Η “γκλίτσα” ή αλλιώς “κλούτσα” όπως την αποκαλούσαν οι παππούδες μας κατασκευάζεται από ξύλο.
Σήμερα την χρησιμοποιούμε σαν αξεσουάρ περιπάτου ή ακόμη πολλές φορές για να δώσουμε ενα προσωπικό στύλ στην ενδυση μας κατά τις εξορμήσεις μας στα χωριά και στα βουνά μας
Στο παρελθόν όμως χρησιμοποιούνταν κυρίως σε ποιμενικές εργασίες. Αποτελούσε όργανο εξουσίας για τον τσοπάνη, αφού με αυτό καθοδηγούσε το κοπάδι του και τα σκυλιά. Η γκλίτσα γι αυτόν ήταν όπλο αμυντικό κι επιθετικό.
Εκτός από το να φυλάει τα πρόβατα είχε και άλλες εφαρμογές.
Χρησίμευε ακόμη να υποβαστάζει το σώμα στα κακοτράχαλα μονοπάτια μας, να διευκολύνει το περπάτημα στα χαλάσματα, στους γκρεμούς, στα απρόσιτα σημεία (απάτητα) των απότομων πανύψηλων βουνών μας,
Αλλά στήριζε κιόλας τους χωρικούς σε πολλές γεωργοκτηνοτροφικές δουλειές, με ανάλογη διαμόρφωσή της.
Ήταν σημάδι ισχύος, εξουσίας, πέρα από την πρακτική της χρησιμότητα. Τέτοιας μορφής είναι η ποιμαντορική ράβδος των επισκόπων και το σκήπτρο του βασιλιά, δηλωτικά κύρους και πυγμής σε ορισμένο κύκλο.
Αποτελούνταν από το μακρό λαμπαδωτό ραβδί (τζιουμανίκι) που ήταν χοντρή, ίσια και γερή ξύλινη βέργα και την κυρίως κλίτσα, που έμπαινε στην τροχισμένη ή πελεκημένη λιανή κορφή του, όπου κάρφωναν, για μεγαλύτερη σιγουριά κι ασφάλεια με ένα καρφάκι.
Για καλύτερο τζιουμανίκι χρησιμοποιούνταν ξύλο από αγριελιά ή κρανιά, ή καμιά φορά και από πουρνάρι που ήταν ίσια σαν σπαθιά, ενώ τα προτιμούσαν με ρόζο στη βάση, ή αν δεν είχαν ρόζο του έβαζαν δαχτυλίδι από κέρατο για να το προφυλάξουν να μην φαγωθεί. Για το λόγο αυτό άφηναν το τζιουμανίκι κάποιες μέρες ορθό «για να πιει το ζουμί του», να στραγγίσει.
Μετά το «καψάλιζαν» ( έκαιγαν επιφανειακά) στη φωτιά και στη συνέχεια το επεξεργάζονταν, διώχνοντας τη φλούδα με το σουγιά, ξυραφάκι και γιαλόχαρτο.
Πολλοί που είχαν επιδεξιότητα έφτιαχναν κεντίδια με υπομονή, σκαλίζοντας με πρόχειρα αιχμηρά αντικείμενα λουλούδια και φεγγάρια ή άλλες εικόνες όπως κεφάλι ενός φιδιού ή αετού.
Το ύψος του ραβδιού διαφέρει ανάλογα με την χρήση, καθώς αν χρησιμοποιηθεί ως βοηθητικό μπαστούνι είναι χαμηλό, ενώ αν το κρατάει προύχοντας είναι ψηλό αποδίδοντας κύρος.Οι παραστάσεις συνήθως ήταν ξύλινες και σπάνια μεταλλικές απ’ τα παζάρια. Οι τελευταίες ήταν πιο πολύ ανθεκτικές, αλλά άχαρες, άβολες.
Όσον αφορά τις παραστάσεις στις γκλίτσες, είναι θέματα παρμένα από την φύση, όπως φίδια, σκυλιά, λιοντάρια, λουλούδια και την θρησκεία με απεικονίσεις αγίων.Οι συμβολισμοί ωστόσο είναι προσωπικό θέμα των μαστόρων.
Το κέρατο που ως δαχτυλίδι τοποθετούνταν στο κάτω μέρος του ξύλου για ανθεκτικότητα, βρίσκονταν ακόμη και σε άλλα δυο σημεία για να δίνουν ομορφιά ή να καλύπτουν κάποιο σχίσμα.
Ακόμα πιο πολύ όμορφες ήταν οι κλίτσες, κατασκευασμένες από μερικούς επιτήδειους πελεκητές, με ύλη τα κέρατα κριαριού ή τράγου, αφού τα έβαζαν πρώτα για να μαλακώσουν κι ύστερα τα επεξεργάζονταν.
Παλιότερα μαζί με την κάπα και τον τρουβά ήταν οι πιο πιστοί «σύντροφοι» του τσοπάνου.
Ιδιαίτερα όταν τα τα ζώα δεν κοιμούνταν σε συστηματικά μαντριά. Αυτό ίσχυε περισσότερο για τα στέρφα που γρέκιαζαν σε ξωμάντρια με κλάρες. Αυτά ήταν άγρια και απλησίαστα.
Με την κλίτσα μπορούσε κανείς να βοηθηθεί και να τα πιάσει. Μ’ αυτή έπιανε την προβατίνα που πήδηξε (τυχόν ανάρμεγη) από τη στρούγκα, ή όποιο πρόβατο αρρώστησε ξαφνικά.
Μ’ αυτήν αμυνόταν στις επιθέσεις του λύκου και μ΄ αυτήν επιτίθετο στους εχθρούς του. Ήταν εργαλείο εξουσίας στα πρόβατά του. Μ’ αυτήν έπιανε, από το πόδι, όποιο πρόβατο ήθελε και μ΄ αυτήν πειθαρχούσε και κατηύθυνε το κοπάδι. Ήταν η βακτηρία του στις κακοτράχαλες πορείες του και το στήριγμά του, όταν όρθιος αγνάντευε τα βουνά.
Τη χρησιμοποιούσε επίσης και για άλλες δουλειές της καθημερινότητας, όπως για να λύνει διαφορές του με το συνορίτη του.
Ήταν ακόμα μέτρο για υπολογισμό του χρόνου (δυο κλίτσες θέλει να δύσει ο ήλιος), για το βάθος του νερού στο θολό και «κατεβασμένο» λαγκάδι, για ανίχνευση μέσα στη θεοσκότεινη νυχτιά.
Τιμωρούσε το ατίθασο κι απείθαρχο ζώο, ζύγιαζε στα καπούλια (σ. «Γ»: οπίσθια μεγάλων ζώων) του νωθρού μουλαριού να επιταχύνει το διασκελισμό του.
Αυτήν είχε αποκούμπι όταν κάθονταν να ξανασάνει και την έβανε αντιστύλι του, σαν ήθελε να σηκωθεί και να πεταχτεί όρθιος.
Στην κλίτσα, αντί κρεμάστρας, κρέμαγε το σακάκι του, όταν κουβέντιαζε με άλλον ή όσο να στρίψει το «λαθραίο» του.
Μ’ αυτή έλιωνε το κεφάλι της οχιάς που τύχαινε στο διάβα του, αυτή σιγούρευε το σκαρφάλωμά του στα απόκρημνα βουνά και χρησίμευε για την ισορροπία του στους γκρεμούς και τα μονοπάτια.
Ανάλογα με τα γούστα του τσοπάνη υπήρχαν πολλών μορφών γκλίτσες, όπως κανονικές ή αρσενικές, σιούτες ή θηλυκές, κεντητές κ.λ.π.
Η ιστορία της γκλίτσας ξεκινά από την αρχαία εποχή με τον Πάνα να απεικονίζεται κρατώντας στο ένα χέρι μια γκλίτσα και στο άλλο το σουραύλι, ενώ και ο Ιησούς ως καλός ποιμήν, κρατάει μια γκλίτσα στο χέρι.
Ο τρόπος που είναι φτιαγμένη και στολισμένη μία γκλίτσα δείχνει και την κοινωνική θέση του κατόχου του. Για παράδειγμα, οι γκλίτσες των απλών ανθρώπων, όπως ήταν οι τσοπάνηδες, ήταν απλές με λίγο κέντημα, οι γκλίτσες των ζωεμπόρων ήταν περισσότερο διακοσμημένες και των τσελιγκάδων ήταν οι λεγόμενες “βαριές” γκλίτσες με πολλές παραστάσεις και κεντήματα
Κατά πολλούς η ονομασία της προέρχεται απ’ την Βουλγάρικη λέξη klits δηλ. ποιμενικό ραβδί.
Υπάρχει και η ιστορία του Κολοκοτρώνη με έναν τσοπάνη στην μάχη των Δερβενακίων τον οποίο είδε να ακουμπάει στη γκλίτσα του και να χαζεύει την μάχη. Όταν τον ρώτησε γιατί δεν πάει να πολεμήσει και ο βοσκός του απάντησε ότι δεν έχει άρματα, τότε ο γέρος του Μωριά του απάντησε: «και η αγκλίτσα είναι όπλο βρε Έλληνα. Πήγαινε μ΄ αυτή να σκοτώσεις Τούρκους και να πάρεις τα άρματά τους.
Όπως και να χει πάντως …. είναι βασικό στοιχείο της ιστορίας των βλάχων και όχι μόνον ….. και θα την έχουμε στα σπίτια μας έστω για να μας βοηθά στους περιπάτους μας όταν ανεβαίνουμε στα χωριά και στα βουνά μας .