ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΑΝΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Τη μέρα της Αποκριάς όλοι μαζεύονταν στης γιαγιάς το σπίτι. Κι αυτή -πρώτη φορά- δεν τους καρτερούσε στην πόρτα. Στεκόταν ορθή στη μέση του οντά, επιβλητική και δεσποτική μορφή και τους περίμενε έναν έναν να περάσουν από μπροστά της.
Πρώτα οι γιοι και οι κόρες, ύστερα οι νύφες, στο τέλος τ’ εγγόνια, με σειρά ηλικίας.
Σεμνή πομπή, κατά πως ταίριαζε στην περίσταση.
Της φιλούσαν το χέρι σιωπηλοί κι ύστερα αγκαλιάζονταν αναμεταξύ τους και συγχωρούνταν, για όσα είχαν κάμει, για όσα είχαν πει όλο το χρόνο.
Ενωνόταν πάλι η οικογένεια, έκλειναν οι ρωγμές της έχθρας κι έμπαιναν με καθάρια την καρδιά, δίχως κακίες και μικρότητες, στη Σαρακοστή που ξημέρωνε. Το βράδυ έβγαιναν όλοι στην πλατεία του χωριού.
Έπιναν, εύχονταν, χόρευαν και γελούσαν γύρω απ’ τη μεγάλη φωτιά που έκαιγε τα κρίματα κι όλα όσα σαν σκιές πλανιόντουσαν απάνω στη ζωή τους
Ιστορίες από το Κεφαλόβρυσο Ιωαννίνων από τον Κωνσταντίνο Τσιέπα