσική επάρκεια και σας πληροφορώ ότι ονειρεύομαι και σ’ αυτά. Και συμβαίνει το δεύτερο διότι έζησα στον πραγματικό χωροχρόνο χρήσης της γλώσσας που είναι πολύ πιο διαφορετικός από τη σημερινή φαντασίωση αναβίωσης. Η άποψή μου επίσης διαμορφώνεται σε σχέση με το βασικό ζήτημα της χρηστικότητας των βλαχικών, προκειμένου να εκφραστεί η συγχρονία μας[15]. Και τα βλαχικά που μιλάμε, κακά τα ψέματα, δεν την εκφράζουν. Συνεπώς προκύπτει η αναγκαιότητα επινόησης και κατασκευής γλώσσας. Η επινόηση και κατασκευή γλώσσας, προκειμένου να εξυπηρετηθεί η σύγχρονη επικοινωνία, ιδιαίτερα όταν συμβαίνει έξω από το περιβάλλον όπου μιλιέται η γλώσσα, είναι διαδικασίες κατεξοχήν πολιτικές και τέτοιος λόγος, κατά την άποψή μου, δεν συντρέχει. Συνεχίζω λοιπόν στο γλωσσικό να διατηρώ την άποψή μου αυτή και εξακολουθώ να ταυτίζομαι μόνο με το πρώτο Δελτίο της ΠΟΠΣΒ για τη βλαχική γλώσσα[16] (18/07/2011). Οφείλω, ωστόσο, για να είμαι δίκαιος, να σημειώσω, ανεξάρτητα από την προσωπική μου άποψη, ότι η σύσταση του ΔΣ της ΠΟΠΣΒ, ως προς το αλφάβητο, θεσμικά νομιμοποιούνταν καθώς εφάρμοζε το Ψήφισμα της Γενικής Συνελεύσεως της 11ης Μαρτίου 2012. Πρόκειται για το γνωστό σε όλους μας ανεπίσημα ως «Υπόμνημα Συνεφάκη», καθώς την πρωτοβουλία είχε ο Γιώργος Συνεφάκης, τότε αντιπρόσωπος του Συλλόγου Λιβαδιωτών Θεσσαλονίκης «ο Γεωργάκης Ολύμπιος»[17]. Επίσης, παρά τη δική μου διαφορετική άποψη, οφείλω να επισημάνω ότι η προτροπή χρήσης του ελληνικού αλφαβήτου για καταγραφή κι εκμάθηση δεν είναι αντιεπιστημονική από άποψη κοινωνιογλωσσολογική, καθώς θεωρείται πρόσφορο να χρησιμοποιείται το αλφάβητο του κυρίαρχου περιβάλλοντος των χρηστών της γλώσσας, ώστε να διευκολυνθούν οι ίδιοι. Στο σημείο αυτό συγκλίνει η σύσταση της ΠΟΠΣΒ με τη θέση της Εταιρείας ότι «μπορούν να χρησιμοποιηθούν περισσότερα του ενός “αλφάβητα”»[18].
Ο κατεξοχήν γνώστης του βλαχικού ζητήματος και συγγραφέας ομώνυμου έργου, βαλκανολόγος Μαξ Ντεμέτερ Πέιφους, άλλοτε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, χρησιμοποιεί για τη γλώσσα τον όρο «das Aromunische» δηλ. τα βλαχικά κι εξηγεί την επιλογή του καθώς δεν υπάρχει «κοινός γλωσσικός κανόνας»[19]. Παρόμοια κι ο διακεκριμένος άνθρωπος των γραμμάτων, ο ιστορικός Αγαθοκλής Αζέλης, με διδακτορικό από το Πανεπιστήμιο της Βιέννης, αναφέρει «das Aromunische» δηλ. τα βλαχικά στην εργασία του με αντικείμενο τον εγγραμματισμό των βλαχικών στα τέλη του 18ου αι[20]. Κι αυτό διότι τα βλαχικά είναι ασφαλώς γλώσσα με την κοινωνιογλωσσολογική έννοια, αλλά δεν υπήρχε στην περίοδο όπου αναφέρεται η μελέτη του –κι εξακολουθεί να μην υπάρχει– μια κοινή βλαχική γλώσσα. Αυτό αποτυπώνεται από τα πρώτα κείμενα εγγραμματισμού από τους Μοσχοπολίτες λογίους μέχρι και στις ονομασίες των βασικών βλαχικών διαλέκτων που μιλούμε οι αντίστοιχες τοπικές ομάδες στο χώρο μας: αρμανέστι, ρεμενέστι, βλαχέστι και βλάσκι.
Συμπερασματικά, κοινή βλαχική/αρμάνικη ως συστηματοποιημένη γλώσσα δεν υπάρχει[21].
Όλοι οι ρομανιστές κι οι ιστορικοί του Μεσαίωνα γνωρίζουμε ότι οι όροι Βλάχος/οι και τα παράγωγά τους είναι γενικοί εθνογραφικοί όροι κι όχι ονομασία κάποιου ενιαίου λαού, έθνους ή γένους[22].
Ο περίφημος όρος «βαλκανική λατινική» που προβάλλεται ως μητέρα της «βλαχικής» στην ελλαδική βιβλιογραφία είναι εσφαλμένη απόδοση του τεχνικού όρου latinum balcanicum δηλαδή βαλκανικά λατινικά. Ο τεχνικός όρος latinum balcanicum, επιστημονική σύμβαση, δεν περιγράφει μόνο τις ομιλούμενες λατινογενείς διαλέκτους αλλά και τα σωζόμενα στοιχεία των λατινικών σε επιγραφικό υλικό, σε κείμενα βυζαντινά κι αργότερα σλαβικά καθώς και την τοπωνυμία μέχρι και την ανθρωπονυμία[23]. Από την αναγέννηση κυρίως κι εξής το σύνολο όλων αυτών των λατινογενών διαλέκτων στα Βαλκάνια, κι όχι μόνο, είναι γνωστά στη λόγια γραπτή παράδοση με τον γενικό όρο βλαχικά. Ναι βλαχικά. Και η σύγχρονη κοινή ρουμανική πριν ομογενοποιηθούν και κωδικοποιηθούν σε εθνική γλώσσα οι βλαχικές διάλεκτοι στις παραδουνάβιες ηγεμονίες ονομάζονταν βλάχικα. Για να γίνει πιο κατανοητό αυτό, η περίφημη έκφραση «τόρνα, τόρνα φράτερ» στη Χρονογραφία του βυζαντινού ιστοριογράφου Θεοφύλακτου Σιμοκάττη στις αρχές του 7ου αιώνα είναι latinum balcanicum. Δεν είναι ούτε πρωτορουμανική/ρουμανική ούτε αρωμουνική/αρμάνικη, όπως τις θέλει ο εκάστοτε εθνογλωσσικός εθνικισμός. Οι όροι κι οι έννοιες αυτές ήταν άγνωστες κι ανύπαρκτες στην εποχή του Σιμοκάττη.
Στη νοτιοανατολική Ευρώπη μιλιούνταν από την ύστερη αρχαιότητα και κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους περισσότερες λατινικές διάλεκτοι σε χώρους μη έχοντες γεωγραφική συνέχεια. Κατόπι, κατά τους νεότερους χρόνους, αυτές οι λατινογενείς διάλεκτοι έγιναν γνωστές στη λόγια παραγωγή ως βλαχικές. Μέχρι σήμερα βλάχικα ονομάζονται, αυτοπροσδιοριζόμενα, τα αντίστοιχα προφορικά λατινογενή ιδιώματα και διάλεκτοι στη Σερβία, την Κροατία, το Μαυροβούνιο και λιγότερο στη Βόρεια Μακεδονία, χώρες όπου ζουν εκατοντάδες χιλιάδες Βλάχοι που δεν έχουν σχέση με αυτό που εμείς γνωρίζουμε ως τη Διασπορά των Βλάχων από τη Νότια Βαλκανική. Φυσικά και δεν υπάρχει κάποια κοινή βλάχικη γλώσσα όλων αυτών και πολύ λιγότερο κοινή καταγωγή ή παραδόσεις αυτής. Τέτοιες επινοημένες παραδόσεις, που εργαλειοποιούμενες, από την κατά περίπτωση εθνική επιστήμη (γλωσσολογία, ιστοριογραφία, κοινωνική ανθρωπολογία, κοινωνικές επιστήμες γενικότερα), προκειμένου να υποστηριχθούν οι αντίστοιχα ενδιαφερόμενοι νεωτερικοί βαλκανικοί εθνικισμοί είναι ένα διαφορετικό, ξεχωριστό αλλά πραγματικό κεφάλαιο άξιο ενδελεχούς μελέτης. Το συχνάκις προβαλλόμενο ερώτημα / επιχείρημα ποιας «υπερκείμενης γλώσσας» διάλεκτος είναι τα «βλαχικά» είναι καθαρά ρητορικό και πρωθύστερο. Διότι οι υπερκείμενες γλώσσες, όπως είναι οι σύγχρονες εθνικές ή οι γλώσσες εξουσίας, ή οι γλώσσες κύρους, κατασκευάστηκαν στη βάση της κωδικοποίησης, ομογενοποίησης και συστηματοποίησης διαλέκτων στη βάση της μιας από την αντίστοιχα ενδιαφερόμενη ελίτ. Στην περίπτωση των βλαχικών του δικού μας χώρου αυτό δεν συνέβη μέχρι τώρα. Οι Σύλλογοι της Ομοσπονδίας των Βλάχων έχουν απορρίψει τις αντίστοιχες «αρμάνικες» έξωθεν προσπάθειες, όπως τεκμηριώνεται κι απ’ το «Ψήφισμα Συνεφάκη», που υιοθετήθηκε από τη ΓΣ της ΠΟΠΣΒ στις 11 Μαρτίου 2012 κι υπογράφηκε από εκατόν εξήντα έξι (166) αντιπροσώπους των Συλλόγων έναντι μηδέν (0) κατά και επτά (7) λευκών.
Διαβάζουμε σε σχετικό δημοσίευμα ότι με άρθρο στα καταστατικά «όλων σχεδόν των Συλλόγων Βλάχων, ρητά προβλέπεται η διάσωση της βλαχικής γλώσσας…»[24]. Μετέχω δυο Συλλόγων Βλάχων μελών της ΠΟΠΣΒ, του Εξωραϊστικού-Πολιτιστικού Περιβολίου, του οποίου είμαι σήμερα εδώ αντιπρόσωπος, και του Συλλόγου των Περιβολιωτών Μαγνησίας. Ο δεύτερος υπήρξε ιδρυτικό μέλος της τότε ΠΕΠΣΒ σήμερα ΠΟΠΣΒ. Δεν είναι ούτε λιγότερο ιστορικός ούτε λιγότερο πολυπληθής σε σχέση με ως τέτοιους αυτοπροβαλλόμενους Συλλόγους. Στους ιδρυτικούς τους σκοπούς και οι δύο Σύλλογοι, όπως και στο όλο κείμενο, των αντίστοιχων καταστατικών τους (ιδρυτικό αλλά και αναθεωρημένο), δεν κάνουν καμιά αναφορά σε γλώσσα! Και ξέρετε γιατί δεν κάνουν; Διότι εμείς, με το καλημέρα, μιλάμε βλαχικά με τους γονείς, παππούδες, συγγενείς, φίλους και συμπατριώτες μας στο μέτρο που αυτά είναι χρηστικά. Αυτή είναι η τοπική εμπειρία κι αβίαστη πρακτική με την οποία επικοινωνούμε στα βλαχικά μας ενόσω αυτά μας είναι χρηστικά και λειτουργικά στο αντίστοιχο περιβάλλον κι όχι καθ’ υπαγόρευση καταστατικών ή ιδεολογικών φαντασιώσεων. Θα ήταν ενδιαφέρον να ακούσουμε από τους αντιπρόσωπους των Συλλόγων μελών εδώ σήμερα, ποιοί Σύλλογοι έχουν αντίστοιχη αναφορά στους καταστατικούς τους σκοπούς για «διάσωση, διατήρηση και διάδοση της βλάχικης γλώσσας». Όχι για άλλο λόγο, παρά για να ξέρουμε και να συζητάμε επί του πραγματικού[25].
Το καταστατικό της ΠΟΠΣΒ του οποίου το άρθρο 2 επικαλείται ο ΣΒΒ, υπάρχει στο διαδίκτυο στην ιστοσελίδα της Ομοσπονδίας, κι αναφέρει ανάμεσα σε άλλους καταστατικούς σκοπούς «διατήρηση της γλώσσας». Αλήθεια, ποιας γλώσσας; Γιατί δεν την κατονομάζει το καταστατικό; Στο καταστατικό δεν υπάρχει καν η ρητή έκφραση «βλάχικη γλώσσα». Διότι, όπως το καταλαβαίνουν όλοι με τους οποίους το συζήτησα, εννοεί τα βλαχικά, ασφαλώς γλώσσα προφορικής παράδοσης σε διαλεκτικές μορφές, το ιδίωμα του κάθε χωριού, κι όχι κάποια κοινή «βλάχικη γλώσσα». Πρόκειται για μια γενική διατύπωση, η οποία επιτρέπει στον κάθε Σύλλογο να την ερμηνεύει και να πράττει σύμφωνα με τη δική του, ιστορικά διαμορφωμένη, τοπική παράδοση κι ανάγκες. Γνωρίζω ότι ο ΣΒΒ ακολουθεί ακριβώς αυτή την άλλη, τοπική πρακτική. Σεβαστό, κατανοητό κι ερμηνεύσιμο με βάση την ιστορική του παράδοση.
Τη βεργιάνικη βλαχική ιδιαιτερότητα μπορούμε να την κατανοήσουμε, μελετώντας τον πρόσφατα δημοσιευμένο τόμο «Αφιέρωμα στη Βλαχική Παρουσία στην Ημαθία» του περιοδικού «Χρονικά Ιστορίας και Πολιτισμού Νομού Ημαθίας (Δεκέμβριος 2019), όπου κι αρκετά διαφωτιστικό ανέκδοτο αρχειακό υλικό[26]. Σε μια εξαιρετική θεωρητική συμβολή ο Βεργιάνος Χρήστος Σκούπρας, «γράφων έχοντας βλάχικη καταγωγή και συνείδηση»[27], όπως ο ίδιος σημειώνει, αναλύοντας τους προβληματισμούς για τις αφηγήσεις σχετικά με το παρόν και το παρελθόν της Βλάχικης Κοινότητας της Βέροιας, τονίζει τη σημασία της έρευνας για την κατανόηση της ταυτότητας «πολλών μελών της Βλάχικης κοινότητας», και των επιλογών «μεγάλης ομάδας της Βλάχικης Κοινότητας της Βέροιας» κατά τη γερμανική κατοχή[28]. Τέλος ο ίδιος θεωρεί ότι «οι έρευνες, όπως αυτή των Χρονικών, για τις ιστορίες της Βλάχικης κοινότητας της Βέροιας, βοηθούν να φωτιστεί η πορεία της, … να υπηρετήσει τις πολιτιστικές παραδόσεις, αλλά και να υπερασπιστεί τη διδασκαλία και τη διάδοση της βλάχικης γλώσσας…»[29].
Αλλά, ας είμαστε ειλικρινείς, οι βλαχικές ιστορικές εμπειρίες και παραδόσεις της βεργιάνικης «βλάχικης κοινότητας», όπως τις παρουσιάζει κι ο Σκούπρας κι ο αφιερωματικός τόμος συνολικά, δεν ταυτίζονται πάντα με τις παραδόσεις του συνόλου των Βλάχων. Παρά μόνο με ένα πολύ συγκεκριμένο κομμάτι κι έτσι επιβεβαιώνει τον κανόνα ότι το μέρος δεν είναι αντιπροσωπευτικό του όλου.
Από τα προηγούμενα καταλαβαίνουμε όλοι μας ότι είναι εμφανής η διάσταση αντιλήψεων τόσο ως προς την πρόσληψη όσο κι ως προς το περιεχόμενο της βλαχικότητας. Για το ΣΒΒ , «οι Βλάχοι κατανοούμε cã limba easti suflitlu anostru shi ama va s’chearã limba, va s’ nã chiremu shi noi cã Armãnji = ότι η γλώσσα είναι η ψυχή μας και αν χαθεί η γλώσσα, ότι χανόμαστε και εμείς ως Βλάχοι»[30]. Μια τέτοια άποψη ως το μοναδικό κριτήριο βλαχικότητας συνιστά αφενός ομολογία πολιτιστικής ένδειας, αφετέρου σαφή «εθνογλωσσικό εθνικισμό»[31]. Γνωρίζω πάρα πολλούς μη βλαχόφωνους Βλάχους. Η τοπική βλαχικότητά τους προσδιορίζεται μέσα από πολύ περισσότερα κριτήρια και δεν είναι καθόλου μειωμένη σε σχέση με αυτή των τω όντι βλαχοφώνων ενεργών ομιλητών συντοπιτών τους[32].
Κυρίες και κύριοι,
Βρισκόμαστε ενώπιον της διαδικασίας δημιουργίας κι ανάδειξης νέων μορφών βλαχικότητας. Από τη μια του νομίσματος προβάλλει η ρομαντική φολκλοριστική, αφαιρετική κι εθνικιστική κι απ’ την άλλη η μετανεωτερική, το ίδιο αφαιρετική, το ίδιο ρομαντική, ποιητική κι εναλλακτική και ταυτόχρονα εθνογλωσσικά εθνικιστική ενδεδυμένη και το μανδύα του δικαιωματισμού. Και τις δύο τέμνει και συνδέει συχνά η βλαχικότητα του πληκτρολογίου, της ανωνυμίας και ψευδωνυμίας του διαδικτύου.
Αυτές οι νέες μορφές βλαχικότητας διέπονται από τις αντιφάσεις μιας το λιγότερο συναισθηματικής ανασφάλειας, αν δεν τις αναπαράγουν. Πως αλλιώς να ερμηνεύσει κανείς, τον απύθμενο επαρχιωτισμό των κάθε λογής φατσιμάρι που διακοσμούν, σε τόπους άσχετους, πωλητήρια για γαριδάκια και μακαρόνια με πορτρέτα Δούμπα και Σίνα, την απεριόριστη νοσταλγία ενός ρομαντικού κοινού βαλκανικού βλαχικού παρελθόντος δυο χιλιάδων χρόνων (αν κι ιστορικά ανύπαρκτου), τα ηθικοπλαστικά δακρύβρεχτα για κουδουνάκια, γκλίτσα και ταγάρι που εξέλιπαν από τα όρη και τα λαγκάδια, τον φύρδην μίγδην εκβλαχισμό ως εναλλακτική τάχα πρόταση ζωής και προσμονής ευρωπαϊκών κονδυλίων που θα γεμίσουν τα πλάϊα πρόβατα, το χαρακτηρισμό των βλαχικών ως «ιερή γλώσσα», «την αρμανική γλώσσα των νομάδων των Βαλκανίων…», «την αρμανική γλώσσα…των απανταχού της Βαλκανικής Βλάχων», την επιθυμία εγγραμματισμού της γλώσσας για «χρήση κοινής γραφής κι επικοινωνία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης», ανάμεσα στις «βλαχικές κοινότητες των Βαλκανίων», «για τη συνεννόηση προκειμένου για επιχειρηματικές δραστηριότητες στα Βαλκάνια» καθώς και τις υπεραπλουστευτικές αναφορές στους «Βλάχους των Βαλκανίων», ή «οι Βλάχοι ως νομάδες περιφερόμενοι ανά τα Βαλκάνια», «οι Βλάχοι Πελασγοί», «οι Βλάχοι αρειμάνιοι»,;;;!!!
Στην παραπάνω συνάφεια κι η ανάγνωση της γενίκευσης κι ισοπεδωτικής χρἠσης του νεολογισμού «Αρμάνοι» και των παραγώγων του, σε αντικατάσταση του γενικού εθνογραφικού όρου Βλάχοι. Στα βλαχικά ο όρος, το ξέρουμε όλοι μας, είναι ο αυτοπροσδιορισμός μόνο μιας βλαχικής ομάδας. Το παράδειγμα αυτό δείχνει πόσο άκριτα υιοθετούνται διαχρονικά ορολογίες κι ερμηνευτικά σχήματα κυρίως από τη ρουμανική βιβλιογραφία καθώς απουσιάζει στον τόπο μας η κριτική επιστημονική έρευνα.
Σε αυτή τη γενικότερη σύγχυση συμβάλλουν με τις ανακρίβειες τους και θεωρούμενες σοβαρές μεταφραστικές προσπάθειες. Θα σταθώ στη μετάφραση του τίτλου «Περί των Τσιντσάρων» του σέρβου Ντούσαν Πόποβιτς. Διότι αν κι εκδόθηκε δυο φορές από διαφορετικούς επιμελητές, ο βασικός ελληνικός τίτλος δεν αποδίδει τον πρωτότυπο. Από τους μεν ως «οι Αρμάνοι στα Βαλκάνια» από τους δε ως «οι Βλάχοι στα Βαλκάνια». Το έργο αυτό αφορά πολύ συγκεκριμένα σε μέρος της Διασποράς των Βλάχων από τη Νότια Βαλκανική, στους «Τσιντσάρους» στις σερβικές χώρες[33]. Δηλαδή σε περιορισμένο βαλκανικό χώρο. Οι «Τσίντσαροι» των σερβικών χωρών αυτοπροσδιορίζονται στα κοινοτικά τους έγγραφα κατά κανόνα ως «Γραικοβλάχοι» και κάποιες φορές «Ρωμαιοβλάχοι», όροι που συνιστούν στο χωροχρόνο τους έκφραση ατομικής και συλλογικής συνείδησης[34]. «Ελληνόβλαχοι» τον ερμηνεύει ο μεταφραστής, όπως σημειώνει στο προλογικό του σημείωμα στη 2η έκδση. Οι όροι αυτοί δεν προτιμήθηκαν βέβαια σε καμιά έκδοση. Αναφέρω το συγκεκριμένο ως χαρακτηριστικό παράδειγμα, καθώς ο ελληνικός τίτλος φιλοδοξεί, μάλλον να κεντρίσει το ενδιαφέρον του ελλαδικού κοινού και να κατατάξει το έργο στα ευπώλητα. Δεν ανταποκρίνεται, ωστόσο, με επιστημονικούς όρους στο περιεχόμενό του. Διότι οι Βλάχοι των Βαλκανίων και τότε και σήμερα είναι κάτι πολύ ευρύτερο και διαφορετικό από τους Βλάχους της Νότιας Βαλκανικής και τη Διασπορά τους.
Θα μπορούσε κανείς να απαριθμήσει κι άλλα πολλά παρόμοια από γραφικά έως ανακριβή και παραπλανητικά στη γενικότερη ενασχόληση με τα βλαχικά πράγματα. Το μόνο σίγουρο είναι, ότι όλα είναι άξια μελέτης τόσο ως προς τα συμφραζόμενά τους όσο και για το πώς λειτουργούν στο πλαίσιο της διαδικασίας εμφάνισης των νέων μορφών βλαχικότητας που επισημάνθηκαν προηγουμένως.
Κυρίες και κύριοι αντιπρόσωποι,
Οι Έλληνες Βλάχοι καλούμαστε να αποσαφηνίσουμε πως ακριβώς κατανοούμε το περιεχόμενο αυτής της έκφρασης.
Δηλαδή: τι σημαίνει Έλληνες Βλάχοι;
Εννοούμε, Βλάχους Έλληνες πολίτες, ανήκοντες όμως στο «βλαχικό λαό» και στις «βλαχικές κοινότητες των Βαλκανίων» ως βιολογική κατηγορία, καταγωγική κοινότητα με εθνογλωσσικό δεσμό και ξεχωριστή «βλαχική συνείδηση», διάσπαρτο στον ευρύ βαλκανικό χώρο;
Ή εννοούμε Βλάχους που έχουν συνείδηση ότι είναι Έλληνες, αναπόσπαστο και συστατικό μέρος του ελληνικού λαού, όπως αυτός ως πολιτισμική και βέβαια όχι βιολογική κατηγορία, έχει τουλάχιστον ιστορικά αυτοπροσδιορισθεί κι ανασυγκροτηθεί τα τελευταία 250 χρόνια από την απαρχή της εθνικής αφύπνισης με τον Ρήγα Βελεστινλή ως και σήμερα;
Κατανοώ ότι με τα προαναφερόμενα έχουν μια δυσκολία οι θιασώτες της ρομαντικής αλλά και της μεταμοντέρνας βλαχικότητας.
Ωστόσο, πρέπει να γίνει κατανοητό σε όλους μας ότι η όποια βλαχική καταγωγή, ο,τιδήποτε βλαχώνυμο στα Βαλκάνια δεν σημαίνει αυτόματα, ούτε «αρμάνικη» ταυτότητα, ούτε ελληνική ταυτότητα ούτε ρουμάνικη ταυτότητα. Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι «καμιά καταγωγή και καμιά γλώσσα δεν προκαθόρισε την ιστορική εξέλιξη των Βλάχων, αλλά αντίστροφα, n πορεία αυτής τnς εξέλιξης, είτε ως ατομικής είτε ως συλλογικής εμπειρίας, γέννησε και τον αντίστοιχο προβλnματισμό για την όποια καταγωγή τους[35]», εργαλειοποίησε κι εργαλειοποιεί το γλωσσικό στοιχείο.
Επίσης, οφείλω εδώ να το πω ότι, όποιος σήμερα μιλάει για «βλαχόφωνους Έλληνες», αναγνωρίζει δυνητικά, την ύπαρξη «ελληνόφωνων Βλάχων»! Και το τονίζω για να δείξω ότι σύγχρονοι όροι ερμηνείας των πραγμάτων δεν έχουν ούτε διαχρονική αναφορά ούτε μπορούν εσαεί να περιγράφουν μεταβαλλόμενες καταστάσεις.
Με βάση τα παραπάνω θεωρώ ότι η ΠΟΠΣΒ ως η συλλογική έκφραση των Ελλήνων Βλάχων που έχουν συνείδηση ότι είναι Έλληνες, αναπόσπαστο και συστατικό μέρος του ιστορικά διαμορφωμένου ελληνικού λαού,
Οφείλει να συνειδητοποιήσει ότι η βλαχικἠ πολιτιστική κληρονομιά είναι συνδεδεμένη άμεσα με πολλούς και διαφορετικούς μεταξύ τους χωροχρόνους.
Οφείλει η ΠΟΠΣΒ συνολικά, οι Σύλλογοί της και τα μέλη τους, να κατανοήσουν την ίδια τη δική της θέση ότι «τα βλάχικα που ομιλούνται από Έλληνες, δεν είναι ούτε ξένη ούτε μειονοτική γλώσσα. Είναι μια άλλη γλώσσα και συνιστά στοιχείο της υπερχιλιετούς προφορικής πολιτισμικής κληρονομιάς της πατρίδας μας. Η επιστημονική καταγραφή, μελέτη και διάσωσή τους είναι η καλύτερη απάντηση τόσο στους αδαείς κινδυνολογούντες φοβικούς όσο και στους επαγγελματίες ακτιβιστές και κατασκευαστές μιας «εθνικής» αρμάνικης/βλάχικης γλώσσας».
Οφείλει λοιπόν η ΠΟΠΣΒ σ’ αυτό το πλαίσιο να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων. Αφενός να επαναπροσεγγίσει τους Συλλόγους μέλη που συμμερίζονται τα παραπάνω κι έχουν αποστασιοποιηθεί, αφετέρου να αναλάβει πρωτοβουλίες που δεν περιχαρακώνουν αλλά ξεδιπλώνουν το πολύπτυχο της βλαχικής πολιτιστικής κληρονομιάς μας. Μια τέτοια πρωτοβουλία θα ήταν, για παράδειγμα, η υποστήριξη ενός επιστημονικού συνεδρίου βλαχικής θεματολογίας, ώστε να διαμορφωθεί ένα σοβαρό επιστημονικό πλαίσιο συζήτησης των πολλών και διαφόρων θεμάτων. Από την ορολογία ως και την καταγραφή της πολιτιστικής κληρονομιάς συνολικά. Προϋπόθεση ότι θα διοργανωθεί αποκλειστικά από επιστήμονες. Τους δε επιστήμονες που θα το πραγματώσουν τους επιλέγουμε με βάση την ακαδημαϊκή τους αναγνώριση σε εθνικό και διεθνές επίπεδο κι όχι με κριτήριο αν είναι αρεστοί στους ντι ανόστρι (εν. Βλάχους) συναδέλφους τους μέλη ή όχι των βλaχικών συλλόγων.
Αν η ΠΟΠΣΒ δεν το μπορεί και συνεχίσει στη βάση της φολκλορικής ή μουσειακής αντιμετώπισης, αντί να αναλάβει δυναμικά εξωστρεφείς πρωτοβουλίες, ας μην απορεί τότε με την αναζήτηση εναλλακτικών απαντήσεων.
Γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι σε αυτό το πλαίσιο δεν χωρούν τυχοδιωκτισμοί και δεν μπορούν να γίνουν παραδεκτές οι όποιες προσωπικές ή άλλες στρατηγικές και λογικές.
Αντιλαμβανόμαστε από τα παραπάνω όλοι μας, ότι, εφόσον ειλικρινά ενδιαφερόμαστε για τα βλαχικά και την πολιτιστική κληρονομιά των Βλάχων, πρέπει να πέσουν οι τόνοι, να πάψουν οι πομφόλυγες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τα αφοριστικά δελτία τύπου που μας γυρνάν στα μέσα του 19ου αιώνα. Τα λόγια οφείλουν να συνάδουν με τα έργα. Τότε έχουν αξία. Απ΄ ότι φαίνεται, έχουμε να διανύσουμε μακρύ δρόμο.
Σημείωση: Το κείμενο είναι η γραπτή μορφή της παρέμβασής μου ως Αντιπροσώπου του Εξωραϊστικού Πολιτιστικού Συλλόγου Περιβολίου «Η ΒΑΛΙΑ ΚΑΛΝΤΑ» στην εκλογοαπολογιστική Γενική Συνέλευση της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πολιτιστικών Συλλόγων Βλἀχων στις 13/02/2022 στη Λάρισα. Το κείμενο ως έχει κατατέθηκε στα Πρακτικά της ΓΣ.
Στέργιος Λαϊτσος
[1] Johannes Kramer, Sprachwissenschaft und Politik. Die Theorie der Kontinuität des Rumänischen und der balkanische Ethno-Nationalismus im 20. Jh., in: Balkan-Archiv, NF 24/25 (1999/2000) 105-163.
[2] Δελτίο τύπου για τα βλάχικα 18/07/2011, Αρ. Πρωτ.44 στο: https://www.vlahoi.net/deltia-tipou-popsv/deltio-tipou-gia-ta-vlahika
«Με αφορμή δημοσιεύματα στον τύπο, έντυπο και ηλεκτρονικό, καθώς και αναρτήσεις σε ιστολόγια ή ψηφοφορίες στο facebook, σχετικά με τη βλάχικη γλώσσα η Πανελλήνια Ομοσπονδία Πολτιστικών Συλλόγων Βλάχων τονίζει: Όταν μιλάμε για τη βλάχικη γλώσσα (νεολογισμοί: αρωμουνική, αρμάνικη, κουτσοβλαχική) στο χώρο της Νοτίου Βαλκανικής εννοούμε τα βλάχικα, δηλαδή των σύνολο των βλάχικων προφορικών διαλέκτων. Η γλώσσα αυτή παραμένει μέχρι σήμερα προφορική και δεν έχει αποκτήσει μία ενιαία μορφή, κοινά αποδεκτή, από όλες τις ομάδες των βλαχοφώνων, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στις γύρω Βαλκανικές Χώρες. Τα βλάχικα, σύμφωνα και με τους ειδικούς γλωσσολόγους, είναι το σύνολο των διαλέκτων μίας μη ομογενοποιημένης και μη κωδικοποιημένης προφορικής γλώσσας.Επίσης να σημειωθεί ότι τα βλάχικα είναι μία από τις τέσσερις ρομανικές (δηλαδή νεολατινικές) γλώσσες της Βαλκανικής λατινικής. Ο εγγραμματισμός της ως νεολατινικής γλώσσας από τους ειδικούς επιστήμονες γίνεται κυρίως με το λατινικό αλφάβητο και τη χρήση εν μέρει ελληνικών στοιχείων. Τα βλάχικα που ομιλούνται από Έλληνες, δεν είναι ούτε ξένη ούτε μειονοτική γλώσσα. Είναι μια άλλη γλώσσα και συνιστά στοιχείο της υπερχιλιετούς προφορικής πολιτισμικής κληρονομιάς της πατρίδας μας. Η επιστημονική καταγραφή, μελέτη και διάσωσή τους είναι η καλύτερη απάντηση τόσο στους αδαείς κινδυνολογούντες φοβικούς όσο και στους επαγγελματίες ακτιβιστές και κατασκευαστές μιας «εθνικής» αρμάνικης/βλάχικης γλώσσας».
[3] https://www.efsyn.gr/nisides/227475_anazitoyn-alfabito Μαρία Α.Μ. Τσίγκου Επίκουρη καθηγήτρια στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, γλωσσολόγος. 19.01.2020, 21:26. Τον προφορικό χαρακτήρα των βλαχικών περιέγραψαν κι οι συμμετέχοντες στην Ημερίδα του ΚΕΜΟ στη Λάρισα τον Ιούνιο του 1998. Βλέπε εκδ. ΚΕΜΟ, Γλωσσική ετερότητα στην Ελλάδα. Οι γλώσσες της μειονότητας της δυτικής Θράκης (τούρκικα-πομάκικα). Τα βλάχικα. Οι σλαβικές διάλεκτοι της Μακεδονίας. Τα αρβανίτικα. Εκδ. Αλεξάνδρεια, 2001, σελ. 81, 90,
[4] Κ. Ντίνας στο:ΚΕΜΟ, Γλωσσική ετερότητα στην Ελλάδα. σελ.90.
[5]Κ. Ντίνας,στο: ΚΕΜΟ, Γλωσσική ετερότητα στην Ελλάδα, σελ 109.
[6] Κ. Ντίνας, στο: ΚΕΜΟ, Γλωσσική ετερότητα στην Ελλάδα, και σελ. 128: «τα βλάχικα σαφώς είναι μια γλώσσα που ανήκει στις τέσσερις νεολατινικές των Βαλκανίων».
[7] Κ. Ντίνας, στο ΚΕΜΟ, Γλωσσική ετερότητα στην Ελλάδα, σελ 117.
[8] Ν. Κατσάνης, στο Γλωσσική ετερότητα στην Ελλάδα, σελ 118.
[9] Δελτίο τύπου Δελτία τύπου Π.Ο.Π.Σ.Β & Π.Β.Α 18/07/2011, αριθμός πρωτοκόλλου 44
[10] Αλλά κι οι συμμετέχοντες στην Ημερίδα των Ιωαννίνων «για τον εγγραμματισμό συμφώνησαν ……. μπορούν να χρησιμοποιηθούν περισσότερα του ενός “αλφάβητα”» βλέπε σχετικό δελτίο στο https://faretra.info/2019/11/21/pragmatopoiithike-epistimoniki-imerida-gia-ti-grapti-apodosi-tis-vlachikis-glossas/
[11] Με πρόεδρο τον γλωσσολόγο καθηγητή Αντώνη Μπουσμπούκη με ειδίκευση στα βλαχικά, και μέλη, μεταξύ άλλων, τον Ευάγγελο Αυδίκο καθηγητή Κοινωνικής Ανθρωπολογίας.
[12] Σ΄αυτό το σημείο σημειώνω ότι κι ο γλωσσολόγος Κ. Ντίνας έλεγε τον Ιούνιο του 1998 ότι πέρα από την καταγραφή «όλες οι άλλες επιθυμίες για διατήρηση κι αναβίωση κλπ. κινούνται στη σφαίρα της φαντασίας». Βλέπε στο: ΚΕΜΟ, Γλωσσική ετερότητα στην Ελλάδα, σελ. 96.
[13] Ο Νίκος Κατσάνης θεωρεί ότι «με όρους γλωσσολογικούς», «μια γλώσσα πρέπει να έχει αυτοτέλεια σε όλα τα λειτουργικά της επίπεδα…οι λιγότερο διαδομένες δεν ανταποκρίνονται σε όλα τα λειτουργικά επίπεδα… δεν μπορούμε να τις χρησιμοποιήσουμε σε ένα επιστημονικό σύγγραμμα ή σε μια δημόσια συζήτηση» ΚΕΜΟ, Γλωσσική ετερότητα στην Ελλάδα, σελ. 96-97 και σελ. 110.
[14]Αστέριος Κουκούδης: «Δεν μπορούμε να μιλάμε για την ενδεχόμενη διδασκαλία της βλαχικής χωρίς προηγουμένως να έχει γίνει συστηματική έρευνα και καταγραφή» ΚΕΜΟ, Γλωσσική ετερότητα στην Ελλάδα. σελ. 107/108. Επίσης η τοποθέτηση για τα ζητήματα που έθεσε ο Κουκούδης από τον Σ. Μπέη, ΚΕΜΟ, Γλωσσική ετερότητα στην Ελλάδα. σελ. 109.
[15] Αναφορικά με αυτό το ζήτημα είναι χαρακτηριστικά όσα ο Κ. Ντίνας ανέφερε το 1998: «Ένας δεύτερος ουσιαστικός λόγος που οδηγεί το βλάχικο ιδίωμα (sic) σε βαθμιαία υποχώρηση και πιθανότατα εξαφάνιση το επόμενο διάστημα έχει να κάνει με τον εκσυγχρονισμό των κοινωνιών….». ΚΕΜΟ, Γλωσσική ετερότητα στην Ελλάδα, σελ. 90.
[16] Δελτίο τύπου Δελτία τύπου Π.Ο.Π.Σ.Β & Π.Β.Α 18/07/2011, αριθμός πρωτοκόλλου 44.
[17] Το υπόμνημα εγκρίθηκε κι υπογράφτηκε αντίστοιχα από τους αντιπροσώπους των Συλλόγων στη Γενική Συνέλευση της ΠΟΠΣΒ με 166 θετικές ψήφους, 0 κατά κι 7 λευκά.
[18] «Βασικό συμπέρασμα της Ημερίδας είναι η αναγκαιότητα διάσωσης της βλάχικης γλώσσας, που κινδυνεύει να χαθεί. Ως προς τον εγγραμματισμό της, συμφωνήθηκε ότι μπορεί να βρεθεί ο προσφορότερος τρόπος υλοποίησής του σε συνεργασία των ειδικών επιστημόνων με όσους διδάσκουν τη βλάχικη σε αρκετούς συλλόγους ανά τη χώρα και ανάλογα με το κοινό στο οποίο απευθύνονται. Για τον λόγο αυτό μπορούν να χρησιμοποιηθούν περισσότερα του ενός “αλφάβητα”».https://faretra.info/2019/11/21/pragmatopoiithike-epistimoniki-imerida-gia-ti-grapti-apodosi-tis-vlachikis-glossas/
[19] Max Demeter Peyfuss, Der Weg der Familie Dumba von Mazedonien nach Wien, υποσημείωση 1. στο https://www.vr-elibrary.de/doi/abs/10.7767/miog.1980.88.jg.313?download=true&journalCode=miog
[20] Agathoklis Azelis , Versuche zur Verschriftlichung des Aromunischen um die Wende vom 18. zum 19. Jahrhundert, στο: Das achtzehnte Jahrhundert und Österreich, Bd. 10, Wien 1995, 73-83.
[21] Αστέριος Κουκούδης: «Η ανυπαρξία επίσημης βλάχικης γλώσσας, … είναι δεδομένο», στο: ΚΕΜΟ, Γλωσσική ετερότητα στην Ελλάδα. σελ. 107. Για το ίδιο Κ. Ντίνας: «Σίγουρα όταν κάποιος βλαχόφωνος αναφέρεται στα βλάχικα, μιλάει για τα βλάχικα που γνωρίζει ο ίδιος. Και δεν είναι δυνατό να γίνει αλλιώς γιατί τα βλάχικα δεν απέκτησαν ένα κυρίαρχο ιδίωμα…», στο:ΚΕΜΟ, Γλωσσική ετερότητα στην Ελλάδα. σελ. 110.
[22] Ενδεικτικά για τις σημασίες του όρου Βλάχος:Max Demeter Peyfuss, Aromanian Landlords in Banat around 1800, σελ. 59κε στο: http://iini.ro/Revista%20Istorica/RI_complet/2003/Revista_istorica_an14_2003_05_08_nr03_04.pdf
Stergios Laitsos, Die Konstruktion der Vlachen von 1640 bis 1720, στο: επιμ. Helmut Reimitz ; Bernhard Zeller, Vergangenheit und Vergegenwärtigung. Forschungen zur Geschichte des Mittelalters, Bd. 14, Österreichische Akademie der Wissenschaften, Wien, 2009, 205-227.
[23] Για τα σχετικά ζητήματα βλέπε:Emanuele Banfi, Aree latinizzate nei Balcani e una terza area latino-balcanica (area della via Egnazia), στο: “Rendiconti dell’Istituto Lombardo – Accademia di Scienze e Lettere – Classe di Lettere”, 106 (1972), pp. 185-243. Του ιδίου, Intorno al concetto di confine linguistico latino-greco nei Balcani, in “Die Slawischen Sprachen”, 11 (1987), pp. 5-24. Του ιδίου, Storia linguistica del Sud-Est europeo. Crisi della Romània balcanica tra alto e basso medioevo, Milano, Franco Angeli, 1991.
[24] Δελτία Τύπου ΣΒΒ https://faretra.info/2021/10/16/sillogos-vlachon-veroias-stin-k-mendoni-otan-pethainei-mia-glossa-ginetai-enas-akrotiriasmos-tis-anthropotitas-mikros-i-megalos/ Στο δελτίο τύπου της 17ης Οκτωβρίου το «όλων σχεδόν των Συλλόγων» έγινε «πολλών Συλλόγων»: «αλλά και με τα καταστατικά πολλών Συλλόγων που προβλέπουν τη διάσωση και τη διατήρηση της βλαχικής γλώσσας» https://faretra.info/2021/10/27/sillogos-vlachon-veroias-to-ds-tis-popsv-se-pliri-antithesi-me-to-katastatiko-tis-arneitai-tin-iparxi-vlachikis-glossas/
[25] Σημείωση. Οι αντιπρόσωποι κουνούσαν αρνητικά το κεφάλι τους. Από τους παριστάμενους στην αίθουσα αντιπροσώπους 50 Συλλόγων δεν επιβεβαίωσε κανείς τη σχετική θέση που δημοσιεύτηκε στα Δελτία του ΣΒΒ.
[26] «Αφιέρωμα στη Βλαχική Παρουσία στην Ημαθία», στο: «Χρονικά Ιστορίας και Πολιτισμού Νομού Ημαθίας έτος ΙΒ’, αρ. τεύχους 39 (Δεκέμβριος 2019), τετραμηνιαία έκδοση της Εταιρείας Μελετών Ιστορίας και Πολιτισμού Ν. Ημαθίας.
[27] Χρήστος Σκούπρας, φιλόλογος Δρ Παιδαγωγικών, Η Βλάχικη Κοινότητα της Βέροιας. Ερμηνευτικές αφηγήσεις για το παρελθόν και το παρόν, στο: «Αφιέρωμα στη Βλαχική Παρουσία στην Ημαθία», σελ. 7-12, σελ.12.
[28] Χ. Σκούπρας, στο: «Αφιέρωμα στη Βλαχική Παρουσία στην Ημαθία», σελ. 8.
[29] Χ. Σκούπρας, στο: «Αφιέρωμα στη Βλαχική Παρουσία στην Ημαθία», σελ. 12.
[30] Δελτίο τύπου ΣΒΒ στο: https://faretra.info/2021/10/16/sillogos-vlachon-veroias-stin-k-mendoni-otan-pethainei-mia-glossa-ginetai-enas-akrotiriasmos-tis-anthropotitas-mikros-i-megalos/
[31] Παρὀμοια θέση είχε εκφράσει κι ο ακτιβιστής του Μακεδοναρμανισμού Ιάνκου Περιφάν.«Αν χάσουμε τη γλώσσα, χάνουμε και το λαό. Άρα το πρόβλημα είναι αν θέλουμε να παραμείνουμε βλαχόπουλα. Γεννηθήκαμε βλαχόπουλα και θέλουμε να παραμείνουμε βλαχὀπουλα», στο:ΚΕΜΟ, Γλωσσική ετερότητα στην Ελλάδα, σελ.119.
[32] Σκέψεις σχετικά με το ερώτημα «ποιος είναι Βλάχος σήμερα», στο ΚΕΜΟ, Γλωσσική ετερότητα στην Ελλάδα, σελ.127-130.
[33] I. Παπαδριανός, Οι Έλληνες πάροικοι του Σεμλίνου, [ΙΜΧΑ], Θεσσαλονίκη 1988, σ. 13, 30-38. Του ιδίου, Οι Έλληνες απόδημοι στις Γιουγκοσλαβικές χώρες (18ος-20ος αι), Θεσσαλονίκη 1993.
[34] Κι ο ίδιος ο μεταφραστής αναφέρει ότι αυτή είναι η δόκιμη μετάφραση του όρου. Ενδεικτικά επίσης για τη χρήση των όρων «Βλάχος», «Τσίνταρος» «Γραικός» Max Demeter Peyfuss, Aromanian Landlords in Banat around 1800, σελ. 59-62, στο:
http://iini.ro/Revista%20Istorica/RI_complet/2003/Revista_istorica_an14_2003_05_08_nr03_04.pdf.
[35] Β. Γούναρης ‒ Αστ. Κουκούδης, «Από την Πίνδο ως τη Ροδόπη: Αναζητώντας τις εγκαταστάσεις και την ταυτότητα των Βλάχων», Ίστωρ 10 (1997) 91-137.