Κραυγή αγωνίας από τους Ορεινούς Οικισμούς

Κραυγή αγωνίας από τους Ορεινούς Οικισμούς

Περπατώντας ανάμεσα στα γκρεμισμένα σπίτια νοιώθει κανείς οι τόποι να στοιχειώνονται από φαντάσματα. Ακούει τις φωνές των ανθρώπων που έζησαν εκεί, το κλάμα των μωρών που γεννήθηκαν, το νανούρισμα της μάνας, το τραγούδι του ερωτευμένου.

Οι άνθρωποι των ορεινών οικισμών πάλεψαν σε όλη τους τη ζωή με τις δυστροπίες της φύσης και κατάφεραν να εξημερώσουν μέρη άγρια και δυσπρόσιτα. Με μόχθο, ευρηματικότητα και υπομονή κατάφεραν πολλά βασισμένοι σε λίγα. Όταν αυτοί οι άνθρωποι πήραν την απόφαση αν φύγουν από τη γη των παππούδων τους είχε πια ωριμάσει μέσα τους η ελπίδα πως αλλού θα ζήσουν πιο ανθρώπινα, αυτοί και τα παιδιά τους. Κατέβηκαν λοιπόν στις πόλεις για να μπορούν να δουλέψουν, τα παιδιά να μορφωθούν, να ξεφύγουν από την αγωνία της καθημερινής επιβίωσης.

Η ζωή στο χωριό μπορεί να είναι όμορφη, χαλαρή και ονειρεμένη για πολλούς, αλλά είναι ουτοπικό να απαιτούμε από έναν σύγχρονο οικογενειάρχη να απαρνηθεί τις παροχές υπηρεσιών της πόλης και να ταλαιπωρηθεί με τη θέλησή του για τα αυτονόητα, όπως η υγεία ή η μόρφωση των παιδιών του.

Η έρευνα στην Ελλάδα για ερημωμένους-εγκαταλελειμμένους οικισμούς θα μας φέρει αντιμέτωπους με την ιστορία της πατρίδας μας, με σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές, με φυσικά φαινόμενα, με την πορεία του Έλληνα στο χρόνο.

Ακριβής ή πλήρης καταγραφή των οικισμών που εγκαταλείφθηκαν σε κάθε χρονική στιγμή με ταυτόχρονη αναφορά στα αίτια εγκατάλειψης δεν υπάρχει. Ένας μικρός απολογισμός των χωριών που ερημώθηκαν από τον 11ο έως τα μέσα του 19ου αιώνα στα σημερινά σύνορα της Ελλάδας αναφέρει τον αριθμό 2.049.

Από την απογραφή του 1929 έως εκείνη του 1991 ο αριθμός των οικισμών που εγκαταλείφθηκαν φτάνει τους 2713, χωρίς αυτό το νούμερο να είναι τελικό ή απόλυτο. Το νούμερο που αντιστοιχεί στον 20 αιώνα φαίνεται σαφώς μεγαλύτερο, διότι η καταγραφή είναι πολύ πιο συστηματική. Ερημωμένους θεωρούμε τους οικισμούς που δεν έχουν ούτε έναν κάτοικο όλες τις εποχές του χρόνου.

Οι αιτίες εγκατάλειψης ενός οικισμού είναι δεκάδες και η σημαντικότερη από αυτές τα μεγάλα ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα. Στον 20ο αιώνα εκατοντάδες χωριά ερημώθηκαν εξαιτίας των Βαλκανικών πολέμων και ακόμα περισσότερο λόγω του ελληνικού εμφύλιου πολέμου. Πολλοί οικισμοί στοίχειωσαν στα ορεινά γιατί καλλιέργεια της γης ήταν ασύμφορη, οι κτηνοτροφία εγκαταλήφθηκε σιγά σιγά αναζητώντας λιγότερο κουραστικά επαγγέλματα ενώ ο ρυθμός εξαφάνισης των κατοίκων αυξανόταν λόγω της εσωτερικής μετανάστευσης, αλλά και της μετανάστευσης στο εξωτερικό.

Ανάμεσα στις αιτίες της εγκατάλειψης των ορεινών οικισμών μπορούμε να αναφέρουμε και την έλλειψη εθνικής αναπτυξιακής πολιτικής για τη χρήση γης, την ανεργία, την αλλαγή του τρόπου ζωής.

Στις ορεινές περιοχές οι δρόμοι άργησαν να γίνουν ή δεν έχουν γίνει ούτε και τώρα. Το τραγελαφικό είναι ότι σε ορισμένες περιπτώσεις έγιναν αμέσως μετά την ερήμωση των οικισμών ή όταν η απελπισία είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της, έτσι που ο δρόμος αντί να συγκρατήσει τον πληθυσμό διευκόλυνε τη φυγή του.

Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα ολόκληρες οικογένειες συγκεντρώνουν ό,τι έχουν και εγκαταλείπουν τους τόπους που γεννήθηκαν. Πολλοί φεύγουν στο εξωτερικό (κυρίως Γερμανία και Αμερική), άλλοι μαζεύονται στις πόλεις ή στα κοντινότερα κεφαλοχώρια. Άλλοι πάλι ζητούν δουλειά στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη . Από τη μια άκρη της ως την άλλη η ορεινή Ελλάδα ερημώνει. Οι τελευταίοι άνθρωποι που είχαν απομείνει φεύγουν κι αυτοί προς τα αστικά κέντρα.

Στα άγρια βουνά απλώνεται και πάλι η αρχέγονη σιωπή τους. Η ανάσα των χωριών αργοσβήνει, η παραμικρή ελπίδα χάνεται.

Σίγουρα το φαινόμενο της ερήμωσης των ορεινών περιοχών είναι γενικότερο, έχει παγκόσμιες διαστάσεις. Η αντιμετώπισή, όμως, του προβλήματος πιστοποιεί ακριβώς και την ευαισθησία του κάθε λαού απέναντι στο πολιτισμό και την ιστορία του. Υπάρχουν αναπτυγμένες χώρες που συνειδητοποίησαν έγκαιρα την ανάγκη διαφύλαξης της πολιτιστικής τους κληρονομιάς και εκπόνησαν συγκεκριμένα προγράμματα ανάκτησης των ορεινών οικισμών διαθέτοντας κονδύλια για να κρατήσουν στη ζωή και να αξιοποιήσουν τις ορεινές περιοχές τους.

Σε όσα μέρη της ορεινής Ελλάδας σημειώθηκαν προσπάθειες ανάπτυξης, αυτές οφείλονταν συνήθως αποκλειστικά στη δράση τοπικών φορέων και πρωτοβουλιών των κατοίκων.

Σπίτια με πόρτες και παντζούρια κλειστά, σχολεία κλειδωμένα από χρόνια, εκκλησιές βουβές, πλατείες και σοκάκια έρημα… Αυτή την εικόνα της εγκατάλειψης συναντά κανείς σήμερα, εν μέσω χειμώνα, στα περισσότερα ορεινά χωριά της Ηπείρου.
Πρόκειται για όλους εκείνους τους οικισμούς στους οποίους δεν έφτασε ποτέ η τουριστική ανάπτυξη, για χωριά που δεν διαθέτουν ξενώνες και καταλύματα, δεν έχουν χιονοδρομικά κέντρα κοντά, δεν υπάρχουν υποδομές για εναλλακτικές δραστηριότητες που να ελκύουν επισκέπτες έστω για τα γιορτινά τριήμερα και να κρατούν τους νέους τους.

Είναι δηλαδή η συντριπτική πλειοψηφία των ορεινών οικισμών του τόπου μας.
Εκείνο ωστόσο που μπορεί να γίνει σε αυτή τη φάση είναι να ληφθούν μέτρα ενίσχυσης για τους εναπομείναντες κατοίκους προκειμένου να μην τα εγκαταλείψουν κι αυτοί.
Η ερημοποίηση των χωριών μας και της υπαίθρου γενικότερα συνεχίζεται αμείωτη, ειδικά τώρα εν μέσω κορονοϊοϋ!
Και πώς να μη συμβαίνει αυτό όταν δεν λαμβάνεται καμία πρόνοια, κανένα μέτρο και κίνητρο για επιστροφή των νέων ανέργων στον τόπο τους, στη μάνα γη, στον πρωτογενή τομέα παραγωγής, για τον οποίο όλοι μιλάνε και ευαγγελίζονται.

Αυτός είναι ο κύριος τομέας ο οποίος μπορεί να σώσει τη φτωχοποιημένη χώρα μας, να σταματήσει την φυγή των νέων και την εγκατάλειψη των χωριών, το κλείσιμο των σχολείων, των υπηρεσιών και τραπεζών, αλλά και των καφενείων, που είναι πολιτιστικά κέντρα συζητήσεων και ανταλλαγής απόψεων, λήψεως αποφάσεων, αλλά και χώροι διασκέδασης


Στο χωριό μου αναφέρει ο Παναγιώτης Γιώτης (νέο παιδί επαγγελματίας υδραυλικών εγκαταστάσεων καταγόμενος από το Βαθύπεδο των Βορείων Τζουμέρκων) αλλά και άλλα χωριά, έχω ακούσει τα ίδια προβλήματα, παράπονα, αδικίες από αυτούς που αντέχουν ακόμα και διατηρούν τα καφενεία, γιατί στα περισσότερα χωριά έχουν κλείσει εξαιτίας της καταστροφικής πολιτικής της πολιτείας και του κράτους. Για περισσότερο από ένα χρόνο ισχύει ότι κάθε νέος επαγγελματίας στο χωριό οφείλει να γράφει σε βιβλίο: Τρεις φορές την ημέρα την θερμοκρασία του ψυγείου. Την ημερομηνία και ώρα εισαγωγής στο ψυγείο των εμπορευμάτων. Την ημερομηνία απεντόμωσης και μυοκτονίας. Και πέραν αυτών έχουν την απαράδεχτη και άδικη φορολογία, την υποχρεωτική χρησιμοποίηση μηχανήματος ηλεκτρονικών συναλλαγών -POS- το τέρας της γραφειοκρατίας, αλλά και λοιπών επιβαρύνσεων.
Τι θα εμπόδιζε στα χωριά να μπορεί να ανοίγει το καφενείο ένας νέος ή συνταξιούχος χωρίς αυτές τις φορολογικές και λοιπές επιβαρύνσεις, όταν θα έδινε μια μορφή ζωής σ’ αυτά; Παλαιότερα πλήρωναν εφάπαξ το χρόνο ένα μηδαμινό ποσό και ήταν σε κάθε χωριό ένα τουλάχιστον καφενείο ανοιχτό! Είναι καλύτερα τώρα για τη χώρα μας η ερημοποίηση;

Η τουριστική εκμετάλλευση εκείνων που συνδυάζουν την ομορφιά του τοπίου με την ιστορία και τα υπέροχα κτίσματα (π.χ. καλντερίμια, γεφύρια, νερόμυλους κ.λ.π. ) είναι η πλέον ενδεδειγμένη λύση για να διατηρηθούν στο μέλλον. Από μόνα τους, άλλωστε, τα σημεία αυτά αποτελούν αξίες που δεν πρέπει να χαθούν.

Πολλοί μιλούν για μια τελειωμένη υπόθεση, για ένα θάνατο μη αναστρέψιμο. Οι διάφορες υπηρεσίες, στο όνομα των προτεραιοτήτων, αποδέχθηκαν την εγκατάλειψη χωρίς να έχουν ερευνήσει τις αιτίες της και χωρίς να έχουν αναζητήσει εναλλακτικές προτάσεις. Και σίγουρα πολλά θα μπορούσαν να γίνουν τόσο για την προστασία του φυσικού και τεχνητού περιβάλλοντος όσο και για την οικονομική και ήπια τουριστική ανάπτυξη των ορεινών περιοχών. Η μετατόπιση ευθυνών από τον ένα αρμόδιο στον άλλο, συνηθισμένη πρακτική στον τόπο μας, δεν θα ωφελούσε πλέον κανέναν. Επιτέλους οι κρατικές υπηρεσίες θα πρέπει να δώσουν το παρόν.

Πολλοί αναφέρουν ότι ένα από τα αιτία της ερήμωσης ήταν και ο νόμος 3852/2010 στα πλαίσια της Νέας Αρχιτεκτονικής της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης – Πρόγραμμα Καλλικράτης, και μετέπειτα Κλεισθένης με τον οποίο μεταρρυθμίστηκε η διοικητική διαίρεση της Ελλάδας το 2011 και επανακαθορίστηκαν τα όρια των αυτοδιοικητικών μονάδων (ΟΤΑ), ο τρόπος εκλογής των οργάνων και οι αρμοδιότητές τους.

Με αυτή την μεταρρίθμηση αποδυναμώθηκε ο ρόλος των Κοινοτικών συμβουλίων και περιορίστηκαν εως εκμηδενίστηκαν οι αρμοδιότητες αλλά και δυνατότητες παρέμβασης (μιας και δεν προβλέπεται οικονομική διαχείριση και έσοδα για τις Κοινότητες).

Όπως και να έχει το θέμα είναι πολύ ποιο μεγάλο και ποιο πολύπλοκο από την απλή αυτή ανάλυση και αναφορά. Το ζητούμενο όμως είναι να διασωθούν όλοι αυτοί οι οικισμοί που τείνουν προς πλήρη εγκατάληψη και ερήμωση άπαξ δια παντός

Πάντως το ερώτημα ακόμη παραμένει

Είναι άραγε αντιστρέψιμη η αρνητική αυτή εικόνα; Δύσκολο να πει κανείς.

Ελπίζουμε , μαζί με αυτές τις φωνές των ανθρώπων που επιμένουν να μένουν και να εργάζονται στις πατρογονικές εστίες τους , κάποιοι από την πολιτεία να δουν το θέμα ποιο σοβαρά και να δώσουν κάποιες λύσεις και την βοήθεια που χρειάζονται αυτοί οι τόποι για να μην χαθούν.

Share

Written by:

259 Posts

Λαογράφος - Ερευνητής
View All Posts
Follow Me :

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *