Γενιές και γενιές μεγάλωσαν μαζί της !!
Μπομπότα είναι εκείνος ο χυλός από καλαμποκάλευρο που έτρωγε την περίοδο της «Κατοχής» ολόκληρη η Ελλάδα και τον οποίο – διαβάζω – πως τώρα τελευταία, είναι πολύ της μόδας μαζί και με άλλα «χωριάτικα», χειροποίητα παρασκευάσματα όπως ο τραχανάς, οι χυλοπίτες κ.α. που σερβίρονται στα καλά λεγόμενα εστιατόρια ως πρώτης τάξεως γκουρμεδιές.
Η μπομπότα, λοιπόν, ήταν «το ψωμί των φτωχών», ήδη από το 1930 και κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα, όταν το σταρένιο αλεύρι είχε λείψει.
Το καλαμποκίσιο αλεύρι μπορούσε κανείς να το βρει ευκολότερα και έτσι, τα περισσότερα νοικοκυριά το χρησιμοποιούσαν για να φτιάξουν το ψωμί, τις πίτες αλλά και κάποια, τρόπος του λέγειν, «γλυκά» της εποχής, για να χορτάσουν την πείνα που θέριζε τον κόσμο.
Η μπομπότα είναι, θα λέγαμε, καλαμποκόψωμο του ταψιού. Είναι ένας χυλός που φτιάχνονταν από καλαμποκάλευρο, χλιαρό αλατισμένο νερό, ίσως κάποια λιπαρή ουσία, λάδι ή βούτυρο ή λίπος χοιρινό, χόρτα με λίγο τυρί ή μυζήθρα, κανένα αβγουλάκι, ίσως εάν και όταν υπήρχε και αυτό ήταν όλο. Σε κάποιες περιοχές την έκαναν γλυκιά, κυρίως σε γιορταστικές περιόδους. Άλλες φορές πάλι ανακάτευαν νερό με καλαμποκάλευρο, κανέλα, σταφίδες, κολοκύθα βρασμένη, λάδι, ή άλλη λιπαρή ουσία, το έβραζαν και ρίχνοντας από πάνω πετιμέζι, έφτιαχναν το «κατσαμάκι», ένα είδος γλυκού σαν τον μετέπειτα σιμιγδαλένιο χαλβά. Το κατσαμάκι μπορούσε να γίνει και αλμυρό με φρέσκο βούτυρο και ψιλοκομμένο πράσο.
Αν κρίνω από τις μαρτυρίες όσων έζησαν εκείνες τις ταραγμένες και δύσκολες εποχές, ανακάτευαν το καλαμποκάλευρο με ότι είχε ο καθένα στο κελάρι του και επινοούσαν διάφορα, επιστρατεύοντας αυτό που διέθεταν οι άνθρωποι σε απεριόριστο βαθμό εκείνη την εποχή: τη φαντασία και τη δημιουργικότητα. Αυτά τα δύο στοιχεία ήταν η σωτηρία τους.
Αργότερα, το καλαμποκόψωμο περιφρονήθηκε. Θυμάμαι τη γιαγιά Αυγένα (Ευγενία) η οποία έχοντας την εμπειρία των πέτρινων δύσκολων εκείνων χρόνων μιας και χήρα με 4 παιδιά ορφανά , όταν τα πράγματα έγιναν καλυτερα για την ζωή της ,δεν ήθελε «ούτε να το δει ούτε να το μυρίσει», όπως έλεγε χαρακτηριστικά.
Κι όμως, η ταπεινή μπομπότα, σύμφωνα με αυτά που λένε οι σύγχρονοι διατροφολόγοι είναι ένας διατροφικός θησαυρός γιατί περιέχει θειαμίνη, νιασίνη αλλά και φυλλικό όξυ, συστατικά απαραίτητα για την υγιή και ολοκληρωμένη ανάπτυξη του οργανισμού.
Η βλάχικη μπομπότα είναι πολύ πανεύκολη
ΥΛΙΚΑ: αλεύρι καλαμποκίσιο, νερό(τόσο ώστε να γίνει λίγο παχύ), αλάτι, τσιγαρίδες (από λίπος χοιρινό)*, βούτυρο χοιρινό *Οι τσιγαρίδες ήταν απ’ το λίπος το χοιρινό το οποίο καθώς το ζέσταιναν στο τηγάνι για να φτιάξουν το βούτυρο κάποια ποσότητα απ’ το λίπος τσιγαρίζονταν.Πολλές φορές…. όταν υπήρχε… βάζαν και φέτα τυρί και έτσι η μπομπότα γινόταν πολύ μα πολύ καλύτερη
ΕΚΤΕΛΕΣΗ: Ανακατεύουμε το αλεύρι, το νερό και το αλάτι για να κάνουμε το μίγμα (το θέλουμε λίγο παχύ). Αλείφουμε το ταψί με βούτυρο και στρώνουμε το μισό μίγμα στο ταψί. Βάζαμε τη γάστρα* επάνω στο ταψί για να ζεσταθεί λίγο το μίγμα. Παίρνουμε μια κουταλιά βούτυρο χοιρινό και το λιώνουμε στο τηγάνι με μπόλικες τσιγαρίδες. Το ρίχνουμε πάνω από το μίγμα και από πάνω ρίχνουμε το άλλο μισό μίγμα και από πάνω πάλι τσιγαρίδες και βούτυρο. Το ψήνουμε στη γάστρα* 1 ώρα περίπου. * Η γάστρα ήταν κάτι σαν καπάκι χωμάτινο, το οποίο το ζέσταιναν στο τζάκι και μετά έτσι καυτό όπως ήταν σκέπαζαν με αυτό το ταψί και έψηναν τα φαγητά τους.
Ακόμη μια συνταγή με μπομπότίσια πίτα των Βλάχων του Ασπροποτάμου.
Βάλτε 1 κιλό πράσα ψιλοκομμένα στη κατσαρόλα και αφήστε τα, να μαραθούν σκέτα. Κατόπιν, ρίξτε 1/2 φλιτζάνι λάδι, αλάτι και 3 δάχτυλα νερό και αφήστε τα, να τσιγαριστούν. Πριν τα κατεβάστε απο τη φωτιά ρίξτε και 150 γραμμ. φέτα τριμμένη. Αλείψτε ένα ταψί με βούτυρο και πασπαλίστε το μπομπότα σε στρώμα μέτριο. Ραντίστε το με νερό. Στρώστε ένα μέρος απο τη γέμιση πράσου και απο πάνω πασπαλίστε πάλι με μπομπότα. Ρίξτε πράσο και πάλι μπομπότα. Οι στρώσεις πρέπει να είναι τέσσερις. Ρίξτε απο πάνω βούτυρο και λίγο τυρί τριμμένο ακόμη και φουρνίστε την.
Βέβαια κάθε τόπος και ζακόνι…. καθε μαχαλάς και τάξη ….. Υπάρχουν πολλές παραλλαγές από τόπο σε τόπο και από χωριό σε χωριό ακόμη όσον αφορά τα υλικά πέραν του καλαμποκάλευρου το οποίο αποτελούσε το βασικό συστατικό της μπομπότας.