Η Σαμαρίνα (αλλιώς Σάντα Μαρίνα) είναι σημαντικό κεφαλοχώρι της Πίνδου. Το όνομά της προέρχεται είτε από τη λατινογενή (βλάχικη) ονομασία Σάντα Μαρίνα, είτε από το βουνό που κείται έναντι του χωριού, το οποίο αποκαλείται Καμάρα, καθώς έχει κυκλοτερές σχήμα.
Οι χωρικοί της περιοχής το γνώριζαν ως Γομάρα. 9 Πρόκειται για προσφιλές ενδιαίτημα της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας και της Ηπείρου και βρίσκεται κάτω από τον Σμόλικα, στις ΒΑ πλευρές του, μέσα σε πυκνό δάσος από οξιές, πεύκα, πλατάνια και έλατα. Η θέση της είναι αμφιθεατρική, ενώ κείται σε μια κόλπωση του Σμόλικα γεμάτη κρυσταλλένια νερά.
Ο τόπος ζωντανεύει τους καλοκαιρινούς μήνες, διότι ο βαρύς χειμώνας με τα χιόνια και τα κρούσταλλα εξαφανίζουν κάθε ίχνος ζωής. Το χωριό απλωνόταν σε τέσσερις μαχαλάδες (συνοικίες), που προφανώς πήραν το όνομα από κάποιον ναό: του Αγίου Αθανασίου, του προφήτη Ηλία, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και της Γεννήσεως της Θεοτόκου.
Η Σαμαρίνα υπαγόταν στον ναχιγιέ των Γρεβενών και στο πασαλίκι της Ηπείρου, κάτω από τη διοίκηση (στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αι.) του Αλή πασά. Σύμφωνα μάλιστα με την προφορική παράδοση, ο Αλή πήγαινε στη Σαμαρίνα τους καλοκαιρινούς μήνες για ξεκούραση και παραθερισμό. 10
Ο πληθυσμός της Σαμαρίνας ασχολούταν με τη διευρυμένη κτηνοτροφία (τσελιγκάτο), ενταγμένη στην κτηνοτροφία μεγάλων αποστάσεων.11 Κάθε χειμώνα οι οικογένειες, μαζί με τους βοσκούς και τα κοπάδια τους, εγκατέλειπαν το χωριό, με προορισμό τη Θεσσαλία. Εκεί το κλίμα ήταν ηπιότερο, κατάλληλο για τα γιδοπρόβατα. Υπήρχαν επίσης διαθέσιμες για βοσκή γαίες. Στο χωριό παρέμεναν μόνο οι φύλακες των σπιτιών μαζί με τα ηλικιωμένα άτομα, γύρω στις 50-60 ψυχές, που αδυνατούσαν να ακολουθήσουν την εποχική μετακίνηση.
Το καλοκαίρι η Σαμαρίνα συγκέντρωνε πάνω από 8.000*(άποψη μας πιθανόν λάθος του συγραφέα) τσέλιγκες, οι οποίοι εκτός της κτηνοτροφίας απασχολούνταν με την τυροκομία και την υλοτομία. Κάθε μέλος της οικογένειας ασχολούνταν με κάποια εργασία, στο πλαίσιο της συλλογικότητας που διέπνεε την οργάνωσή τους. Οι γυναίκες ασχολούνταν με την υφαντουργία, υφαίνοντας χονδρά μάλλινα υφάσματα για τη παραγωγή κουβερτών και ταπήτων. Επιπλέον, αξίζει να αναφερθεί ότι μερικοί κάτοικοι του χωριού ασχολούνταν με την εκκλησιαστική ζωγραφική. 12
Αξιοσημείωτη, ήταν και η βιοτεχνία των μαχαιράδων της Σαμαρίνας. Η παραγωγή των περίφημων γιαταγανιών προοριζόταν για τον εξοπλισμό του οθωμανικού στρατού και για τα κλεφταρματολικά σώματα. Πολλοί Σαμαρινιώτες ανέπτυξαν εμπορική δραστηριότητα, εξάγοντας μαλλιά στον ευρύτερο χώρο των Βαλκανίων, ενώ ίδρυσαν εμπορικούς οίκους σε μεγάλα αστικά κέντρα της Ευρώπης. Τα αρχοντικά σπίτια των κατοίκων, οι νέες εκκλησίες τους, η ανακαίνιση των παλαιών, η πλούσια διακόσμηση τους με τοιχογραφίες και ξυλόγλυπτα, μαρτυρούν την οικονομική ευεξία της περιοχής. 13
Ακόμη, αρκετοί Σαμαρινιώτες ακολουθούσαν το επάγγελμα του αγωγιάτη, του κυρατζή, όπως ονομαζόταν από τους Βλάχους της Πίνδου. Με τα μουλάρια και τα άλογά τους διέσχιζαν ολόκληρη τη Βαλκανική, ταξιδεύοντας από τη Θεσσαλία και την Ήπειρο μέχρι τη Ρουμανία και την Κεντρ. Ευρώπη. Υπήρχαν αγωγιάτες που κατείχαν ως και 100 με 200 ζώα.
Αυτοί ονομάζονταν καρβανάρηδες (βλαχ. καρβάνι: το καραβάνι) και οργάνωναν μακρινά ταξίδια, κυρίως από την άνοιξη ώς το φθινόπωρο. Τα παιδιά τους ακολουθούσαν το επάγγελμα του πατέρα και ονομάζονταν κοπέλια.
Χαρακτηριστικά είναι και τα μοιρολόγια των γυναικών που έχουν διασωθεί και απηχούσαν τη θλιβερή ατμόσφαιρα που επικρατούσε στα χωριά ή στις πόλεις κατά την αποχώρηση του καραβανιού. 14
Στη Σαμαρίνα γινόταν μεγάλο πανηγύρι τον Δεκαπενταύγουστο, κατά την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ‒ συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Πρόκειται για θρησκευτικό πανηγύρι αλλά και ετήσια συγκέντρωση των απανταχού Σαμαριναίων, με μεγάλη τοπική σημασία, στο οποίο γρήγορα αναπτύχθηκε και εμπορική δραστηριότητα.
Πολλοί έμποροι αλλά και παραγωγοί της ευρύτερης περιοχής έφθαναν στο χωριό τρεις μέρες νωρίτερα, για να στήσουν τα παραπήγματά τους και να τοποθετήσουν τα προς πώληση αγαθά τους. Εκεί συγκεντρώνονταν τόσο αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα (κρόκος/σαφράν, σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι, καπνός, ρακί, κρασί, τυρί, κεφαλοτύρι, μυζήθρα/ούρδα, βούτυρο, γιαούρτι, μαλλί από τα ζώα κτλ.) όσο και έργα λαϊκής τέχνης (γκιούμια, φτσέλες για αποθήκευση του κρασιού, βαρέλια, κάπες, ποδιές, κουβέρτες, τεντζερέδες, κουτάλες κτλ.). Η διάρκεια του πανηγυριού καθοριζόταν από τις συγκυρίες της εποχής. Άλλοτε διαρκούσε πέντε και άλλοτε τρεις ημέρες. Ανήκε στα τοπικά πανηγύρια της περιοχής που στόχευαν στη συγκέντρωση τοπικών προϊόντων, για να προωθηθούν εν συνεχεία στις μεγαλύτερες εμποροπανηγύρεις.
Τη περίοδο αυτή η Σαμαρίνα βρισκόταν σε οργασμό. Από όλα τα γύρω μέρη της Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας, μαζεύονταν χιλιάδες προσκυνητές και έμποροι. Οι περισσότεροι ποιμένες, τσέλιγκες και τυροκόμοι προσπαθούσαν να πουλήσουν τα προϊόντα τους. Ακόμη και οι κυρατζήδες και οι καρβανάρηδες επιδίωκαν να επιστρέψουν τις ημέρες του πανηγυριού.15 Κάθε χρόνο στο πανηγύρι παρευρισκόταν και ο μητροπολίτης Γρεβενών για την τέλεση της θείας λειτουργίας, τονίζοντας έτσι τη μεγάλη σημασία του πανηγυριού.
Μετά την τέλεση της λειτουργίας στο μεγάλο προαύλιο του ναού στηνόταν μεγάλος χορός. Ο χορός αυτός χορευόταν με τρεις σειρές (τρίδιπλος): μια σειρά νέων, μια σειρά γερόντων και μια σειρά γυναικόπαιδα, που πιάνονταν με μαντήλι. Τον χορό τον συνόδευαν συγκροτήματα μουσικών οργάνων. Οι γυναίκες και οι άνδρες φορούσαν την τοπική άσπρη φουστανέλα και τα χρυσοΰφαντα χρωματιστά σιγκούνια.16
Πηγή : Αλευράς Γ.Οι εμποροπανηγύρεις της Μακεδονίας κατά την οθωμανική περίοδο (18ος-19ος αι.): Το παράδειγμα της Σαμαρίνας και του Μαυρονόρους Γρεβενών, στο: Η Δυτική Μακεδονία Στους Νεότερους Χρόνους,
Πρακτικά Ά Συνεδρίου Ιστορίας Δυτικής Μακεδονίας, Γρεβενά 2014,
*. Αν υπολογίσουμε 8.000 τσέλιγκες (για να ορισουμε ένα κοπάδι και να το πούμε τσελιγκάτο πρέπει να υπολογίσουμε από 800-1.000 ζώα και πάνω ) που αναφερει ο συγραφέας 8.000 Χ 1.000 = 8.000.000 πραγμα αδύνατο σύμφωνα με ιστορικές αναφορές εκεινης της εποχής.Συμπεραίνουμε πως ίσως πρόκειται για τυπογραφικό λάθος ή εκ παραδρομής λάθος
9. Βλ. Χρ. Μ. Ενισλείδης, Η Πίνδος και τα χωριά της, Σπήλαιον-Γρεβενά-Σαμαρίνα, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1996, σ. 90.
10. Στο ίδιο, σ. 91.
11. Βλ. σχετικά Ευάγγ. Καραμανές, Οργάνωση του χώρου, τεχνικές και τοπική ταυτότητα στα κοπατσάρικα χωριά των Γρεβενών, [ΚΕΕΛ/Ακαδημία Αθηνών], Αθήνα 2011, και ο ίδιος, «Η κτηνοτροφία στην περιοχή Κοζάνης-Γρεβενών: Μια διαχρονική παραγωγική δραστηριότητα και οι κοινωνικές και πολιτισμικές της διαστάσεις», Κοζάνη, 600 χρόνια Ιστορίας. Γένεση και Ανάπτυξη μιας Μακεδονικής Μητρόπολης, Πρακτικά Β΄ Συνεδρίου Τοπικής Ιστορίας Κοζάνη, 27-30 Σεπτ. 2012, επιμ. Χαρ. Καρανάσιος, Κ. Ντίνας, Δ. Μυλωνάς, Δ. Σκρέκας, [Δήμος Κοζάνης], Κοζάνη 2014, σ. 189-216, όπου και βιβλιογραφία. Πβ. και Γ. Κλοκίδης, «Η κοινωνική, εκπαιδευτική, πολιτιστική και οικονομική δραστηριότητα του νομού Γρεβενών κατά την όψιμη Τουρκοκρατία (18ος – αρχές 20ού αιώνα)», στον παρόντα τόμο· Κωνσταντίνα Ντάσιου, «Σημαντικές μεταβολές στις εποχικές μετακινήσεις των ποιμενικών οικογενειών της Βόρειας Πίνδου: Η περίπτωση του οικισμού Περιβόλι Γρεβενών (19ος ‒ μέσα 20ού αιώνα)», στον παρόντα τόμο.
12. Αξιόλογες αγιογραφίες υπάρχουν τόσο στο εσωτερικό των ναών της, όσο και στους ναούς της ευρύτερης περιοχής της Μακεδονίας. Η τεχνοτροπία τους είναι επηρεασμένη από τη βυζαντινή τέχνη με εστίαση στη προσωπογραφία καθώς και στον συνδυασμό της ελληνικής με τη χριστιανική παράδοση. Το εργαστήριό τους βρισκόταν στο μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής· βλ. Ενισλείδης, Η Πίνδος και τα χωριά της, σ. 96-97. Για τους ζωγράφους της Σαμαρίνας βλ. Κίτσος Μακρής, Οι ζωγράφοι της Σαμαρίνας, Θεσσαλονίκη 1991· Μιλτ. Παπανικολάου, «Ορισμένες παρατηρήσεις για τους ζωγράφους της Σαμαρίνας κατά το 19ο αιώνα», Τα Γρεβενά. Ιστορία-Τέχνη-Πολιτισμός, Πρακτικά Συνεδρίου 2002, επιμ. Μιλτ. Παπανικολάου Θεσσαλονίκη 2004, σ. 393-395· Ν. Χ. Παπαγεωργίου, «Οι Σαμαρινιώτες Ζωγράφοι», 30ό Συμπόσιο Βυζαντινής και μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης της ΧΑΕ, Αθήνα 2010, σ. 65 κ.ε. Πβ. και Ζωή Λόλα, «Ο ιερός ναός Αγίου Δημητρίου στο Πρόσβορρο Γρεβενών: Ένα άγνωστο μνημείο», σημ. 24, στον παρόντα τόμο.
13. Απ. Ε. Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας 1354-1833, Θεσσαλονίκη 1969, σ. 401.
14. Ενισλείδης, Η Πίνδος και τα χωριά της, σ. 99-100.
15. Στο ίδιο, σ. 110. 16. Στο ίδιο, σ. 111-112.
16. Στο ίδιο, σ. 111-112