Διήγημα μιας προηγούμενης εποχής από την Κατερίνα Τσιάνα
Το πόσο καιρό είχε να κοιμηθεί καλά, να βυθιστεί ούτε που το θυμόταν η Δέσπω. Παρά την καθημερινή κούραση, πραγματικό ξεθέωμα – σπίτι μικρό, δυο κάμαρες κι ένα μαγειρειό στην αυλή για πέντε άτομα οικογένεια, ζωντανά και ξένη δουλειά στον αργαλειό –δεν της κόλλαγε ύπνος.
Πριν καλά-καλά φέξει, το μάτι της ήταν ορθάνοιχτο από μια βασανιστική ανησυχία σαν κάτι να ξέχασε μισοτελειωμένο, σαν να είχε φαγητό στην πυροστιά. Στριφογυρνούσε όλη νύχτα και με το πρώτο λάλημα του πετεινού σηκώνονταν, δεν άντεχε άλλο να βουρλίζεται, δεν άντεχε ακόμα και τον ήσυχο ύπνο του Γιώτη δίπλα της. Τι στην ευχή όλα τακτοποιημένα τα είχε εκείνος, όλα στην αράδα;
Δεν ήταν η Δέσπω καμιά λιπόψυχη, ούτε γκρινιάρα. Το είχε αποδείξει στη ζωή της. Έξυπνη γυναίκα, μπαμπατζιάνα. Τα έβγαζε πέρα και με τη φαμίλια, με ξένη δουλειά και με τη δουλειά του άνδρα της που ήταν σκληρή για κείνον, αλλά και για εκείνη καθώς ο Γιώτης κουβαλούσε στο σπίτι ζώα προβληματικά, ζώα για σφάξιμο, ζωοτροφές, γάλα και όλα τα καλαμπαλίκια που έχουν τα ζωντανά και η φροντίδα τους. Επί πλέον εκείνη γιατροπόρευε όσο μπορούσε και τα πεθερικά της, αν ήταν χρεία. Φερνούμενη γυναίκα και με όλο το σόι, κανείς δε μπορούσε να την κατηγορήσει .

Είχε όμως έναν καημό η Δέσπω, ένα απωθημένο, ένα μεράκι ! Να καλοπαντρέψει την κόρη της. Καημός που την έτρωγε που εξ αιτίας του έβγαζε προς τα έξω ένα κάποιο εγωισμό, μια ας το πούμε ψηλομυτιά. Τη βασάνιζε τούτη η έγνοια, γιατί χωρίς να θέλει να το παραδεχτεί μέσα από την κόρη της ζητούσε να επιβεβαιωθεί η ίδια. Η οποία ήξερε την αξία της και πικραίνονταν που το μοναδικό της ελάττωμα ήταν η πως γεννήθηκε φτωχιά. Τόσο φτωχιά που παρά τις προσπάθειές της –είχε αγαπήσει ένα αρχοντόπουλο –δεν κατάφερε να εξαργυρώσει ούτε τη σπιρτάδα της, ούτε την ομορφιά της και αναγκάστηκε να παντρευτεί το Γιώτη, ένα αγαθό καλόβουλο, μόνο αυτό, παλληκάρι της σειράς της ,φτωχό, που το παραδέχονταν την αγάπησε και εξακολουθούσε να την αγαπά και να της το δείχνει με το δικό του βέβαια αργόστροφο και γλυκό τρόπο. Με ένα τρόπο που εκείνην πολλές φορές την εκνεύριζε, γιατί δεν είχε τίποτα το δυναμικό, διεκδικητικό, ούτε καν λίγο πονηρό.
Έτσι όλο το πάθος της το έριξε στην επιτυχία των παιδιών της και ιδιαίτερα της Μαρουσιάνας που ήταν το καμάρι της. Όμορφη, αφράτη, δροσερή, με δέρμα φιλντισένιο, κόκκινα μάγουλα και κορμί γεροδεμένο. Τα ανοιχτοκάστανα μάτια της με τις χρυσαφιές ανταύγειες της έδιναν ένα φως ιδιαίτερο. Και πως τα έπαιζε μαργιόλικά! Εκτός που ήταν λίγο κοντή, καμιά δεν ήταν σαν αυτή στο χορό, στο πανηγύρι. Πόσο περήφανη ήταν η Δέσπω για εκείνη και πόσες ελπίδες έτρεφε για ένα καλό γάμο! Ελπίδες που αναπτερώθηκαν όταν άρχισε να μπαινοβγαίνει στην αυλή τους ο γιος του τσέλιγκα.
Δεν ήθελε και ρώτημα, φως φανάρι πως με πρόσχημα τη φιλία με τον Γιάνγκο, το γιο της παρασυνυφάδας της που έμενα στην ίδια αυλή, που τον έχανες που τον εύρισκες, τον Νικόλα, κάτω από τη μηλιά πότε με καφεδάκι, πότε με τσιπουράκι να κόβει μασλάτια με το βλέμμα του καρφωμένο στο κατώι, όπου η Μαρουσιάνα ύφαινε τα προικιά της.

Η ιστορία ξεκίνησε μάλλον από τον περασμένο Σεπτέμβρη που την αντάμωσε αναμαλλιασμένη να γυρνά από το δάσος φορτωμένη κουκουνάρια. Θαμπώθηκε το παλληκάρι από τη ζουμερή ομορφιά της, από το τσαχπίνικο βλέμμα της, κάτι σπάνιο στα ντροπαλά κορίτσια του χωριού. Ήρθε κανά δυο φορές στην αυλή, τη μια να ζητήσει τάχα μου κάτι από τον μπράτιμό του, την άλλη να πει καλημέρα στη σταυρομάνα του μια και περνούσε από το σοκάκι …. Όμως σύντομα άδειασε το χωριό, καθώς όλοι πήραν τη στράτα των χειμαδιών, αλλού ο ένας αλλού η άλλη και φάνηκε να ξεχάστηκε το πράγμα .
Όταν ξαναγύρισαν όμως την άνοιξη, ο Νικόλας άρχισε πάλι όλο και πιο συχνά να έρχεται στο φίλο του και σε πολύ λίγο καιρό όλοι αντιλήφτηκαν το γιατί τόσες αγάπες με τον Γιάνγκο. Η μικρή φυσικό ήταν να ανταποκριθεί, δεν ήταν όμορφο το τσελιγκόπουλο όπως ο Χαράλαμπος της Νάσαινας που έλιωνε για κείνη που και αυτή τον συμπαθούσε κακά τα ψέματα, αλλά την κολάκευε η προτίμηση του αρχοντόπουλου και γιατι όχι ! η πιθανότητα να την αγαπά και να την παντρευτεί φάνταζε πολύ ελκυστική. Και ποιος δε θα ήθελε, ποιος δε θα καλλιεργούσε μια τέτοια κατάσταση . ‘Ολοι και κυρίως η Δέσπω που έβλεπε να πραγματοποιούνται οι φιλοδοξίες της μέσα από ένα τέτοιο γάμο, η Δέσπω της οποίας οι ελπίδες κάθε μέρα αναπτερώνονταν, η Δέσπω που έχασε τον ύπνο της καθώς περνούσε ο καιρός και όλο και περισσότερο βεβαιώνονταν για τα αισθήματα του Νικόλα .
Δυο μεγάλες έγνοιες όμως την άφηναν να ησυχάσει. Να μη ξεγελαστεί η κόρη της και συμβεί το ανεπανόρθωτο (ή μήπως έπρεπε να συμβεί για να τον δέσει σίγουρα;). Όχι κατέληξε, αυτή την εξέλιξη δεν την δέχονταν η ηθική της. Και η άλλη, τα προικιά της Μαρουσιάνας που έπρεπε να τα νοιαστεί για να ταιριάζουν σε μια τέτοια τύχη, πράγμα που αμφέβαλλε αν μπορούσε να το καταφέρει με τα ισχνά οικονομικά της .
Για το πρώτο έκανε ότι μπορούσε. Τη νουθετούσε, την είχε συνεχώς στο μάτι της ακόμα και τις νύχτες και επί πλέον χρησιμοποιούσε και τα πανάρχαια τερτίπια για να βάζει το αρχοντόπουλο σε έγνοια. Δεν αποθάρρυνε τον Χαράλαμπο να εμφανίζεται κάπου –κάπου στο χαγιάτι τους, για να κάνει τον άλλο να ζηλέψει και να επισπεύσει την απόφασή του .
Όσο για προικιά, έβαλε μπρος το καλό χαλί, σε σχέδιο ιδιαίτερο που το έμπειρο μάτι της είχε σταμπάρει στα μαγαζιά της πόλης. Βάλθηκε να το τελειώσει πριν αρχίσει η ξένη δουλειά για τα χειμωνιάτικα παζάρια .Με πολύ μεγάλο μεράκι το κεντούσε, είχε πολύ καλό χέρι, είχε ταιριάξει τέλεια τα χρώματα και προσπαθούσε να το φτιάξει αντάξιο του μεγάλου σπιτικού, όπου θα έμπαινε νύφη η Μαρουσιάνα. Την ημέρα ήταν αισιόδοξη καθώς έβλεπε τον Νικόλα να βρίσκει καθημερινές σχεδόν αιτίες για να έρθει στον φίλο του, καθώς όλο και πιο λιγωμένο αντιλαμβάνονταν το βλέμμα του πάνω στο αντικείμενο του έρωτά του και την κόρη της πότε να του δίνει θάρρος και πότε να μην εμφανίζεται στην αυλή για να τον «τσιγαρίσει».
Τα βράδια όμως που ησύχαζε, την έζωναν κάποιες αμφιβολίες και έχανε τον ύπνο της σκεπτόμενη πως ίσως αντιδράσουν οι δικοί του ποιος ξέρει; Δε θα ήθελαν τάχα να πάρουν μια νύφη πλούσια της σειράς τους ; Όμως είχε ακούσει πως ο Νικόλας ήταν κομμάτι αντάρτης και μπορεί να έκανε αυτό που ήθελε. Αυτή η σκέψη την ηρεμούσε λίγο. Το πρωί αισιοδοξούσε πάλι και ξανά βεβαιώνονταν σαν το απομεσήμερο εμφανίζονταν ο ερωτευμένος νιος κρατώντας πότε ένα φρούτο, πότε λίγα καρύδια που με τρόπο έβαζε στην παλάμη της κοπελιάς, καμιά φορά ένα κατηφέ, ένα κλωναράκι βασιλικό …Τις προάλλες κιόλας που ήρθε από την πόλη τη έφερε ένα μπιλιτζίκι που η Μαρουσιάνα το άρπαξε με ένα χαμόγελο όλο υποσχέσεις .
Όπως κάθε μέρα έτσι και σήμερα βγήκε στην αυλή η Δέσπω από τα άγρια χαράματα και με αγωνία περίμενε να ξυπνήσουν και οι άλλοι για να καθίσει στον αργαλειό. Είχε να υφάνει ένα δύσκολο μπουκέτο στο χαλί και δεν εμπιστεύονταν την κόρη της. Η αδημονία της όσο πλησίαζαν τα πανηγύρια που «έκλιναν» τα προξενιά, αυγάτιζε. Είχε βάλει και τον ανιψιό της να μιλήσει του Νικόλα μια και η γειτονία άρχισε να το συζητάει. Είχαν μάθει, ουδέν κρυπτόν !
Στο φράχτη φάνηκε ο Χαράλαμπος που κινούσε για τα μαντριά, την καλημέρισε και του απάντησε μάλλον άκεφα. «Ας μη τον παιδεύουμε άδικα σκέφτηκε μη θυμώσει και ο άλλος. Ας πάρει τον απόθαρό του, από φτώχεια έχουμε χορτάσει, τι να την κάνεις την εμορφάδα ..»
Σαν σηκώθηκε ο Γιώτης του ζέστανε γάλα έφτιαξε μάνι –μάνι μια παπάρα για όλους και κάθισε στον αργαλειό της .
Δεν πέρασε καμιά ώρα και άκουσε να τη φωνάζουν. Βγήκε στο κατώι ενοχλημένη για την καθυστέρηση και αντίκρισε τη Δημητράκαινα τη συμπεθέρα της, σόι του ξαδέρφου της του Γιάννη .
«Καλημέρα Δέσπω τι χαμπάρια;» είπαν δυο κουβέντες στο πεζούλι κατάλαβε η Δημητράκαινα πως η άλλη δεν είχε καιρό για χασομέρι και καφέδες γι αυτό μπήκε αμέσως στο θέμα.
«Μαρ’ Δέσπω έμαθα που υφαίν’ς ένα ωραίο χαλί και ήρθα να σου χαλέψω το σχέδιο για την ανηψιά μ’»
Σιγά και να μην έδινε η Δέσπω σε άλλην το σχέδιο με το οποίο σχεδίαζε να εντυπωσιάσει τα πλούσια «συμπεθέρια» της.
«Το χαλί αυτό Μαρία δεν είναι για τον καθένα» απάντησε μιας και μόλις χθες βράδυ βεβαιώθηκε για τις προθέσεις του ερωτοχτυπημένου που βλέποντάς το στον αργαλειό είπε στη Μαρουσιάνα «πολύ θα της αρέσει της μάνας μου αυτό το κιλίμι».
«Αυτό το σχέδιο είναι για μεγάλα σπίτια», απόσωσε την κουβέντα η Δεσπω.
Η Δημητράκαινα ξέροντας τη μεγαλομανία της Δέσπως σε αυτό το σημείο, δεν της χαρίστηκε. Είχε άλλωστε και εκείνη αντιληφτεί το νταλαβέρι που γίνονταν στο σπίτι της συμπεθέρας της.
«Καημένη μου τι νογάς και συ! Τα μεγάλα σπίτια έχουν και μεγάλες πόρτες και οι μεγάλες πόρτες είναι πολύ ψηλές. Πως θα τις φτάσει η κόρη σου να τις αλείψει με βούτυρο» είπε και έφυγε αφήνοντας τη Δέσπω με ανάμικτα συναισθήματα οργής και αμφιβολίας για τη πραγματοποίηση του «ονείρου» της.
Το οποίο και έσβησε- ακυρώθηκε-την παραμονή της Παναγίας όταν τρεις τουφεκιές από το σπίτι του τσέλιγκα ανάγγειλαν τους αρραβώνες του Νικόλα με τη Κούλα τη κόρη του προύχοντα από το πλαϊνό χωριό .
- Έθιμο του γάμου: να αλείφει η νύφη, όταν έμπαινε στο σπίτι του άνδρα της, μετά τη στέψη, με βούτυρο το επάνω δοκάρι της πόρτας
Κατερίνα Τσιάνα