του Γιώργου Σακελλαρόπουλου
(δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΛΙΒΑΔΙ ΟΛΥΜΠΟΥ, τεύχος Νοεμβρίου 1973)
Χιλιοειπώθηκε το τραγούδι της «φουστανέλα με γαζί» που «Τάκης Τσιόκας τη φορεί» και ασφαλώς όλοι το γνωρίζουν. Εκείνο όμως που μένει άγνωστο για τους περισσότερους είναι η εθνική δράση του Τσιόκα και το οικτρό του τέλος.
Ο Τάκης Τσιόκας που γεννήθηκε στο Λιβάδι το 1870, δεν ήταν μόνο λεβεντόπαιδο και φλογερός πατριώτης, αλλά τίμιος και πονόψυχος. Βοηθούσε τους φτωχούς και προστάτευε τα χωριά και τους κτηνοτρόφους από τους ληστές. Γι’ αυτό όπως αναφέρει ο πρόξενος της Ελλάδας στα Σέρβια, που είχε την έδρα του στην Ελασσόνα, Α. Ενυάλης, όλα τα χωριά «ευπρόσδεκτα» τον δέχονταν και σαν πατέρα τους του λέγανε τα παράπονά τους. Σε όλους μας είναι γνωστό ότι προ της απελευθερώσεως δρούσαν σε διάφορα μέρη της τουρκοκρατούμενης Ελλάδος αντάρτικα σώματα, που για μεν τους Τούρκους ήταν συμμορίες, για μας όμως τους Έλληνες οι αποτελούντες αυτά εθνικοί ήρωες που θυσιάστηκαν για τη σωτηρία της πατρίδος μας. Έτσι συναντούμε στην αρχή του αιώνα μας, δηλαδή μέχρι το 1912, στην περιοχή του Ολύμπου τον οπλαρχηγό Μιχάλη Ματαπά ή αετόν του Ολύμπου, όπως τον λέγανε γιατί διεκρίνετο για την ανδρεία, εξυπνάδα και γρηγοράδα, τους Ζάκαν και Θάνον στο νομό Κοζάνης και πολλούς άλλους. Από μιαν αναφορά που έστειλε ο πρόξενος Ενυάλης στο Υπουργείον Εξωτερικών στην Αθήνα, στις 29 /1/1927, αριθμός πρωτοκόλλου 41, μαθαίνουμε ότι στην επαρχία Ελασσόνας ο Τάκης διατηρούσε μικρή αντάρτικη ομάδα, η οποία υπάγονταν στο ελληνομακεδονικό σώμα, υπό τον αρχηγό Μιχάλη Ματαπά, που είχε την έδρα του στην Κατερίνη. Η ομάδα του Τσιόκα αποτελούνταν από 5 – 8 άνδρες, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Νάσος Γιάννη Δαμαλής. Ο Τάκης, ως μας λέγει το ίδιο έγγραφο, έμαθε ότι πολλοί άντρες από τα αντάρτικα σώματα και ληστοσυμμορίες, προβαίνουν σε βιασμούς και ληστείες, κυρίως εις βάρος κτηνοτρόφων. Τους ειδοποίησε ότι τους απαγορεύει να διαπράξουν τέτοιες πράξεις και ότι εν εναντία περιπτώσει θα τους προσβάλλει. Όταν στις 27 Ιανουαρίου 1907 ευρίσκετο κοντά στη μάντρα του Βερδικουσιώτη Κοκοράβα, άκουσε πυροβολισμούς που προέρχονταν από την συμμορία του Ζαρκάδα, που πήγαινε να ληστέψει τους βοσκούς. Αμέσως επιτέθηκε και αποτέλεσμα της συμπλοκής ήταν ο φόνος του Ζαρκάδα, που κατήγετο από το χωριό Μακραναίοι της επαρχίας Γρεβενών και η διάλυση της συμμορίας.
Ο αυτός πρόξενος αναφέρει από την Ελασσόνα στο Υπουργείο Εξωτερικών την 17/2/1907, ότι ο Τάκης κατεδίωξαν τους ληστάς που απήγαγαν από το Δριάνοβον τον Μήτρο Ζιώγα με αποτέλεσμα να φονεύσει έναν από αυτούς και να απελευθερώσει τον Μήτρο. Στο ίδιο έγγραφο ο πρόξενος ομιλεί για την αγάπη που τρέφουν οι χωρικοί για τον Τάκη. Όμως όπως σχεδόν όλοι οι έξυπνοι δραστήριοι και καλοί άνθρωποι, έτσι και ο Τσιόκας είχε τους εχθρούς του, οι οποίοι τον φθονούσαν. Και ο φθόνος αυτός στάθηκε μοιραίος για τον Τσιόκα. Παραθέτομεν αμετάβλητον την αναφορά του προξένου Σερβίων Ενυάλη, που περιγράφει τον τραγικό θάνατο του Τάκη Τσιόκα και του συντρόφου του Δαμαλή.
Προξενείο της Ελλάδος εν Σερβίοις
εδρεύον εν Ελλασσόνι
αριθμός 150
Υπουργείον Εξωτερικών
αριθμός πρωτοκόλλου 1544
ελήφθη τη 18 Απριλίου 1907
εν Ελλασσόνι τη 11 /4/1907
προς τον επί των Εξωτερικών Υπουργείον.
Λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω τω σεβαστώ Υπουργείω ότι χθες την πρωίαν εκ της από Ελασσόνος εις Λιβάδιον οδού και επί δίωρον περίπου εντεύθεν απόσταση ευρέθησαν δύο πτώματα και πάρα αυτοίς τρία άλλα όπλα γκρα. Τα πτώματα ταύτα διαταγή των Αρχών, εκομίσθησαν περί το εσπέρας ενταύθα, αναγνωριστηκαν δε ως ανήκοντα εις τον Τάκη Τσιόκα, εκ Λιβαδίου και εις τον Νάσον Γιάννη Δαμαλή, ωσαύτως εκ Λιβαδίου καταγόμενον, αλλά διαμένοντα κατά τα τελευταία έτη εν Θεσσαλία. Επί του πρώτου ανευρέθη έγγραφον του αρχηγού Ματαπά, πιστοποιούν όντως ότι ο φονευθείς υπηρέτησε προ τινών μηνών υπό τας διαταγάς αυτού. Δεν εξηκριβώθη έτι τίνες ήσαν οι δράσται των φόνων τούτων, μόνον δι εικασίαν γίνονται επ αυτών και ων δεν αποκλείεται και η προσωπική εκδίκησης διότι ο εις των φονευθέντων είχε το πρόσωπον φρικωδώς παραμεμορφωμένον, όπερ δύναται να θεωρηθεί ως εκδήλωσις μίσους κατά αυτών, καθώς δε βεβαιούται, ο Τάκης ούτος είχε αμείλικτους εχθρούς εν Λιβαδίω, τους οποίους πολλαπλώς έβλαψεν. Γνωστόν είναι ωσαύτως ότι οι οπαδοί αυτού ήσαν τρεις, αγνοείται δε η τύχη των λοιπών δύο. Περί αυτού είχον πληροφορίας ότι μεταβάς προ τινος εις Λάρισαν εξήλθεν εκ νέου, όπως συνενωθεί μετά των συντρόφων του με ελληνομακεδονικόν σώμα, αλλά άγνωστον τίνων ένεκα λόγων απομακρυνθείς αυτού, διέμενεν εν τη περιφέρεια ταύτη πρόβας μάλιστα και εις εκβιάσεις, ιδία κατά ανθρώπων ανηκόντων εις την μονήν του Αγίου Αντωνίου.
Ευπειθέστατος
ο πρόξενος
Α ΕΝΥΑΛΗΣ
Εκ της επισταμένης ερεύνης του εμπιστευτικού φακέλου του ελληνικού προξενείου Σερβίων, ξεχώρισα 6 έγγραφα τα οποία αναφέρονται στη δράση του Τάκη ΤσΙόκα. Εις τα 4 σημειώνεται απλά το όνομα Τάκης ενώ εις τα υπόλοιπα δύο έγγραφα το ονοματεπώνυμο Τάκης Τσιόκας. Μου εγεννήθη ευθύς εξ αρχής η υπόνοια ότι πρόκειται για δύο διαφορετικά πρόσωπα, με το ίδιο όνομα, που ανήκαν στο έλληνομακεδονικό σώμα του Μιχαήλ Ματαπά. Αυτή όμως διασκευάστηκε από το γεγονός ότι σε καμία αναφορά του προξένου προς το υπουργείο, που γράφτηκε μετά το θάνατο του Τσιόκα, αναφέρεται το όνομα Τάκης. Επομένως ο Τάκης ήταν ένας, δηλαδή ο Τάκης Τσιόκας. Οι δύο υπαινιγμοί του πρόξενου ότι ο Τάκης έβλαψε το μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου και τους συμπατριώτες του στο Λιβάδι, οι οποίοι πιθανόν να τον δολοφόνησαν, δεν ευσταθούν κατά τη γνώμη μου, αλλά οφείλονται σε εσφαλμένες πληροφορίες του προξένου. Το πρώτο σκέλος του υπαινιγμού του καταρρίπτεται από τα έγγραφα και κυρίως από το υπ αριθμ εμπιστευτικόν 612 τις 17/2/1907, στο οποίο τονίζεται ότι τα χωριά ως προανέφερα υποδέχονταν τον Τάκη Τσιόκα με προθυμία και χαρά. Το δεύτερο σκέλος διαψεύδεται πάλι από τον ίδιο πρόξενο διά της υπ’ αριθμόν 4835 27/10/1927 αναφορά του προς το Υπουργείο Εξωτερικών στην Αθήνα, στο οποίο λέει ότι κάθε χρόνο παραθέριζαν στη θέση Σάπκα Λιβαδίου, Σαρακατσαναίοι με τά ποίμνιά των. Το φθινόπωρο κατέβαινον στον κάμπο της Κατερίνης για χειμαδιό, στρατοπεδεύοντας στα χωράφια των Λιβαδιωτών, όπου και βοσκούσαν τα πρόβατά των. Την 25/10/1907 ενώ κατέβαινον προς το διαμέρισμα Κατερίνης, στη θέση Βαρνά που απέχει μία ώρα από το Λιβάδι, δέχθηκαν επίθεση μερικών οπλοφόρων, οι οποίοι ήθελαν να αιχμαλωτίσουν τον μεταξύ αυτών Σαρακατσάνον, ονόματι Γαλανόν. Αυτός όμως αρνήθηκε να παραδοθεί και αμύνθηκε πολεμώντας, αφού έβαλε εμπρός του, ως πρόχωμα, τη γυναίκα του και τα παιδιά του, με αποτέλεσμα να φονευθεί ο Γαλανός, η γυναίκα του, η γυναίκα του αδελφού του και μία από τις κόρες του. Ειs ευρεθέντα πλησίον του σάκκον υπήρχε σημειωματάριον με αγγλικάς υπογραφάς και διάφορες διευθύνσεις Λιβαδιωτών, αγγλιστί γραμμένες, ώστε να θεωρείται πιθανόν ότι μεταξύ των επιτεθέντων ήτο και Λιβαδιώτης μόλις επανελθών εξ Αμερικής. Ο Γαλανός δεν απέλαβε αγαθής φήμης, εθεωρείτο δε όχι αμέτοχος του φόνου του Τάκη Τσιόκα και Γιάννη Δαμαλή, του οποίου ο αδελφός Γεώργιος κατά τον μήνα Ιούλιο, επανελθών εξ Αμερικής μετά άλλων συμπατριωτών του, έμεινε μέχρι τινός εις Λιβάδι και κατόπιν βγήκε στα βουνά.
Από την παραπάνω έκθεση του προξένου, φαίνεται καθαρά ότι ο Γαλανός ήταν κακής φήμης και κατά πάσα πιθανότητα ο δολοφόνος του Τσιόκα και Δαμαλή, με συνεργό τον Αιδημητρινό Τάκη Κατσαβό. Όπως αναφέρει ο Ενυάλιος διά της υπ’ αριθμ 153/14 Απριλίου 1907 αναφοράς του προς το Υπουργείο Εξωτερικών, ο Μιχαήλ Ματαπάς που είχε τη διοίκηση του Ολύμπου (Ελυμπος – Κιουκουμεντίν) κρέμασε στον Άγιο Δημήτριο τον Τάκη Κατσαβό, αμέσως μόλις πληροφορήθηκε τον φόνο του Τάκη Τσιόκα.
Γενικά από τα έγγραφα του προξένου, αντίγραφα των οποίων έχω στα χέρια μου, διαπιστώνεται ότι ο Τάκης Τσιόκας ήταν οπλαρχηγός και ότι είχε ως πιστόν του σύντροφο των Νάσον Δαμαλή. Οπωσδήποτε η δράση του Τσιόκα δεν είναι δυνατόν να περιορίζεται μόνο στη χρονική περίοδο λίγων μηνών του έτους 1907, αλλά και ενωρίτερον. Δυστυχώς εις τον ερευνηθέντα φάκελλον δεν υπάρχουν εκθέσεις προηγούμενων ετών. Πάντως είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι ο Τσιόκας λεβέντικα φορούσε και τινάζε την φουστανέλα κάνοντας το Λιβάδι να αναστενάζει από χαρά και υπερηφάνεια.
Γιώργος Σακελλαρόπουλος
Η φωτογραφία είναι από το αρχείο του Εξωραϊστικού Συλλόγου Λιβαδίου.
Όπως διαβάζουμε στην εφημερίδα Λιβάδι (αριθμ φύλλου 9 – Ιανουάριος 2006) η φωτογραφία είναι του 1906 περίπου κι ανάμεσα σ αυτούς που φωτογραφίζονται είναι και μερικοί «κλέφτες» κάποιοι από τους οποίους πολέμησαν στο πλευρό του Παύλου Μελά.
Από αριστερά προς τα δεξιά
Επάνω σειρά: ΚΙΤΣΟΥΛΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ (Καραγιάννης), ΦΑΚΑΛΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ, ΚΙΤΣΟΥΛΗΣ ΚΩΣΤΑΣ (Πιτσιάβας), ΓΚΡΟΥΝΤΖΑΣ ΚΩΤΣΙΟΣ, ΠΕΖΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ (Τσίτας), ΓΑΛΑΝΟΣ (Σαρακατσάνος)
Μεσαία σειρά: ΑΝΤΩΝΗΣ ΝΤΑΜΠΟΣ, ΣΑΛΑΒΑΤΗΣ ΑΧΙΛΛΕΑΣ, ΤΑΚΗΣ ΜΠΟΥΣΙΑΣ (Κουλούσης Μάρας), ΠΕΡΔΙΚΗΣ ΑΝΤΩΝΗΣ, ΤΣΙΟΚΑΣ ΝΙΚΟΛΑΚΗΣ (Καραντίνας)
Κάτω σειρά: ΣΑΛΑΒΕΡΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ (κρατάει τον μικρό Σαλαβέρη Γιάννη, μεζέ), ΣΑΛΑΒΑΤΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ (Γκιζογιάννης), ΜΠΑΝΑΣΑΣ ΚΩΣΤΑΣ, ΜΠΑΡΜΠΕΡΗΣ