του Γιάννη K. Τσιαμήτρου ( Ομιλία του στην διαδικτυακή εκδήλωση της ΠΟΠΣΒ της 25/04/2021)
Θεωρώ ότι η μουσική και τα τραγούδια των βλαχοφώνων αποτελούν μέρος της μουσικής του μακρόχρονου και διαχρονικού ελληνισμού και ιδιαίτερα της Πίνδου. Δεν μπορούμε, δηλαδή, να μιλάμε για ξεχωριστή ‘βλάχικη/αρμάνικη’ μουσική.
Σχετικά με την ελληνικότητα, την εντοπιότητα και τον αρχαϊσμό της μουσικής και των τραγουδιών των δίγλωσσων Βλάχων υπάρχουν εργασίες ελλήνων και ξένων επιστημόνων. Για παράδειγμα:
Η εθνομουσικολόγος Αθηνά Κατσανεβάκη σε συνέδριο, αλλά και στην Διδακτορική της διατριβή, μεταξύ πολλών άλλων, τονίζει ότι το ελληνόφωνο ρεπερτόριο φαίνεται να είναι ενδογενές στους βλαχόφωνους της Πίνδου και της ‘Διασποράς’ τους, όπως, βέβαια, και το βλαχόφωνο. Η έντονη παρουσία των ελληνόφωνων τραγουδιών στη μουσική των Βλάχων της Πίνδου δεν είναι τυχαία και όπως δείχνουν τα πράγματα πηγάζει από την ίδια τους την καταγωγή1 (ενν. ελληνική).
Πλήθος επιχειρημάτων για ελληνόφωνο ρεπερτόριο παρουσιάζει ο Αχιλλεύς Λαζάρου στην εργασία του ‘Η Ιστορία του βλάχικου δημοτικού τραγουδιού’ που δημοσιεύθηκε το 1988 στο επιστημονικό περιοδικό ‘Ηπειρωτικό Ημερολόγιο’ 2.
Ο μεγαλύτερος εθνομουσικολόγος του 20ου αι., ο ελβετός Samuel Baud-Bovy, σε διεθνές Συμπόσιο Ελληνικής Μουσικής που οργάνωσε το Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών (4-6/9/1986) – πριν ακριβώς τον θάνατό του – προαναγγέλοντας τα πορίσματα εργασιών του, ανακοίνωσε ότι η μουσική του βλάχικου δημοτικού τραγουδιού είναι ελληνική 3.
Συμπερασματικά, κατά την ταπεινή μου άποψη, το μουσικοχορευτικό ύφος των βλαχοφώνων αποτελεί κατά βάση μέρος του αντίστοιχου της ηπειρωτικής Ελλάδας, με αρχαιοελληνικό υπόβαθρο, με αργό, δωρικό, ραψωδιακό ύφος και με ρυθμούς της αρχαίας προσωδιακής ποίησης, δηλαδή συνδυασμούς δακτύλων, ιάμβων, παιόνων κλπ.
Τα προαναφερθέντα στοιχεία συναντά κανείς και στα βλαχοχώρια του Αν. Βερμίου. Όπως είναι γνωστό ιστορικά, έχουμε μετακινήσεις βλάχικων φαλκαριών ή καραβανιών – δηλαδή οικογενειών με όλο το κτηνοτροφικό βιός τους – από τα βλαχοχώρια της ανατολικής Πίνδου προς την κεντρική και ανατολική Μακεδονία. Οι μετακινήσεις αυτές έγιναν στο τέλος του 18ου αι. με αρχές 19ου. Στην περίπτωση του Βερμίου γίνεται εκεί σταδιακή εγκατάσταση στις αρχές με μέσα του 19ου αι. του φαλκαριού του Μπαντραλέξη από τα βλαχοχώρια των Γρεβενών, κυρίως της Αβδέλλας. Έτσι προκύπτουν τα βλαχοχώρια Σέλι, Ξηρολίβαδο και Κουμαριά 4. Οι λόγοι αυτών των μετακινήσεων ήταν κυρίως η σκληρή πολιτική του Αλή Πασά.
Συγκεκριμένο τραγούδι διασώζεται στην παράδοση των Βλάχων του Βερμίου και αναφέρεται στην μετακίνηση αυτή με τον τίτλο ‘το Καρβάνι του Μπαντραλέξη’.
Αϊντε πέρα από, τάρι νάρι να, πέρα από τη Σαμαρίνα.
Αϊντε κίνησε, τάρι νάρι να, κίνησε κι ένα καρβάνι.
Αϊντε στη Κρανιά, τάρι νάρι να, στην Κρανιά μες το μπουγάζι.
Αϊντε πάτησαν, τάρι νάρι να, πάτησαν κι ένα καρβάνι.
Αϊντε το καρβάνι, τάρι νάρι να, το καρβάνι του Μπαντραλέξη.
Αϊντε πήρανα, τάρι νάρι να, πήραν άσπρα πήραν γρόσια.
Αϊντε πήραν και, τάρι νάρι να, πήραν και μια ρωμιοκόρη.
Αϊντε πού ήτανα, τάρι νάρι να, πού ήταν άσπρη σαν το χιόνι.
Αϊντε κόκκινη, τάρι νάρι να, κόκκινη σαν το πιπέρι.
(από την λαϊκή παράδοση των βλαχοχωριών του Βερμίου)
Ο γλωσσολόγος, Ν. Κατσάνης, στην εργασία του ‘Κουτσοβλαχικά τραγούδια’ 5, σημειώνει ότι τα κλέφτικα τραγούδια αποτελούν σημαντικό κεφάλαιο της βλαχόφωνης ποίησης. Συνεχίζει, λέγοντας ότι από την μελέτη αυτών θα προκύψει ανάγλυφη η στάση των βλαχοφώνων απέναντι στην Επανάσταση του ΄21 και τονίζοντας ταυτόχρονα τη γνωστή δράση των πολυάριθμων βλαχοφώνων αρματολών σε αυτήν.
Στην κατηγορία των άγνωστων κλέφτικων τραγουδιών κατατάσσει το βλαχόφωνο τραγούδι με τον τίτλο ‘Χίλιου αλ Ζαφειράκη’ που σημαίνει ‘ο γιός του Ζαφειράκη’. Πρόκειται σαφέστατα για τον γιο του γνωστού Ναουσαίου οπλαρχηγού, Ζαφειράκη, αρχηγού της Επανάστασης του 1822 και του Χαλασμού της Νάουσας της Μακεδονίας. Ο Ν. Κατσάνης θεωρεί ότι την πατρότητα του τραγουδιού την διεκδικούν η Κλεισούρα και το Νυμφαίο, βλαχοχώρια της Δυτ. Μακεδονίας.
ΧΙΛΙΟΥ ΑΛ ΖΑΦΕΙΡΑΚΗ (Γιός του Ζαφειράκη)
[μια από τις δύο παραλλαγές -Η παρακάτω δεύτερη παραλλαγή παραχωρήθηκε στον Ν. Κατσάνη από τον Νικ. Λούστα από το Νυμφαίο (συλλογή του) με πληροφορητή – ως φωνή – τον Δ. Μπουτάρη]στα βλάχικα
Τσίντσι τζ.΄λι, σι σιάσι νουάπτσι, ντόϊ λάϊ χίλιι ντι ντόμνι τρου κούρια ντιν Κλισούρα
-χίλιου αλ Ζαφειράκη-
σ τράψ. ντρέπτου λα ούν. μουάσε – αμάν μούμα, αμάν μουάσε,
τρι ούν. σεάρ. ακουμτινάρε, σ τρι ούν. μπουκάτ. ντι π΄.νι
– χίλιου αλ Ζαφειράκη-
σι τρι ούν. σάσμ. ακουπιρίρε. Σι σμπ.κάρ. σντουρνίρ.,
σι σβουτζού σι ούν. γίσου ουρούτ., σι αρσάρι κα ουπαρίτου..
-Σκουάλ. νι, Κώτα, σκουάλ. νι, φράτε, κ. ασκέρεα ν.μβαρλ.γκάρ..
Λι ακ.τσάρ. σι λι λιγκάρ., σι λ. τρικούρ. πριν Κλεισούρα.
Π΄.ν. σ μπεά ντόμνουλ καφέλου, λι σκόσιρ. λιμπαντέλνου.
Μετάφραση:
Πέντε μέρες και έξι νύχτες δυο μαύρα αρχοντόπουλα στο κουρί της Κλεισούρας
-γιε του Ζαφειράκη-
τράβηξαν σε μια γριά-αμάν, μάνα, αμάν, γιαγιά-
για ένα βράδυ, για μια ανάσα και για ένα κομμάτι ψωμί
-γιε του Ζαφειράκη-
και για ένα χράμι για σκέπασμα. Στρώθηκαν και κοιμήθηκαν
κι είδε ένα κακό όνειρο και σηκώθηκε αλαφιασμένος
-Σήκω, Κώτα, σήκω, αδελφέ μου, γιατί ασκέρι μας τριγύρισε.
Τους έπιασαν, τους έδεσαν και τους πέρασαν απ’ την Κλεισούρα.
Ώσπου να πιει ο άρχοντας τον καφέ του, τους βγάλανε το λιμπαντέ.
Σχόλιο: Ο Ν. Κατσάνης τοποθετεί ιστορικοχρονικά το τραγούδι στα χρόνια της Επανάστασης του 1821 στη Μακεδονία και πρόκειται λέει χωρίς αμφιβολία για τον Φίλιππο τον γιό του Ζαφειράκη και το δεύτερο αρχοντόπουλο είναι κάποιος Κώτας, με πιθανή υπόθεση τον τρίτο γιό του Καρατάσου. Και οι δύο λοιπόν παιδιά των γνωστών οπλαρχηγών του Βερμίου στην Επανάσταση του 1822 στο Βέρμιο (Νάουσα κλπ), οι οποίοι μετά την κατάπνιξη της επανάστασης πήγαν στην Κλεισούρα, όπου τους πρόδωσε μια γριά που τους φιλοξένησε με χρήματα, όπως λέει το τραγούδι.
Είναι προφανέστατο ότι υπάρχουν κλέφτικα τραγούδια και στο Βέρμιο, όπως αυτό που κατέγραψε με επιτόπια έρευνα στην Βέροια η Αθηνά Κατσανεβάκη το 1995 από τον ξηρολιβαδιώτη Τάκη Κυρίτση. Πρόκειται για τραγούδι σε βλάχικο στίχο με τον τίτλο ‘σκουάλ. καπιτάν’ που σημαίνει ‘σήκω καπετάνιε’. Εδώ η λαϊκή μούσα θέλει τον σκοτωμένο και αντρειωμένο επαναστάτη καπετάνιο να στέλνει ‘χαμπέρι’ στους δικούς του να μάθουν ότι παντρεύτηκε και πήρε για νύφη τη γη. Κάτι παραπλήσιο, δηλαδή, με το γνωστό τραγούδι ‘Παιδιά της Σαμαρίνας’.
ΣΚΟΥΑΛΟΥ ΚΑΠΙΤΑΝ (=σήκω Καπετάνιε)
(Κλέφτικο. Πληροφορητής ο Ξηρολιβαδιώτης Κυρίτσης Τάκης, ετών 83, Βέροια 1995).
στα βλάχικα
-Άϊντε, σκουάλ. Καπιτάν, ντι σόμνου λατσέλ ντιτ μουάρτι,
αϊ κ. βίνι ουάρα σι φουτζίμ, σν. τσάι του λόκλου ανόστρου.
-Τσετς β. βόϊ φιτσιόρ βόϊ φιτσιόρ ντι Τούργια (Κρανιά),
κα σι ντριτσέτς μπριτ χουάρ. αμιά, λα σόπουτλου ντι νγκιάρι,
κ΄.ντιτσι μούλτι σνου κ.ντάτς, ντουφέκτς σνού αρουκάτς,
σνού βάβντι λάϊ μούμα αμιά, σι βρούτα αμιά ντι σόρ. ,
κα σβ.ντριάμπ. τσιβά τρι ιό, λελε μαράτλου,
σνού λι τσέτσ. κ., λάϊ, ιό μουρί, σλ. τσέτσ. κ. μι σουράϊ,
κσιν βιάστ. λόκλου βρούτα αμιά.
(.) = ημίφωνο (δική μου – Τσιαμήτρου Κ. Γιάννη – αποτύπωση)
Μετάφραση:
-Σήκω Καπετάνιε, από αυτόν τον ύπνο του θανάτου,
ήρθε η ώρα να φύγουμε, να πάμε στον δικό μας τόπο.
– Πηγαίνετε εσείς παιδιά, παιδιά της Τούργιας (Κρανιάς),
κι άμα πάτε στο δικό μου τόπο, στην βρύση στο ανήλιο,
πολλά τραγούδια μην πείτε, ντουφέκια μην ρίξετε,
να μην ακούσει η μάνα μου, κι η αγαπημένη μου αδελφή,
κι αν σε ρωτήσουν τίποτα για μένα, για μένα τον καημένο,
μην πείτε πως σκοτώθηκα, μον’ πείτε πως παντρεύτηκα,
και πήρα για αγαπημένη νύφη την γη (χώμα).
Και καθώς αναφέρθηκε η λέξη ‘καπιτάν’ σε βλαχόφωνο τραγούδι του Βερμίου, οφείλω να επισημάνω το έθιμο των Καπεταναραίων 6, που γινόταν μέχρι και τον μεσοπόλεμο από Βλάχους και Ντόπιους της Βέροιας στην περίοδο της Αποκριάς.
Πρόκειται για αναβίωση των κλεφτών και αρματολών της επαναστατικής περιόδου, που τελούνταν από νεαρούς άντρες. Η όλη λειτουργία του εθίμου μοιάζει με τις Μπούλες της Νάουσας και θεωρώ ότι έχει πανάρχαιες ρίζες τελετουργιών ενηλικίωσης εφήβων. Δεν λείπει βέβαια και το πολεμικό και επαναστατικό στοιχείο, καθώς και αυτό της νεκρανάστασης, όπου σε κάποιο σημείο δυο Καπετάνιοι παλεύουν με τα σπαθιά, ο ένας πέφτει κάτω σκοτωμένος και κατόπιν, προς ανακούφιση όλων, ανασταίνεται (επ-ανάσταση). Ο πατέρας μου, Τσιαμήτρος Η. Κωνσταντίνος ήταν τελεστής του εθίμου στον μεσοπόλεμο και μάλιστα αρχικαπετάνιος.
Αυτό που αξίζει προσοχής στο έθιμο είναι οι χοροί και οι πατινάδες των τελεστών του εθίμου: το Καραπατάκι, ο Λεωνίδας, η Ζαχαρούλα, το Τσάμικο κ.ά. χορευόταν απλά και ταυτόχρονα επιδέξια, με αυτοσχεδιασμό, λεβεντιά, με συγκρατημένο δωρικό τρόπο, με ετοιμότητα για μάχη και με επαναστατικό πνεύμα.
Ο Πλάτων στους ‘Νόμους’ του περιγράφει τους χορούς των αρχαίων, όπου τους διακρίνει για το αργό, σοβαρό και με εσωτερικά φορτισμένο και συγκρατημένο ήθος και ύφος. Ήθος με εσωτερική σοβαρή στάση ζωής και ανδρείο ύφος, δηλαδή έκφραση όχι αλαζονική, αλλά πραγματικά γενναία. Ο Πλάτων (Λάχης XIV, 188D), επίσης, λέει ότι αληθινός μουσικός είναι εκείνος που έχει ρυθμίσει τη ζωή του με λόγια και με έργα (στην πράξη) όχι σύμφωνα με την ιωνική ή τη φρυγική ή τη λυδική, αλλά σύμφωνα με τη δωρική αρμονία που είναι η μόνη ελληνική (“… δωριστί, αλλ’ ουκ ιαστί, οίομαι δε ουδέ φρυγιστί, ουδέ λυδιστί, αλλ’ ήπερ [δωριστί] μόνη Ελληνική εστιν αρμονία“).
Είναι τυχαίος και συμπωματικός αυτός ο παραλληλισμός;
Η ιστορία μας λέει ότι κοιτίδα του ελληνικού φύλου των Δωριέων είναι η οροσειρά της Πίνδου∙ είναι επίσης αποδεδειγμένο ιστορικά, αλλά και προπαντός κοινά αποδεκτό, ότι η Μητρόπολη των βλαχοφώνων Ελλήνων είναι η Πίνδος.
Είναι τυχαία και συμπωματικά, επίσης, αυτά τα δύο;
Τελειώνοντας, επαναλαμβάνω το γνωστό γεγονός των πολυάριθμων βλαχόφωνων κλεφτών και αρματολών, που μαζί με όλους τους υπόλοιπους Ελληνες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην Επανάσταση του ΄21.
Γιάννης K. Τσιαμήτρος
Ο Τσιαμήτρος Κ. Ιωάννης γεννήθηκε το 1952 στην Πολωνία και κατοικεί στη Βέροια από το 1957. Σπούδασε Αγγλική φιλολογία στο ΑΠΘ, εργάσθηκε σε δημόσια σχολεία του Ν. Ημαθίας και τώρα είναι συνταξιούχος από το 2008. Ήταν ταυτόχρονα χορευτής σε πάρα πολλά χορευτικά συγκροτήματα, κορυφαίο των οποίων είναι το συγκρότημα “Δόρα Στράτου” στην Αθήνα, όπου συμμετείχε σε παραστάσεις του επαγγελματικά, για 4 χρόνια (1976-1979). Στην συνέχεια διετέλεσε ο πρώτος χοροδιδάσκαλος των νεοσύστατων συλλόγων, “Λύκειο Ελληνίδων Βέροιας” και “Λαογραφικός Σύλλογος Βλάχων Βέροιας” (αρχές δεκαετίας 80). Από το 1982, ως καθηγητής, χοροδιδάσκαλος και Διευθυντής του Γυμνασίου Ριζωμάτων (Ημαθιώτικα Πιέρια) οργάνωσε χορευτικές ομάδες μαθητών, που κέρδισαν τέσσερις πανελλήνιες πρωτιές στους Πανελλήνιους Καλλιτεχνικούς Μαθητικούς Αγώνες στην κατηγορία του παραδοσιακού χορού. Παρακολουθεί και διδάσκει σε σεμινάρια παραδοσιακού χορού από το 1989, είναι χοροδιδάσκαλος σε πολλές χορευτικές ομάδες του Νομού Ημαθίας και με πρωτοβουλία του ιδρύεται σωματείο με τον τίτλο “Χορευτικός Όμιλος Βέροιας”, στον οποίο είναι Πρόεδρος και χοροδιδάσκαλος ταυτόχρονα. Ασχολείται επίσης με την τοπική παράδοση και λαογραφία και γράφει άρθρα λαογραφικού περιεχομένου εδώ και πολύ καιρό σε γνωστή τοπική εφημερίδα της Βέροιας (“ΛΑΟΣ”). Τα βιβλία του “Λαογραφία και παράδοση των ημαθιώτικων Πιερίων” “Ελληνικη Παραδοση” και “Βλαχοχωρια Ανατολικου Βερμιου” είναι συγγραφικές δουλειές, πόνηματα επιτόπιας έρευνας 30 ετών.
Πηγές:
1. Αθηνά Ν. Κατσανεβάκη: ‘Βλαχόφωνα και Ελληνόφωνα τραγούδια της περιοχής Βορείου Πίνδου. Ιστορική – Εθνομουσικολογική προσέγγιση : Ο Αρχαϊσμός τους και η σχέση τους με το ιστορικό υπόβαθρο’. Διδακτορική διατριβή. Β΄ Μέρος. Τόμος Ι. Θεσσαλονίκη 1998, 59.
2. Αχιλλεύς Λαζάρου: ‘Ιστορία του Βλάχικου Δημοτικού Τραγουδιού’. Ιωάννινα 1988. Ανάτυπο από το ‘Ηπειρωτικό Ημερολόγιο, 1988, 339-392.
3. Αχιλλεύς Λαζάρου: Ιστορία του βλάχικου δημοτικού τραγουδιού’, ανάτυπο από το ‘Ηπειρωτικό Ημερολόγιο’, Ιωάννινα 1988, σελ. 375.
4. Αστέριος Ι. Κουκούδης: ‘Οι Βεργιάνοι Βλάχοι και οι Αρβανιτόβλαχοι της Κεντρικής Μακεδονίας’, εκδόσεις Ζήτρος, 2001, σελ. 98-114.
5. Νίκος Κατσάνης: ‘Κουτσοβλαχικά τραγούδια – Μνήμη Samuel Baud Bovy’, τόμος 26 των ‘Μακεδονικών’ της ΕΜΣ, 1987.
6. Τσιαμήτρος Κ. Ιωάννης: ‘Βλαχοχώρια Ανατολικού Βερμίου, εκδόσεις iWrite, 2020, σελ. 230-239. Επίσης, ‘Οι Καπεταναραίοι της Βέροιας’, εργασία του ερευνητή Χρήστου Ζάλιου, ΝΙΑΟΥΣΤΑ, τριμηνιαίο περιοδικό πολιτιστικής εταιρείας Νάουσας ‘Αναστάσιος Μιχαήλ ο Λόγιος’, έτος 36ο, αρ. τεύχους 146, Ιανουάριος-Μάρτιος 2014, ISSN 1106-2118.