Διήγημα βασισμένο στις διηγήσεις/αναμνήσεις του Γιώργου Κυράτσα. Νυχτέρια και διάλογοι κοριτσιών της δεκαετίας του 50 στο Κεφαλόβρυσο Ιωαννίνων.
-Ω Σωτηρία! Έχεις κανένα σχέδιο για να πλέξουμε τα φυλαχτά μας;
– Και σχέδια έχω και χάντρες όλων των χρωμάτων. Προχθές μου έφεραν τις χάντρες από τα Γιάννενα. Όταν θα είναι η σειρά να έρθετε στο σπίτι μου για να κεντήσουμε ή να πλέξουμε, θα σας τα δείξω.
– Απόψε θα είμαστε στης Χρυσάνθης, αύριο στης Βασίλως και μεθαύριο στο σπίτι σας, της απάντησε η Θοδώρα και συμπλήρωσε κάπως νευριασμένη: – Και κοίτα να βάλεις μυαλό στον μικρό να μη μας ξηλώνει τα πλεκτά μας. Αυτό δεν είναι παιδί είναι διαβολάκι. Τις προάλλες είδες πόσες σειρές μου ξέπλεξε από την κάλτσα.
Η Σωτηρία γύρισε και την κοίταξε και της είπε χαμογελαστά:
– Διαβολάκι άλλα γλυκό διαβολάκι. Ξέρεις είναι η αδυναμία μας. Αφού μωρέ και εσείς τον αγαπάτε. Ακόμη και εσύ που παραπονιέσαι για την κάλτσα κατά βάθος τον αγαπάς και θέλεις να γυροφέρνει στα πόδια μας. Άσε που μας κάνει και μικροαγγαρείες. Πόσες φορές τον βάλαμε να μας μαζεύει σε κουβάρι τις κλωστές από την ανέμη; Πόσες φορές τον στέλνουμε για μικροθελήματα στα μαγαζιά; Ά και σκέφτομαι να αρχίσω από απόψε να φτιάχνω τα φυλακτά μου. Και αφού δε θέλετε τον Γιωργάκη, δε θα σας τον φέρω.
– Ά όχι τον Γιωργάκη τον θέλουμε μαζί μας, είπε η Φρόσω. Μου αρέσει να τον βλέπω που προσπαθεί να μάθει να κεντάει. Χαχά! Ρίχνει μια βελονιά από εδώ μια από εκεί και μετά τα παρατάει. Χαζές μας ανεβάζει χαζές μας κατεβάζει που καθόμαστε με τις ώρες και πλέκουμε και κεντάμε.
– Εμ και τι να κάνουμε αφού πρέπει να έχουμε απ’ όλα στα μπαούλα μας! Με τί προίκα θα παντρευτούμε; συμπλήρωσε η Χρυσάνθη.
Κουβέντα στη κουβέντα τα κορίτσια ανέβηκαν τον ανήφορο φορτωμένες με τις βαρέλες τους και πλησιάζαν κοντά στην Εκκλησία της Παναγίας.
– Άντε και φτάσαμε! Το βράδυ λοιπόν στης Χρυσάνθης θα τα ξαναπούμε, είπε η Βασίλω.
Τα κορίτσια χωρίστηκαν και η κάθε μια τράβηξε για το σπίτι της. Ποτέ, καμιά κοπέλα, δεν πήγαινε μόνη για νερό στη πηγή. Πάντα παρέες – παρέες. Δεν ήταν δα και κοντά. Ήταν λίγο μακριά και το κακό ήταν, ότι στον ανήφορο για το χωριό στο γυρισμό, οι βαρέλες ήταν γεμάτες. Δεν γινόταν να είναι άδειες στον ανήφορο και γεμάτες στον κατήφορο;
Χειμώνας, καλοκαίρι, κρύο ακόμη και βροχή έπρεπε να πάνε στη πηγή για νερό. Λίγα τα πηγάδια στο χωριό και τα περισσότερα ανήκαν σε σόγια. Δεν ήταν προσβάσιμα για όλους. Μόλις είχαν τελειώσει όμως κάτι έργα ύδρευσης και σε λίγο όποιος ήθελε και είχε την οικονομική δυνατότητα θα είχε νερό στο σπίτι του. Θα έφερναν νερό από την Βαλαώρα.
Είδε η Δεξαμενή κτίστηκε και φαινόταν στα ριζά της Βαλαώρας απ’ όλους τους μαχαλάδες του χωριού. Και όπως ήταν συμφωνημένο αφού τέλειωναν τις καθιερωμένες δουλειές που τους αναλογούσαν για το σπίτι, είτε για τη λάτρα του, είτε για το μαγείρεμα, πλύσιμο ρούχων κλπ. αργά το βραδάκι έπαιρναν την μικρή υφαντή τσάντα με το ανάλογο εργόχειρο και πήγαιναν στο συμφωνημένο σπίτι για το νυχτέρι των κοριτσιών. Το είχαν καθιερώσει κάθε βραδιά σε διαφορετικό σπίτι και όχι μόνον σ’ ένα. Με τη σειρά σε κάθε σπίτι θα έκαιγε η λάμπα με περισσότερη φλόγα για να βλέπουν τα κορίτσια.
Που λεφτά για πετρέλαιο; Λίγο έως πολύ, όλοι χρωστούσαν στο μαγαζί και ήταν σημειωμένα τα χρωστούμενα στο τεφτέρι. Έτσι λοιπόν κάθε σπίτι άνοιγε την πόρτα του με τη σειρά στα κορίτσια της γειτονιάς που έπλεκαν γελώντας, τραγουδώντας και λέγοντας αστεία μέχρι τα μεσάνυχτα με μια μικρή διακοπή όταν η φιλόξενη νοικοκυρά του σπιτιού θα τις καλούσε να φάνε μια χαψιά από τη γρήγορη κασιόπιτα, από την τραχανόσουπα ή από την τζάμα.
Γρήγορα και πεντανόστιμα φαγητά με κύριο υλικό τη φέτα που υπήρχε σ’ όλα σχεδόν τα σπίτια. Εκείνο το βράδυ η Σωτηρία έριξε στην τσάντα της το κουτί με τις πολύχρωμες χάντρες, το σχέδιο για τα φυλακτά, την ανάλογη κλωστή και βελόνα και πήρε και τον Γιώργο από το χέρι και κατευθύνθηκε στο διπλανό σπίτι της Χρυσάνθης.
– Ήσυχα Γιώργο μου να κάτσεις. Μη τους ξηλώνεις τα πλεκτά τους. Κρίμα είναι να παιδεύονται. Θα σου δώσω εγώ μια δουλειά να κάνεις και θα δεις που θα σου αρέσει. Τώρα πια που ξέρεις να μετράς, θα μας βοηθάς.
– Εντάξει αδελφούλα μου, δε θα σας χαλάσω τίποτε, σας το υπόσχομαι.
Άρχισε ο Γιώργος να μετρά τις χάντρες ανάλογα με το χρώμα και τις περνούσε με τη βελόνα στη κλωστή. Δέκα μωβ, δέκα κίτρινες, δέκα γαλάζιες και φτου από την αρχή. Πέρναγε τις χάντρες και κάθε τρεις και λίγο ρώταγε την αδελφή του:
– Καλά τις περνάω; –
–Ναι Γιώργη μια χαρά. Το πρώτο φυλαχτό δικό σου, του είπε η αδελφή του και του έσκασε ένα φιλί.
Σε λίγο ο Γιώργης κουρασμένος από το μέτρημα και από την κούραση της ημέρας, σχολείο, δουλειές στη στάνη με τον πατέρα του, αποκοιμήθηκε στο μπάσι ανάμεσα στα κορίτσια που συνέχιζαν τα εργόχειρά τους. Η Σωτηρία πήρε την αρχή της κλωστής με τις περασμένες χάντρες και άρχισε να πλέκει το περιλαίμιο του φυλαχτού.
– Α! ωραίος συνδυασμός χρωμάτων! Ανάφωνησε η Βασίλω.
– Και που να το δείτε και τελειωμένο, απάντησε όλο καμάρι η Σωτηρία.
Και δεν είχε άδικο. Κάθε βράδυ με τη βοήθεια του Γιώργη που συνέχιζε να περνάει τις χάντρες, η Σωτηρία έπλεκε και αυγάταινε το όμορφο φυλακτό και δεν έκανε μόνο ένα αλλά αρκετά. Συνηθιζόταν άλλωστε στο χωριό τους, όταν παντρευόταν κάποια κοπέλα, να μοιράζει δωράκια στους συγγενείς των πεθερικών της.
Είτε πλεκτές κάλτσες, είτε υφαντές τσάντες, φυλαχτά και ζώνες πλεγμένα με χάντρες και άλλα μικροπράγματα όλα φτιαγμένα από τα επιδέξια χέρια της νύφης. Και κάπως έτσι κυλούσαν τα βράδια όσο οι κοπέλες ήταν ανύπαντρες.
Τότε που το εργόχειρο ήταν συγχρόνως και διασκέδαση!
Αρετή Γραμμόζη από το Κεφαλόβρυσο Ιωαννίνων