Ο Αλή Πασάς φρόντισε να οργανώσει με εξαιρετική προσοχή την Ταχυδρομική Υπηρεσία προκειμένου να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του.
Χάρη στην υπηρεσία αυτή, ο Αλή Πασάς βρισκόταν σε διαρκή επαφή με τις ξένες Κυβερνήσεις με τις όποιες αλληλογραφούσε απ’ ευθείας με τους διαφόρους πράκτορές του, με τους οποίους είχε διαρκή επαφή, ώστε να είναι πάντα ενήμερος για όσα συνέβαιναν στην Τουρκία και στην Ευρώπη.
Τέτοιους πράκτορες είχε ο Αλή στη Βιέννη, το Βουκουρέστι, το Τριέστι, τη Βενετία, τη Μάλτα και το Λιβόρνο και με τους οποίους βρισκόταν σε διαρκή επαφή με τους τακτικούς ταχυδρόμoυς του. Ο Άγγλος γιατρός Χόλλαντ, που περιηγήθηκε την Ελλάδα και επισκέφθηκε την Αυλή του Αλή Πασά βεβαιώνει πως «χάρις εις την τέλεια οργάνωση τού Ταχυδρομείου του τίποτε δεν εσυζητούσαν ή αποφασίζετο εις τα Ανακτορικά συμβούλια της Πόλης, χωρίς αυτό να περιέλθη μέσα σε οκτώ μέρες στη γνώση του Βεζύρη στα Γιάννενα. Πολλές μάλιστα φορές συνέβαινε τις ειδήσεις του εξωτερικού να τις μαθαίνει πρώτα ο Αλή Πασάς, από τον όποιον τις μάθαιναν έπειτα η Πόλη και τα Επτάνησα».
Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει πως πολλές φορές βρήκε τον Βεζίρη να αγρυπνά πέρα από τις εννιά το βράδυ, να συσκέπτεται με τους συμβούλους του, που ήταν όλοι Έλληνες, και να ελέγχει με κάθε λεπτομέρεια τα έξοδα του ταχυδρομείου του για το οποίο είχε επιβάλει και ειδικές φορολογίες. Το βιλαέτι στα Γιάννενα (το Βαρόσι, το Ζαγόρι, το Μαλακάσι, οι Καλαρρύτες) και οι Εβραίοι πλήρωναν τακτικά και κάθε εξάμηνο έναν ειδικό φόρο για τη Ταχυδρομική Υπηρεσία του Αλή, που όπως προκύπτει από διάφορα σημειώματα, είχε φανεί υπερβολικό και γι’ αυτό έκαναν παράπονα στον Βεζίρη.
Στην Αυλή του Αλή Πασα υπήρχε ένα είδος υπουργείου, που αποτελείτο από τον Μάνθο Οικονόμου, τον Σ. Κολοβό και τον Κώστα Γραμματικό από την Κόνιτσα και δούλευαν από το πρωί έως το βράδυ σε ένα δωμάτιο του σεραγιού χωρίς μισθό ή άλλη αμοιβή, εκτός από εκείνα που έδιναν οι ενδιαφερόμενοι για να τακτοποιήσουν κάποια υπόθεσή τους. Από τους παραπάνω συμβούλους ο Κολοβός, που γνώριζε τρεις ξένες γλώσσες, Ιταλικά, Γαλλικά και Γερμανικά έκανε και χρέη διερμηνέα. Τον τρόπο με τον όποιο δούλευε ο Κολοβός τον περιγράφει παραστατικότατα ο περιηγητής Richards, που επισκέφθηκε την Αυλή του Αλή Πασά:
«Θα εταράσσοντο ασφαλώς τα νεύρα Άγγλου υπουργικού γραφέως εάν έβλεπε τον πρώτο γραφέα του Αλή Πασά να κάθεται επάνω σ’ ένα χονδρό και χαμηλό σοφάν μέσα σ’ ένα πανάθλιο δωμάτιο και να περιστοιχίζεται από σωρούς φύρδην μίγδην εγγράφων, για την ταξινόμησι των οποίων δεν άφινε κανένα άλλον να αναμιχθή. Τα έγγραφα ήσαν ριγμένα χωρίς καμιά τάξιν επάνω στο πάτωμα γιατί δεν υπήρχε κανένα γραφείο και ο Κολοβός στηρίζοντας το χαρτί επάνω στην αριστερή του παλάμη είτε απάνω στο γόνατό του. Και βυθίζοντας την πέννα μέσα σ’ ένα μικρό καλαμάρι, δεμένο εις τη ζώνη του υπέγραφε τα έγγραφά του!».
Διακόσια καλοσελωμένα άλογα ήταν πάντα έτοιμα για να ξεκινήσουν στο πρώτο νεύμα του Αλή Πασά και ταχυδρόμοι με έγγραφα και σφραγισμένους φακέλους μπαινόβγαιναν στο Παλάτι. Οι ταχυδρόμοι αυτοί του Αλή Πασά, οι τατάρηδες, με τα ψηλά καβούκια τους και την πολυτελή στολή που φορούσαν, περιγραφή που μάς άφησε ο Χόλλαντ, έκαναν ένα από τα πιο ενδιαφέροντα θέματα της Αυλής του Αλή Πασά, σχετικές δε εντυπώσεις μάς μεταδίδει και ένα γράμμα του Λόρδου Μπάιρον στη μητέρα του […]
Ήδη από την εποχή του Αλή Πασά είχε οργανωθεί ταχυδρομική υπηρεσία ώστε να καταφθάνουν τα νέα από την Ευρώπη στα Ιωάννινα πολύ πιο γρήγορα απ’ ότι στην Κωνσταντινούπολη.
Βέβαια, για να φτάσουν τα «νέα» από την Ευρώπη στην Ήπειρο έπρεπε να «ταξιδέψουν» πρώτα στην Αδριατική και το Ιόνιο Πέλαγος, γι’ αυτό η εξέλιξη των ταχυδρομικών υπηρεσιών ήταν απόλυτα συνυφασμένη με την εξέλιξη των συγκοινωνιών, κυρίως δε με τα ατμόπλοια. Άλλωστε, πριν αναπτυχθεί ο σιδηρόδρομος, το ατμόπλοιο έδωσε τη μεγάλη ώθηση στις συγκοινωνίες, έτσι τα λιμάνια ήταν οι κόμβοι για τα εμπορεύματα, του επιβάτες και την αλληλογραφία.
Το Αυστριακό Λόυδ από το 1835 άρχισε την εκμετάλλευση των γραμμών της Αδριατικής και της Ανατ. Μεσογείου, το οποίο αρχικά υπήρξε ο σχεδόν μοναδικός φορέας. Από το 1896 εμφανίστηκε η ελληνική Τζων Μακ Δουάλ και Βαρβούρ και αργότερα (1901) η ιταλική Puglia.
Οι προσεγγίσεις στην Πρέβεζα άρχισαν το 1854, στους Αγ. Σαράντα από το 1870 τακτικά, στη Σαγιάδα τακτικά από το 1880. Προς τα δυο τελευταία λιμάνια γίνονταν ωστόσο έκτακτα δρομολόγια από το 1857. Βέβαια, η οθωμανική διοίκηση διέθετε χερσαία ταχυδρομική υπηρεσία, που κύριο έργο της ήταν η διαβίβαση των δημόσιων εγγράφων και δευτερευόντως των ιδιωτικών. Για τη διακίνηση συγκροτούνταν καραβάνια και μισθώνονταν ή ενοικιάζονταν οι υπηρεσίες σε ιδιώτες.
Στις εφημερίδες της εποχής «Ιωάννινα», «Φωνή της Ηπείρου» και «Ήπειρος» ανιχνεύονται πολύτιμες πληροφορίες για την κατάσταση που επικρατούσε στις ταχυδρομικές υπηρεσίες, δημοσιεύονταν οι αναγγελίες για τη μίσθωση χερσαίων ταχυδρομικών υπηρεσιών, χρήσιμες ενημερώσεις για το κοινό αλλά δημοσιοποιούνταν και οι δυσκολίες που προέκυπταν από τη μεταφορά των επιστολών.
Μειοδοσία για τη χερσαία ταχυδρομική υπηρεσία Ιωαννίνων – Τρικάλων
(22/3/1878)
Εκτίθεται εις μειοδοσίαν ή μεταξύ Ιωαννίνων και Τρικκάλων ταχυδρομική υπηρεσία από της 1 Μαρτίου 1878 μέχρι τέλους Φεβρουαρ. 1879. Ο εργολάβος οφείλει καθ’ εβδομάδα να έχη εις την διάθεσιν του ταχυδ. έως πέντε ζώα, τα μεν δύο ιππασίας τα δε τρία φορτηγά. Εν περιπτώσει δε καθ’ ην ήθελε παραστή ανάγκη εκτάκτου αποστολής ταχυδρομείου εάν μεν τούτο διέλθη την ταχυδρομικήν οδόν θέλει παρέχει τα αναγκαία ζώα δωρεάν, εάν δε τινα άλλην οδόν θέλει λαμβάνει το νενομισμένον αγώγιον προς 3 1/2 γρόσια την ώραν. Εν περιπτώσει δε καθ’ ην εις η και δύω υπασπισταί ήθελον μεταβή εις μέρος τι δι’ οίασδήποτε οδού και αν μεταβώσι θέλει παρέχει τα αναγκαία εις τούτο ζώα πληρωνόμενος το ωρισμένον αγώγιον. Θέλει δε πληρώνεσθαι την μηνιαίαν επιχορήγησιν παρά του ταχυδρομικού καταστήματος εις το τέλος εκάστου μηνός εις χαρτονόμισμα. Οπόταν δε χρειασθώσι ζώα υπερβαίνοντα το συμπεφωνημένον ποσόν, τα ζώα ταύτα οφείλει να παρέχει η επιτόπιος Αρχή, χωρίς να δικαιούνται οι ταχυδρομικοί υπάλληλοι να ζητήσωσι τοιαύτα ζώα παρά του εργολάβου. Τα παρά του εργολάβου παρεχόμενα ζώα πρέπει να ήναι νέα και εύρωστα, ούτος δε δεν δικαιούται να ζητήση τι εν περιπτώσει καθ’ ην τα ζώα ταύτα ήθελον πάθει τι. Οι βουλόμενοι ν’ αναδειχθώσι την εργολαβίαν ταύτην συμφώνως τω περί τούτω ειδικω Κανονισμω αποταθήτωσαν εις το Διοικητικόν Συμβούλιον του Βιλαετιού δια τα περαιτέρω. Εν Ιωαννίνοις την 11 Μαρτίου 1878.
Το 1892 η ασθένεια της χολέρας ταλαιπωρούσε την πολύπαθη Ήπειρο, γεγονός που επηρέαζε και τις ταχυδρομικές υπηρεσίες.
Προβλήματα και παράπονα
Παρά το γεγονός πως το Βιλαέτι Ιωαννίνων είχε ευνοηθεί αρκετά από τη λειτουργία της ταχυδρομικής υπηρεσίας, ωστόσο δεν έλειπαν τα παράπονα για ελλείψεις αλλά και για τη δυσλειτουργία των υπηρεσιών προκαλώντας στους πολίτες ηθική και υλική βλάβη. Για παράδειγμα, σε δημοσίευμα εφημερίδας με ημερομηνία 28/5/1893 βρίσκουμε παράπονα για τη λειτουργία της ταχυδρομικής υπηρεσίας του Δελβίνου και κυρίως για τον υπεύθυνο του ταχυδρομείου, που δεν γνωρίζει καμία ευρωπαϊκή γλώσσα, ούτε την τουρκική ούτε καν την ελληνική που ήταν η επίσημη γλώσσα του Βιλαετίου. Έτσι, ο Τουρκαλβανός ζητούσε βοήθεια από τους χριστιανούς που έρχονταν στο ταχυδρομείο, οι οποίοι πολλές φορές με δόλο είτε παρερμήνευαν όσα αναγράφονταν στις επιστολές ή ακόμη έβρισκαν την ευκαιρία να αποσπάσουν επιστολές, να τις ανοίξουν και να διαβάσουν το περιεχόμενό τους.
«Εις το ταχυδρομείον του Δελβίνου υπάρχει επιτετραμμένος τις λιάπης τουρκαλβανός, όστις προς τιμήν και δόξαν δεν γνωρίζει καμμίαν απολύτως γλώσσαν, μήτε την τουρκικήν, μήτε άλλην τινα ευρωπαϊκήν, αλλ’ ούτε και αυτήν την εκ των ων ουκ άνευ ελληνικήν (ρωμαϊκήν) γλώσσαν. Προς διανομήν δε των επιστολών και αποστολήν αυτών εις τα διάφορα υποπρακτορεία εν τοις άλλοις χωρίοις αναγκάζεται να καταφυγή εις την καλοκαγαθίαν των εκείσε διερχομένων ή εις τους παρευρισκομένους εις το ταχυδρομείον (ας το ονομάσωμεν ούτω) χριστιανούς, οίτινες και ενταύθα επωφελούμενοι των περιστάσεων προς κορεσμόν της χαρακτηριζούσης αυτούς χαιρεκακίας και εκδικήσεως (τις οίδε ποιου είδους) όχι μόνον τω διαστρέφουσι μεθερμηνεύοντες κακώς τας επιγραφάς, αλλ’ εν τη παραζάλη του ταχυδρόμου υπεξαιρούσιν όσας θέλουν επιστολάς, όπως τας ανοίξωσιν και ίδουν το περιεχόμενον. Εν περιπτώσει δε καθ’ ην ο ταχυδρόμος δεν εύρη κανένα να τον εξαγάγη της δυσκόλου θέσεώς του ρίπτει τους φακέλους ή τα γράμματα εις το δισάκκιον του πρώτου τυχόν αναχωρούντος ταχυδρόμου…»
(Πηγή: Γ. ΠΛΟΥΜΙΔΗ Σ, ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ (1869-1878, 1892-1901, 1923-1925)