Ψηλά στις πηγές του Ασπροποτάμου, θρονιασμένο στον δασύ κόρφο της μάνας Πίνδου, ξεπροβάλλει ένα μικρό γραφικό χωριουδάκι με πέτρινα δίπατα και τρίπατα σπίτια, που κάποτε ήταν πλακόσκεπα και που στο έμπα του επισκέπτη ξεδιπλώνονταν δειλά, δειλά, παιχνιδίζοντας με τις χολάτες φυλλωσιές του πλάτανου, του έλατου, της καρυδιάς και της ιτιάς. Είναι το βλαχοχώρι Ανθούσα, ή Λίπιντζα με το παλιό όνομά του.
Είναι σκαρφαλωμένο σε μια ήμερη ολοπράσινη πλαγιά, που σβήνει τ’ ακροδάχτυλά της στο πολύβοο ποταμάκι που σπάει με πάταγο τ’ αφρισμένα νερά του στις άσπρες πετριές και τρέχει με βιασύνη ν’ ανταμώσει τα δύο άλλα δίδυμα αδέλφια του που κατηφορίζουν και αυτά ορμητικά, το ένα απ’ τις πλαγιές του Χαλικιού και το άλλο από τις ελατοσπαρμένες πλαγιές του Μπάρου, της Γκούρας και του Πλασταριού, για να σμίξουν αδελφωμένα στα Τρία Ποτάμια και μ’ ένα σώμα να ροβολήσουν σε μια κοίτη και να δέσουν έτσι ενωμένα τον κορμό του πολυθρύλητου Αχελώου.
Η παράδοση αναφέρει πως το χωριό βρισκόταν στη θέση «Νέγκρι», λίγο ψηλότερα από το Μοναστήρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου της Κοινότητας Ανθούσας.
Όμως, σύμφωνα πάντα με την παράδοση, από ένα ευρείας έκτασης θανατικό που ενέσκηψε στην περιοχή αυτή, αναγκάστηκαν οι κάτοικοι να φύγουν από τον τόπο εκείνο και να χτίσουν το νέο χωριό με το όνομα Λίπιντζα, που κράτησε την ονομασία αυτή μέχρι το 1950, οπότε μετονομάστηκε σε Ανθούσα.
Σε τούτο, λοιπόν, το ορεινό χωριό που συνορεύει με το Κατάφυτο, το Χαλίκι, το Στεφάνι, τους Καλαρρύτες και πιο απόμακρα με το Μέτσοβο, με υψόμετρο 1150 μ., την ημέρα της Αγίας Παρασκευής, 26 Ιουλίου, γινόταν και συνεχίζεται και σήμερα, με διαφοροποιημένη όμως εικόνα, ένα ασυνήθιστο, ιδιόρρυθμο πανηγύρι, που κρατούσε τέσσερις ημέρες, ενώ σήμερα έχει περιοριστεί στις τρεις.
Την εβδομάδα του πανηγυριού, οι Βλάχες νοικοκυρές επιδίδονταν με ζήλο και μεράκι στην προετοιμασία των σπιτιών τους. Έτσι έβγαζαν από τα μπαούλα τους και τα μιντιρλίκια την μάλλινη χειροποίητη προίκα τους και έστρωναν με σχολαστικότητα τους ευρύχωρους οντάδες, κρεμούσαν στις θύρες και παράθυρα τους αριστοτεχνικούς μπερντέδες, στόλιζαν με γούστο τα μακρόσυρτα ξύλινα μιντιρλίκια (μπάσα) με πλουμιστές καραμιλωτές μπατανίες, τα άνετα ξύλινα κλινάρια με χαρούμενα τρίχρωμα μαλλινοσέντονα, ενώ στο πάτωμα φτιαγμένο με φαρδιές σανίδες, έστρωναν τα χειροποίητα τεράστια ποικιλόχρωμα κιλίμια, καμωμένα με περίσσια τέχνη και λογής, λογής κεντητές φιγούρες, βγαλμένες από την καθαρή και δημιουργική φαντασία κάποιων ευαίσθητων κυράδων που πρωτοτυπούσαν στα σχέδιά τους.
Γύρω, γύρω στα μιντιρλίκια τοποθετούσαν με καλαισθησία τα πολύχρωμα προσκέφαλα, την τεράστια τάβλα στη μέση και τη βαρέλα του νερού πίσω από την πόρτα. Το τζάκι, κι αυτό στα γιορτινά του, με το πλουμιστό τζακόπανο να γέρνει με αίσθηση, την απαστράπτουσα λάμπα στο μέσο του περβαζιού του τζακιού και δεξιά κι αριστερά απιθωμένα δύο επαργυρωμένα, γιαννιώτικα κηροπήγια, που συμπλήρωναν και έδεναν τον όλο διάκοσμό του.
Γύρω στους φρεσκοασβεστωμένους τοίχους της κάμαρας υποδοχής (σαλονιού) εδέσποζε η τεράστια κορνιζαρισμένη φωτογραφία του οικοδεσπότη με τη σύντροφό του και δίπλα οι ξεθωριασμένες φωτογραφίες των προγόνων τους συμπλήρωναν τη ζεστή εκείνη γωνιά του ευρύχωρου δωματίου. Και τα υπνοδωμάτια είχαν και αυτά το δικό τους γιορταστικό ντύσιμο και μοσχομύριζαν από τη διαπεραστική ευωδιά του μούσχου και του νυχακιού.
Μα και ο νοικοκύρης δεν έμενε άπραγος κι αυτός. Αυτός είχε το δικό του μερτικό στην πανηγυριάτικη προετοιμασία και φροντίδα. Τσέλιγκας καθώς ήταν, την παραμονή της πανήγυρης έσφαζε ένα, δύο αρνιά, που τα φύλαγε για την ημέρα αυτή, ή καμιά στέρφα προβατίνα ή γίδα, για να τα διαθέσει στο τραπέζωμα των μουσαφίρηδων, που δεν θα αργούσαν να κάνουν την εμφάνισή τους στο χωριό και που οι περισσότεροι θα προέρχονταν από τα γειτονικά χωριά Χαλίκι, Κατάφυτο, Στεφάνι, Καλαρρύτες, με τα οποία οι Ανθουσιώτες διατηρούν μέχρι σήμερα συγγενικούς δεσμούς.
Κι όλοι αυτοί οι ξένοι πανηγυριώτες κατέφθαναν στο χωριό καβάλα στα ομορφοστολισμένα τετράπαχα μπενέκια τους (άλογα ιππασίας) με τα σαμάρια στολισμένα με τις ζαχαρίσιες, τις παπαρουνάτες και τις πολύχρωμες φλοκάτες.
Οι οργανοπαίχτες (κλαρίνο, λαούτο, βιολί, ντέφι ή ταμπουράς) έρχονταν συνήθους το πρωί της εορτής (26 Ιουλίου). Και έρχονται πάντα οι ίδιοι κάθε χρόνο, γιατί και αυτοί από πατροπαράδοση γνωρίζουν κάθε λεπτομέρεια, σχετικά με τα ήθη και τα έθιμα του χωριού.
Ύστερα, οφείλουμε να τονίσουμε, πως στην Ανθούσα χορεύουν και τραγουδούν πολλά τραγούδια με τοπικό χαρακτήρα, με ιδιότυπους σκοπούς και ρυθμούς που άλλοι οργανοπαίχτες και τραγουδιστές αδυνατούν ν’ αποδώσουν.
Την παραμονή λοιπόν της πανήγυρης, εκτός από τις προετοιμασίες και το καλωσόρισμα των μουσαφιραίων, δεν γινόταν καμία άλλη εκδήλωση.
Έπρεπε, κατά γενική αποδοχή, όλοι, μικροί και μεγάλοι, να πλαγιάσουν από νωρίς, για να πάνε το πρωί στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής που είχε την τιμητική της, ένα αξιόλογο ξωκλήσι που χρονολογείται από το 1736, με σπάνια αγιογράφηση που καλύπτει όλα τα μέρη του ναού.
Και το πρωί, ανήμερα της γιορτής, άνδρες, γυναίκες, γέροι και παιδιά, φορώντας τα γιορτινά τους, μ’ αφτιασίδωτα πρόσωπα, κοκκινομάγουλοι κι αστραφτεροί απ’ τα μυρωμένα χάδια του βουνίσιου αγέρα, τραβούν με βιάση, σιωπηλοί, σαν μυρμήγκια στη σειρά, για την εκκλησιά.
«Την σπουδήν σου τη κλήσει κατάλληλον, εργασαμένη φερώνυμε… Παρασκευή αθληφόρε, όθεν προχέεις ιάματα» ψάλλουν με κατάνυξη οι ψαλτάδες κι όλοι σταυροκοπιούνται με ευλάβεια.
«Στιβίνιρι» τη λένε στα βλάχικα την Αγία Παρασκευή και η Αγία αυτή δεσπόζει στα περισσότερα χωριά τ’ Ασπροποτάμου που την τιμούν και την πανηγυρίζουν.
Ένας άρχοντας του χωριού, που το σπίτι του γειτονεύει με την εκκλησία αυτή, «σηκώνει το ύψωμα» της Αγίας και ασημώνει με γενναίο χρηματικό ποσό την εικόνα της, την ώρα που την ασπάζεται πρώτος, μια και έχει την τιμητική του.
Με τη σειρά περνούν όλοι, ασπάζονται την εικόνα, παίρνουν αντίδωρο, μέρος από το αγιασμένο ύψωμα, λουκούμι ή κουραμπιέ από το χέρι της «κυράς» του άρχοντα που σήκωσε το ύψωμα, εύχονται μεταξύ τους «άνι μούλτι» (χρόνια πολλά) και αποχωρούν.
Το θρησκευτικό μέρος της πανήγυρης έχει πλέον επιτελεσθεί και παραχωρεί τη θέση του στο ψυχαγωγικό μέρος, που δεν θα αργήσει να ξεκινήσει.
Σε μιαν άκρη, στον περίβολο της εκκλησίας, οι οργανοπαίχτες καρτερούν υπομονετικά το σύνθημα ν’ αρχίσουν το έργο τους. Το έθιμο υπαγορεύει, όλο το εκκλησίασμα να επισκεφτεί (βίζιτα) το αρχοντικό του νοικοκύρη που «σήκωσε το ύψωμα». Και να! μπροστά τα όργανα, παίζοντας ένα πανηγυριώτικο σκοπό, και ακολουθεί μυσταγωγικά ένα ζωηρό ανθρωπομάνι με τη διάθεση για ξεφάντωμα ζωγραφισμένη στα χαρούμενα πρόσωπά τους, κατηφορίζοντας προς το τιμώμενο σπίτι. Κι εκεί, αφού κεραστούν όλοι με τον αφράτο κουραμπιέ, τη μελαχρινή ή το παντεσπάνι, καμαρώνουν τον πρώτο χορό που σέρνει ο νοικοκύρης του σπιτιού με την οικογένειά του, αποχωρούν οι γυναίκες και τα κορίτσια για τα σπίτια τους και μένουν οι άνδρες με τα όργανα που θα πάρουν με την αράδα βίζιτα τα σπίτια που γειτονεύουν με το σπίτι του τιμώμενου άρχοντα.
Όλα τα σπίτια εκείνη την ημέρα έμεναν ορθάνοιχτα για να καλοδεχτούν τους «βιζιτάδες» με εξαίρεση μονάχα εκείνων των νοικοκυριών που είχαν κάποιο νωπό πένθος, οπότε τα σπίτια τους παρέμειναν ερμητικά κλειστά.
Σε κάθε σπίτι που επισκεπτόταν η παρέα με τα όργανα συνήθιζαν να βάζουν στον χορό τους σπιτικούς, άνδρα, γυναίκα, παιδιά, γαμπρούς, νύφες. Τα όργανα τα κερνούσε μόνο ο νοικοκύρης, κολλώντας στο μέτωπο του κλαριτζή ένα μεγάλης αξίας χαρτονόμισμα.
Το κέρασμα στους επισκέπτες ήταν γλυκό καρύδι, φτιαγμένο με μαστοριά από την οικοδέσποινα, μελαχρινή ή παντεσπάνι και σαν αναψυκτικό σε πολλά σπίτια ξινόγαλα φρεσκοχτυπημένο που προσφέρονταν σε μαστραπάδες (ποτήρια χοντρά με χερούλι). Οι βίζιτες συνεχίζονταν με την ίδια τακτική ως το γιόμα (μεσημέρι). Κατά τη διαδρομή από σπίτι σε σπίτι τα όργανα έπαιζαν και τραγουδούσαν με τη συνοδεία των βιζιτάδων συνήθως το τραγούδι «Όλες οι βέργες στο χορό, / δική μου βέργα δεν είναι δω, / πάει στη βρύση για νερό» ή το άσμα: «Κάτω στο ρέμα το βαθύ, / πλένει η Ρηνούλα μοναχή».
Αποκαμωμένοι πλέον οι βιζιτάδες, κατά το μεσημέρι γυρίζουν στα σπίτια τους για το πανηγυριάτικο γεύμα. Ένα γεύμα πλουσιοπάροχο και ποικιλόφτιαχτο που περιλάμβανε ψητό αρνί ή προβατίνα, ψάρια πέστροφες από το ποτάμι του χωριού, γαλοτύρι, γιαούρτι τσαντήλας, πίτα κασάτα (σπεσιαλιτέ του χωριού), γαλατόπιτα ή στριφτόπιτα. Σαν επιδόρπιο μέλι με καρύδια και αφράτες αχνιστές τηγανίτες. Κι ύστερα ένα-δύο τραγούδια της τάβλας, όπως: «Δόντια πυκνά και μαργαριταρένια, / φωνή σαν τ’ αηδονιού, / μου σήκωσες το νου» ή «Σιδηροβέργινο κλουβί σου κάμαν οι γονείς σου / φοβούνται μη σε κλέψω εγώ, μα θα ’ρθεις μοναχή σου» ή το βλάχικο: «Μι σκουλάι ούνι ταχινά, ντι μι ντούι λα τζόνι αμέου…», που θα πει «Σηκώθηκα ένα πρωινό και πήγα στο παλικάρι το δικό μου…».
Το τραγούδι συνοδευόταν από κρασί φερμένο από το Αμπελοχώρι ή από τη Ζίτσα Ιωαννίνων.
Και στη συνέχεια ξεκούραση μέχρι το απόγευμα. Γύρω στις έξι αρχίζουν να ροβολούν προς το μεσοχώρι οι άντρες, γέροι, μεσήλικες και νέοι, ντυμένοι με τ’ άσπρα μάλλινα μπουραζάνια τους, το γυαλιστερό μαλιότο (είδος μάλλινου ημίπαλτου μέχρι το γόνατο), τα περήφανα σελάχια, οι γεροντότεροι, το άσπρο πουκάμισο με το μαύρο γιλέκο και το χρυσό ρολόι να κρέμεται δεμένο με ασημένια αλυσίδα και να καταλήγει στο τσεπάκι του γιλέκου. Το όλο σύνολο της φορεσιάς συνόδευε ο μαύρος κούκος (σκουφί) στο κεφάλι και οι τετράψηλες αγκλίτσες να αιωρούνται με νάζι πιασμένες απ’ το ζερβί μπράτσο τους, περίτεχνα κεντημένες με παραστάσεις απ’ τη νομαδική ζωή των Βλάχων ή με ζώα του βουνού και της στάνης. Το σύνολο συμπλήρωναν τα μαύρα ή καφετιά τσαρούχια με την αγριωπή διπλή φούντα τους. Και ο χορός των ανδρών αρχίζει.
Λέγεται γενικός χορός, στον οποίο όσοι συμμετέχουν, ακολουθούν με απόλυτη ακρίβεια τον ίδιο βηματισμό με τον πρώτο του χορού να επιδίδεται με δεξιοτεχνία και χάρη σε χαρακτηριστικές αρμονικές φιγούρες, δίχως όμως να διασπά τον συνολικό γενικό χορευτικό ρυθμό, που πράγματι αποτελεί ένα χάρμα ιδέσθαι, αφού θωρείς 60-70 άτομα να εκτελούν συγχρόνως τον ίδιο ρυθμό, τον ίδιο βηματισμό στον ίδιο χρόνο. Είναι ένας τοπικός, ασυνήθιστος και περίπλοκος χορός που προσδίδει λεβέντικη παρουσία με τον αργό, αρχοντικό και επιβλητικό ρυθμό του, που προσεγγίζει κάπως τον ρυθμό «στα τρία» αλλά με σύνθετους βηματισμούς και που απαιτεί ιδιάζουσα δεξιοτεχνία, σβελτάδα και μεράκι.
Λέγεται στα βλάχικα «Λα πάτρου τσίντζι μάρμαρι, λα σάσι κιτριτσέλι, ντοάρμι φιάτα σίγκουρι», που θα πει «στα τέσσερα πέντε μάρμαρα, στα έξι πετραδάκια κοιμάται η κόρη μόνη της».
Ο πρώτος σέρνει τον χορό μέχρι το μέσο περίπου της πλατείας, οπότε οι οργανοπαίχτες αλλάζουν τον σκοπό με το συγκαθιστό «θάλασσα πλατιά, / μαγκούφα ξενιτιά, / θάλασσα βαρεί το κύμα, / σ’ αγαπώ δεν είναι κρίμα», και ο χορευτής καταλήγει, χορεύοντας, στο σημείο από το οποίο άρχισε. Το ίδιο επαναλαμβάνεται μέχρις ότου χορέψει πρώτος και ο χορευτής εκείνος που έχει συμφωνηθεί να κλείσει γι’ αυτή την ημέρα τον χορό.
Όσοι δεν χόρεψαν θα χορέψουν πρώτοι το απόγευμα της επόμενης ημέρας με την ίδια διαδικασία.
Την πρώτη ημέρα, τον χορό έσερνε πρώτος ο αρχιτσέλιγκας ή ο προύχοντας. (Σήμερα τον χορό σέρνει ο γηραιότερος άνδρας του χωριού ή ο Κοινοτάρχης).
Στη σειρά ακολουθούν οι πρεσβύτεροι των ανδρών, μετά οι ώριμοι άνδρες και τελευταίοι οι νεότεροι.
Σ’ εκείνον τον γενικό χορό, παλιότερα, δεν επιτρεπόταν να πιαστεί ξένος, ούτε και αυτοί ακόμη οι γαμπροί του χωριού, που κατάγονταν από άλλο μέρος. Τον όρο αυτό τον τηρούσαν και τον εφάρμοζαν με ιερή ευλάβεια. Το αυστηρό αυτό μέτρο-έθιμο στις μέρες μας έχει ατονήσει. Για την προέλευση αυτού του ιδιόρρυθμου χορού δεν υπάρχουν βάσιμες μαρτυρίες. Η παράδοση θέλει τον χορό αυτό να έχει τοπικές τις ρίζες του, γι’ αυτό και δεν είναι γνωστός στα γύρω χωριά, εκτός από το Χαλίκι που ίσως να μεταδόθηκε από την Ανθούσα που διατηρεί ευρείας κλίμακας συγγένειες. Όμως δεν χορεύεται και δεν αποδίδεται ακριβώς από τους Χαλικιώτες.
Μία παραλλαγή του χορού συναντάται στο γειτονικό Μέτσοβο. Ο δεύτερος του χορού, ο καθοδηγητής και συντονιστής ήταν συνήθως, και είναι και σήμερα, κάποιος που φημίζεται και διακρίνεται για τις δεινές χορευτικές επιδόσεις του και που έχει καταξιωθεί και είναι αποδεκτός από το σύνολο των χορευτών ως τέτοιος.
Μόλις σχολάσει ο χορός των ανδρών, με την ίδια διαδικασία της πρώτης ημέρας, πιάνονται στον χορό οι γυναίκες και οι κοπέλες, που ως εκείνη την ώρα κάθονταν στα πεζούλια της πλατείας, που είχαν φροντίσει να τα στρώσουν με ποικιλόχρωμα μάλλινα ταπάκια φλωκοτά ή μπατανίες, και καμάρωναν με διακριτικότητα τον επιβλητικό χορό των ανδρών.
Παλιότερα όλες οι παντρεμένες γυναίκες φορούσαν ομοιόμορφες ενδυμασίες, όπως ομοιόμορφες αλλά με διαφορετικές αποχρώσεις ήταν και οι ενδυμασίες των ανύπαντρων γυναικών.
Σήμερα, δυστυχώς η ομοιομορφία αυτή εξέλιπε παντελώς και μονάχα το παραδοσιακό χορευτικό του χωριού την αναβιώνει. Η αυθεντική εκείνη τοπική ενδυμασία προσέδιδε μία φανταχτερή γραφικότητα και εντυπωσίαζε με τα μεταξωτά καστανόμαυρα τσιμπέρια (μαντίλες) ριγμένα σε τριγωνικό σχηματισμό στην πλάτη, τα μακριά ως τον αστράγαλο γαλαζόχρωμα φουστάνια, ενώ των ανύπαντρων είχαν αποχρώσεις συγκλίνουσες προς το βυσσινί και με τις κεντημένες, μελιτζανόχρωμες για τις γυναίκες, βαθυγάλαζες για τις κοπέλες, ποδιές, τα χρυσαφένια ντομπλόνια (περιδέραια) στον λαιμό και τη μελανόφαιη ζώνη με τις ασημένιες πόρπες στη δαχτυλιδένια μέση. Πρώτες στον χορό οι μεγαλύτερης ηλικίας παντρεμένες, κοντά οι μέσης ηλικίας και έκλειναν οι νεότερες με τελευταίες τις ανύπαντρες. Σήμερα η σχολαστική αυτή σειρά δεν τηρείται απόλυτα. Βλέπεις ο συρμός με όλες τις μοντέρνες δήθεν παραφυάδες του παρέσυρε στο διάβα του παραδοσιακά όμορφα έθιμα και τα καταχώνιασε άκριτα και ανελέητα στο θολό της λήθης λιμάνι. Στον χορό λοιπόν των γυναικών, αν υπάρχει μία κοπέλα που έχει πρόσφατα αρραβωνιαστεί, αυτή υποχρεωτικά θα κρατήσει όλες τις γυναίκες και τις κοπέλες να χορέψουν μπροστά, μ’ ένα άσπρο μαντίλι. (Το έθιμο αυτό τηρείται και σήμερα). Αν υπάρχουν δύο αρραβωνιασμένες ή και τρεις, τότε αυτές θα κρατήσουν στον χορό τις γυναίκες που δεν χόρεψαν τη δεύτερη και την τρίτη ημέρα.
Παλιότερα οι γυναίκες τραγουδούσαν και χόρευαν οι ίδιες τοπικά τραγούδια. Σήμερα χορεύουν με τα όργανα και με τραγούδια της επιλογής τους.
Στη διάρκεια του γενικού χορού, τόσο των ανδρών όσο και των γυναικών, οι προύχοντες του χωριού κερνούσαν χρηματικά ποσά σ’ όλους αδιακρίτως τους χορευτές και χορεύτριες, κάθε φορά που έμπαιναν πρώτοι στον χορό.
Επίσης, αξίζει να σημειώσουμε, πως στη διάρκεια του χορού των γυναικών, οι άνδρες που ήταν στο σεργιάνι, παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον και προσοχή κάποια κοπέλα για την οποία κόπτονταν για προξενιό, τρώγοντας την κυριολεκτικά με τα μάτια τους και αναλόγως ενεργούσαν τα περαιτέρω. Όσες γυναίκες δεν χόρευαν την πρώτη ημέρα, είχαν σειρά να χορέψουν τη δεύτερη και την τρίτη ημέρα, όπως οι άνδρες. Γύρω στις 11 το βράδυ, ο χορός διαλύονταν και οι γυναίκες γύριζαν στα σπίτια τους, άλλαζαν φορεσιά και κατέβαιναν στο χάνι (δεύτερη πλατεία με το μαγαζί), όπου τους περίμεναν οι άνδρες με τα παιδιά για να συνεχίσουν το γλεντοκόπι με ψητό, κοκορέτσι, κεμπάπ και χορό μέχρι τις πρωινές ώρες. Κυρίαρχο τραγούδι στο βραδινό γλέντι είναι η «Βιργινάδα», που συνήθως το χορεύουν δύο μπουραζανοφόροι γέροντες ή μεσήλικες σε ρυθμό «ξεκοπάρικο» που προσιδιάζει στον σκοπό του «Μπεράτι» αλλά με αραιούς διπλούς χαρακτηριστικούς βηματισμούς, όλο χάρη, αρχοντιά και μεγαλοπρέπεια.
Χρειάζεται εδώ να τονιστεί, πως όλα τα τραγούδια που χορεύουν οι Ανθουσιώτες έχουν βαθιά και έκδηλη την ηπειρώτικη επίδραση, αφού η επικοινωνία τους με χωριά της Ηπείρου είναι στενή και άμεση (Καλαρρύτες, Πράμαντα, Μέτσοβο, Περιστέρι, Ματσούκι). Τις επόμενες δύο ημέρες του πανηγυριού ακολουθούνταν το ίδιο πρόγραμμα, όπως την πρώτη ημέρα με βίζιτες το πρωί στα σπίτια που δεν πέρασαν, χορό γενικό το απόγευμα και γλέντι στο χάνι το βράδυ με τη συνοδεία ψητού αρνιού, κοκορετσιού, σπληνάντερου και κεμπάπ, και χορό ως τις πρωινές ώρες. Το βράδυ της τρίτης ημέρας, μόλις τελειώνει και ο χορός των γυναικών, οι νέοι και οι νιες του χωριού, αλλά και κάμποσοι ηλικιωμένοι, που «κρατάν τα κότσια τους», κρατώντας και ανεμίζοντας άσπρα μαντίλια, αρχίζουν έναν ξέφρενο χορό, σαν αποχαιρετιστήριο μήνυμα της λήξης του πανηγυριού, κάνοντας ρυθμικούς κύκλους γύρω, γύρω στην πλατεία, ο ένας πίσω από τον άλλο, φωνάζοντας δυνατά υπό μουσική υπόκρουση και κλείνοντας με τη φράση «και του χρόνου όλοι εδώ».
Συγκινητικές αλήθεια στιγμές, οι τελευταίες αυτές πανηγυριάτικες εκλάμψεις που δημιουργούν ανάμεικτα συναισθήματα χαράς και λύπης μαζί και μιας ανείπωτης προσδοκίας, πως και του χρόνου θα είναι όλοι παρόντες για να ξαναρχίσουν αυτή την απίθανη πανηγυριάτικη διασκέδαση. Περί τα χαράματα της τρίτης ημέρας του πανηγυριού, μετά το γλεντοκόπι στο μαγαζί, όλοι όσοι παρέμειναν διασκεδάζοντας, σε μια αισθησιακή πομπή, άντρες και γυναίκες, κυρίως νέοι, κατεβαίνουν, με τη συνοδεία των οργάνων και τραγουδώντας το τραγούδι «μια κοντή πολύ λιανή σε γιοφύρι κάθονταν κι όλο συλλογίζονταν…», σε μια κρυόβρυση που λέγεται «Σκάλα», όπου τους προσφέρε- ται από τον Κοινοτάρχη λουκούμι, που τρώγοντάς το φωνάζουν και του χρόνου και οι φωνές αντηχούν στα γύρω βουνά σαν στοιχειωμένοι δράκοι που ξυπνούν χαράματα και βρυχώνται. Την τέταρτη ημέρα, όλο το χωριό από το πρωί, έχοντας μαζί τους τις σχετικές φαγώσιμες ετοιμασίες, με τα πόδια έπαιρναν το μονοπάτι για μια ειδυλλιακή τοποθεσία την «Αρμιάνα», που βρίσκεται μια ώρα περίπου μακριά από το χωριό, σ’ ένα ξέφωτο στην καρδιά του δάσους. Εκεί χύνει τα κρουστάλλινα νερά της μια βρύση. Απλώνονται όλοι, παρέες, παρέες, στρώνουν στην απαλή χλόη τις κουβέρτες και παίρνουν το κολατσιό τους, ψωμοτύρι, πίτα κασάτα, κανένα κεφτέ και άλλα. Το κρυόνερο της βρύσης σε λίγο θα τα χωνέψει όλα και η όρεξη δεν θ’ αργήσει να επανέλθει δριμύτερη και με περισσότερες απαιτήσεις. Οι τσελιγκάδες του χωριού συνήθιζαν την ημέρα τούτη να ψήνουν αρνιά στην μαγευτική εκείνη τοποθεσία και να τα μοιράζουν σ’ όλους τους συνδαιτυμόνες από τις παρέες που δεν ήταν κτηνοτρόφοι.
Το έθιμο επέβαλλε την ημέρα αυτή όλοι να φάνε ψητό, για να ευχηθούν στους κτηνοτρόφους καλή χρονιά, προκοπή και υγεία στα κοπάδια τους. Τούτη η μέρα είχε τη δική της χάρη, έβαζε τη δική της σφραγίδα και υπογραφή σ’ όλο το τετραήμερο αυτό χαροκόπι με τη συντροφιά της ολοπράσινης και γεμάτης λουλούδια φύσης. Τα πανύψηλα έλατα σιωπηλά έριχναν τη βαριά σκιά τους για να προφυλάξουν τη χαρωπή ομήγυρη από τις σαϊτιές του πυρωμένου καλοκαιριάτικου ήλιου. Και το πανηγύρι έκλεινε πλέον οριστικά, μ’ έναν τελευταίο χορό, κατά το απόγευμα πάνω στο θαλερό παρθένο γρασίδι. Και οι οργανοπαίχτες με τη μεγάλη χρηματική μπάζα στο σακούλι τους, καβάλα στ’ άλογά τους, αποχαιρετούσαν τη μεγάλη παρέα, παίζοντας το τραγούδι, με σόλο το κλαρίνο, «Εσείς βουνά του κερατά, βουνά τ’ Ασπροποτάμου, / τους Βλάχους τι τους κάνατε, τους Σαρακατσαναίους» και στη συνέχεια το τραγούδι: «Μια Παρασκευή κι ένα Σάββατο βράδυ, / μάνα μ’ έδιωχνε από τ’ αρχοντικό μου / κι ο πατέρας μου κι αυτός μου λέει φεύγα», κι αντιλαλούσαν τα γύρω βουνά, ενώ κάμποσα μάτια, κυρίως του ωραίου φύλου βούρκωναν και τα δάκρυα έρεαν σαν μαργαριτάρια στα ροδαλά πρόσωπά τους.
Το πανηγύρι αυτό που προσπαθήσαμε να περιγράφουμε συνεχίζονταν αδιαλείπτως μέχρι το 1958 περίπου, κι ύστερα άρχισε σιγά, σιγά ν’ αλλοιώνεται, να χάνει την πληρότητά του, το μεγαλείο του, την παραδοσιακή αυθεντική οντότητά του.
Σήμερα από το πανηγύρι αυτό έχει μείνει ο γενικός χορός που γίνεται σε δυο ημέρες, δίχως τις γραφικές ανθουσιώτικες φορεσιές και με αρκετά περιορισμένο αριθμό χορευτών, ανδρών και γυναικών. Εκείνο που έμεινε απείραχτο από του χρόνου τη φθορά είναι ο γενικός χορός των ανδρών που συνεχίζεται στο ίδιο μοτίβο, δίχως να επιτρέπεται σε κάποιον να χορέψει άλλον χορό με διαφορετικό τραγούδι. Κάτι είναι κι αυτό.
Οι βίζιτες σ’ όλα τα σπίτια κόπηκαν οριστικά. Τα όργανα τώρα έρχονται την παραμονή το βράδυ της Αγίας Παρασκευής και οι κάτοικοι στο μαγαζί του χωριού γλεντούν όλο αυτό το βράδυ. Κάτι πολύ δυσάρεστο, γιατί ανήμερα της εορτής από το ξενύχτι που προηγήθηκε, δυσκολεύονται, ιδίως οι νέοι, να πηγαίνουν στην εκκλησία. Πόσο σοφοί και συνετοί, αλήθεια, ήσαν οι παλιότεροι πρόγονοί μας. Όλα τα είχαν ρυθμίσει με τάξη, με σειρά, με σκοπιμότητα.
Στην όμορφη τοποθεσία «Αρμιάνα» τώρα πηγαίνουν λίγοι και αυτοί με τα αυτοκίνητά τους. Τίποτε δεν σου θυμίζει από τα παλιά, που διηγώντας τα, σε παίρνει το παράπονο και κλαις. Περασμένα μεγαλεία που έσβησαν για πάντα.
Γράφει ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΥΣΙΟΠΟΥΛΟΣ, δάσκαλος