Ο θάνατος του Καπετάν Αρκούδα προκάλεσε μεγάλη αίσθηση σε ολόκληρη την Ελλάδα και ο τότε Αθηναϊκός τύπος αναφέρθηκε εκτενώς στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν και οδήγησαν στη δολοφονία του Σαμαρινιώτη οπλαρχηγού.
Οι περισσότερες εφημερίδες υιοθέτησαν και αυτές τα σενάρια περί προδοσίας, ονομάζοντας ως προδότες ορισμένους συνεργάτες των Ρουμάνων στη περιοχή είτε ακόμη και τον σύντροφο του Αρκούδα, τον Γιάννη Αναστασιάδη. Για τον τελευταίο μάλιστα, μερικά έντυπα έγραψαν ότι δωροδοκήθηκε από τις Ρουμανικές ή τις Τουρκικές αρχές για να προδώσει τον αρχηγό του.
Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή
Ο Γεώργιος Λεπιντάτος ή Καπετάν Αρκούδας γεννήθηκε το 1856 στη Σαμαρίνα Γρεβενών.
Το χειμώνα έμεινε με την οικογένειά του στα Τρίκαλα και έκανε το ζωέμπορα προωθώντας έτσι όπλα από την ελεύθερη Ελλάδα στην Ήπειρο και Μακεδονία.
Ο πατέρας του Νικόλαος συμμετείχε στη Μακεδονική Επανάσταση του 1854. Ονομάστηκε καπετάν Αρκούδας (ή Ούρσας στα βλάχικα), λόγω του σωματότυπού του, καθώς ήταν ψηλός και ιδιαίτερα επιβλητικός.
Μακεδονική Επανάσταση του 1896 και Ατυχής Πόλεμος
Ο Γεώργιος Λεπιντάτος πήρε μέρος στη Μακεδονική επανάσταση του 1878. Στη συνέχεια έδρασε ως κλέφτης στην Πίνδο. Αργότερα πήρε μέρος στη Μακεδονική Επανάσταση του 1896, στα Γρεβενά, επικεφαλής σώματος 25 ανδρών.
Κατά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, συνεργαζόμενος με τα σώματα των Γ. Μαυρομιχάλη και Γιάγκου ανακατέλαβε τον μεθοριακό σταθμό της Ασπροκκλησιάς, που είχαν καταλάβει Οθωμανικά στρατεύματα υπό τον Ακήφ.
Στη μάχη ο καπετάν Αρκούδας προσπάθησε ανεπιτυχώς να συλλάβει τον Ακήφ και στη συνέχεια κατέφυγε στην εκκλησία του χωριού. Από εκεί εξαπέλυσε επίθεση που έτρεψε τελικά σε φυγή τους Τούρκους.
Λίγο αργότερα το ίδιο έτος, συναντήθηκε με τον οπλαρχηγό Ναούμ Σπανό από το Άργος Ορεστικό στο Δομοκό και τον Λάζαρο Βαρζή. Οι τρεις τους συναντήθηκαν με το διάδοχο Κωνσταντίνο και του ζήτησαν να τους αξιοποιήσει στο στράτευμα. Έτσι, συμμετείχαν στη Μάχη της Σκάρμιτσας με τον Οθωμανικό στρατό.
Μετά τη μάχη αυτή ο Γεώργιος Λεπιντάτος κατόπιν διαταγής κατευθύνθηκε στα Άγραφα προκειμένου να πατάξει τη ληστεία, μαζί με τους Ναούμ Σπανό και Ρεζή, επικεφαλής 300 χωροφυλάκων.
Όταν ο καπετάν Αρκούδας και ο Ναούμ Σπανός πληροφορήθηκαν ότι Οθωμανικός στρατός στρατοπέδευσε στον κάμπο της Καρδίτσας, επιτέθηκαν στο Τουρκικό στράτευμα νότια του Μεσενικόλα και τους έτρεψαν σε φυγή.
Στη συνέχεια μοίρασαν τα λάφυρα στο Μουζάκι, στους πρόσφυγες από τα Θεσσαλικά χωριά που συνέρρεαν. Την επόμενη ο Ναούμ Σπανός αναχώρησε για την Αθήνα και ο Γεώργιος Λεπιντάτος ανέλαβε μόνος του τη διοίκηση του σώματος. Μετά το τέλος του πολέμου συνέχισε την αντάρτικη δράση του στη Μακεδονία.
Μακεδονικός Αγώνας
Μετά το θάνατο του Παύλου Μελά, κατέφυγε στην Αθήνα, όπου προσπάθησε να στρατολογήσει εθελοντές για τη Μακεδονία. Για το σκοπό αυτό διοργάνωσε σειρά ομιλιών με νεαρό ακροατήριο (κυρίως φοιτητών).
Σύμφωνα με την παράδοση η βασίλισσα Όλγα εντυπωσιάστηκε από τη φυσιογνωμία του και τον κάλεσε στα ανάκτορα. Στη συνάντηση αυτή ο καπετάν Αρκούδας ερωτήθηκε γιατί φοράει μάυρη φορεσιά και απάντησε ότι πενθεί για τη σκλαβωμένη Σαμαρίνα.
Την άνοιξη του 1905 επέστρεψε στη Μακεδονία για να συνεχίσει τη δράση του κατά Οθωμανών, Βουλγάρων αλλά και κατά της Ρουμανικής κίνησης.
Αρχικά στάλθηκε και έδρασε στην Ανατολική Μακεδονία και τη Χαλκιδική. Έλαβε μάλιστα μέρος στη Μάχη της Αγίας Αναστασίας στις 3 Μαΐου του 1905 όπου συνεργαζόμενος με Κρητικούς μαχητές, αντιμετώπισε τον Οθωμανικό στρατό.
Στη συνέχεια, μετά από σύντομη παραμονή του στο Μορίχοβο, ο Γεώργιος Λεπιντάτος έδρασε με το σώμα του στις περιοχές Γρεβενών και Βοΐου. Το Δεκέμβριο του 1905 στρατοπέδευσε μαζί με τον οπλαρχηγό Νικόλαο Μπέλλιο, στον Πεντάλοφο και τη Χρυσαυγή στην περιοχή του Βοΐου.
Το Φεβρουάριο του 1906 δρούσε με το σώμα του στις περιοχές της Χρούπιστας, του Νεστορίου και των Καστανοχωρίων. Στο Κωσταράζι συναντήθηκε με τον Κρητικό Γ. Δικώνυμο Μακρή και ξεκίνησαν κοινή δράση στη Λόσνιτσα (Γέρμας), στο Βογατσικό, το Δρυάνοβο (Γλυκονέρι) και το Λέχοβο. Στο Λέχοβο τα σώματά τους ενώθηκαν με αυτό του Ανδρέα Παναγιωτόπουλου και συγκρούστηκαν στη συνέχεια με κομιτατζήδες στη Μάχη του Στρεμπένου (Ασπρογείων.
Την άνοιξη του 1906 έδωσε σκληρή μάχη με τον Οθωμανικό στρατό στην περιοχή Βοΐου, όπου καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς το σώμα του.
Το τέλος του Γεώργιου Λεπιντάτου
Μετά την καταστροφή του σώματός του, ο καπετάν Αρκούδας έλαβε εντολή από το Ελληνικό Κέντρο να μεταβεί στο Ζαγόρι, όπου είχε ενταθεί η ληστεία και η Ρουμανική προπαγάνδα.
Στα τέλη Ιουλίου του 1906 ο καπετάν Αρκούδας με 8 άνδρες έφτασε στους Νεγάδες. Εκεί ο Γρεβενιώτης οδηγός του, Ιωάννης Αναστασιάδης του ζήτησε να επισκεφτεί την οικογένειά του στο Δίλοφο, όπου ήταν παντρεμένος. Ο Ιωάννης Αναστασιάδης όμως δεν επέστρεψε την συμφωνημένη ημέρα και ο Γεώργιος Λεπιντάτος αποφάσισε να κατέβει στο χωριό, να τον αναζητήσει.
Την ίδια περίοδο οι κλέφτες Ζαρκάδας και Βερβέρας είχαν απαγάγει τον γαιοκτήμονα Απόστολο Καλέντζο από τους Κήπους και η παρουσία του Οθωμανικού στρατού στην περιοχή ήταν έντονη.
Ο Γεώργιος Λεπιντάτος με τους άνδρες του κατέλυσαν σε έναν έρημο μύλο έξω από το Δίλοφο. Το Βράδυ ο καπετάν Αρκούδας μπήκε στο χωριό και παρέδωσε ένα σημείωμα στον πρόεδρο του Διλόφου, προοριζόμενο για τον Ιωάννη Αναστασιάδη προκειμένου να τον συναντήσει στο μύλο. Το γεγονός μαθεύτηκε στο χωριό και το πρωί της 6ης Αυγούστου του 1906 ο αγροφύλακας του Διλόφου, Λάμπρος Σπύρου αντιλήφθηκε την παρουσία αγνώστων στο μύλο. Νομίζοντας ότι πρόκειται για τους απαγωγείς του Καλέντζου, ξεκίνησε πυροβολισμούς. Οι άνδρες του καπετάν Αρκούδα ανταπέδωσαν.
Οι πυροβολισμοί προκάλεσαν την άφιξη του Οθωμανικού αποσπάσματος. Ο Γεώργιος Λεπιντάτος, αναλογιζόμενος την κατάσταση, αποφάσισε να επιχειρήσει έξοδο, κατά την οποία πυροβολήθηκε ο ψυχογιός του, Γεώργιος Δημητρίου Δήλμας από τις Αμυγδαλιές Γρεβενών. Τότε, ο καπετάν Αρκούδας τον πήρε στην πλάτη και προχώρησε προς παρακείμενο γεφύρι, αλλά στην πορεία ο Γεώργιος Δήλμας ξεψύχησε.
Στη συνέχεια ο καπετάν Αρκούδας έδωσε εντολή να χωριστούν οι άνδρες. Οι τρεις πήγαν προς τις πηγές του ποταμού, ενώ ο Γεώργιος Λεπιντάτος με άλλους δυο άνδρες προχώρησαν προς τη ροή του ρέματος. Το μέρος όμως ήταν ανοικτό και οι Τούρκοι τον πυροβόλησαν στο κεφάλι ενώ πλησίαζε προς το χωριό Κουκούλι, κοντά στο πέτρινο γεφύρι στην τοποθεσία Σκούρτη.
Ο απόηχος του θανάτου
Η σορός του Γεώργιου Λεπιντάτου, καθώς και του ψυχογιού του, Γεώργιου Δήλμα μεταφέρθηκε από τους Τούρκους στο Δίλοφο και στη συνέχεια στα Ιωάννινα. Τις παρέλαβε ο Μητροπολίτης και τάφηκαν στην αυλή της Αγίας Μαρίνας. Μετά το θάνατό του, 15 κάτοικοι των Νεγάδων συνελήφθησαν από τους Οθωμανούς και φυλακίστηκαν για αρκετούς μήνες λόγω της συνεργασίας τους με τον οπλαρχηγό.
Ο θάνατος του καπετάν Αρκούδα συγκλόνισε την περιοχή του Ζαγορίου και έσπειρε υποψίες στους κατοίκους για το ρόλο του Λάμπρου Σπύρου και του Ιωάννη Αναστασιάδη.
Και όπως είναι φυσικό και η λαϊκή μούσα της εποχής πιστεύει ότι ο θάνατος του Καπετάν Αρκούδα ήταν αποτέλεσμα προδοτικών ενεργειών.
Έτσι σ’ ένα από τα τραγούδια που γράφτηκαν για τον θάνατο του οπλαρχηγού μας λέει:
«Τρεις περδικούλες κάθονταν ψηλά στο γερό Σμόλικα
Η μια τηράει τη Λειβαδιά κι η άλλη τη Σαμαρίνα
Η Τρίτη η μικρότερη μοιρολογάει και λέει:
Τι είναι το κακό που γίνεται στη Μπάγια στο γεφύρι;
Μήνα λιοντάρια σφάζονται, μήνα κριάρια σφάζουν;
Το Γιώργη Αρκούδα βάρεσαν τον πρώτο καπετάνιο
Τον γέλασαν τον πλάνεψαν οι δόλιοι οι Ζαγορίσοι
Που ‘χουν φαρμάκι στη καρδιά και ζάχαρη στα χείλη
Που πήγαν και τον πρόδωσαν στης Μπάγιας το κονάκι».
Στο γεφύρι που βρίσκεται κοντά στο σημείο που σκοτώθηκε ο Καπετάν Αρκούδας, δόθηκε το όνομα του για να θυμίζει στους περαστικούς το θλιβερό γεγονός που συνέβη στις 6 Αυγούστου 1906.
Αργότερα στη περιοχή τοποθετήθηκε και μια ενημερωτική πινακίδα που υποστηρίζει ότι ο θάνατος του οπλαρχηγού προήλθε από Τουρκικό βόλι.
Εκεί σήμερα βρίσκεται μνημείο προς τιμή του.