Η Ιστορία και ή αρπαγή της Βασιλαρχόντισσας

Η Ιστορία και ή αρπαγή της Βασιλαρχόντισσας

Μπορεί να μην γνωρίζετε ποιά ήταν η Ευδοκία Τζοανοπούλου , αλλά πολλοί από μας ίσως γνωρίζουν το τραγούδι και ίσως να την έχουν χορέψει. Ευρύτερα γνωστή σαν “Βασιλαρχόντισσα” (Βασίλισσα κι αρχόντισσα)

Ήταν κόρη του Κουλάκη Αβέρωφ, αδερφού του Εθνικού Ευεργέτη Γ. Αβέρωφ και πρώτη ξαδέρφη του δημάρχου Βλαχλεϊδη.

Είναι ευεργέτης καθώς διέθεσε την περιουσία της στα Ιωάννινα, στις σχολές Γεωργιου Σταύρου και στο άσυλο ανιάτων, στην Αθήνα για το νοσοκομείο Ευαγγελισμός και το οφθαλμιατρείο και στο Μέτσοβο στο Αβερώφειο κληροδότημα.

Η απαγωγή της από τον Θύμιο Γάκη και το ηπειρώτικο τραγούδι

Σύμφωνα με την παράδοση, τα γεγονότα άρχισαν το 1884 όταν κάποιος νεαρός Μεσολογγίτης με το όνομα Φλέγκας, που τότε εργαζόταν στο Μέτσοβο , τόλμησε να περάσει από το κουλτούκι (χώρος μπροστά στην εκκλησία) όπου σύχναζαν οι προύχοντες και απαγορευόταν να περάσουν οι παρακατιανοί. Τότε, ο προύχοντας Νικόλαος Αβέρωφ θεώρησε αναίδεια την πράξη αυτή του νέου και σηκώθηκε και τον… χαστούκισε.

Ο Φλέγκας μετά τη χειροδικία, είπε στον Αβέρωφ: «Θα μου το πληρώσεις πολύ ακριβά …».

Προσβεβλημένος όπως ένιωσε , ήρθε σε συνεννόηση με τον λήσταρχο Θύμιο Γάκη από το Μεσούντα της Άρτας, ο οποίος στις 31 Ιουλίου 1884 με τη δωδεκαμελή του συμμορία απήγαγε την κόρη του Αβέρωφ Ευδοκία (Δούκω) Τζοανοπούλου και μια συγγενή της.

“Τρεις περδικούλες κάθονταν, ψηλά στην Τσούκα Ρόσια
η μια τηράει τα Γιάννενα κι η άλλη το Ζαγόρι,

Στον Άγιγιώργη, Δούκω μου, στη Γκούρα να μη βγείτε
ακαρτερεί η κλεφτουριά, Δούκω, κυρά Δούκω μου,
Τακοβαγγέλης καρτερεί μαζί κι ο Θυμιογάκης.
Την προδοσιά την έκαμε, Δούκω, κυρά Δούκω μου,
ο Γιώργης Ντάλας σ’ έδωκε, αυτός σε πρόδοσε.
Ήταν μια μέρα πίσημη, μία γιορτή μεγάλη
όλος ο κόσμος στο χορό, όλοι μικροί μεγάλοι,
κι η Δούκω τότες έβγαινε μαζί με τη Λενούσιω,
κατά την Γκούρα τράβηξαν, πέρα κατά τις μπάλτες
κι οι κλέφτες την αγνάντευαν ψηλά από τ’ Αλούνια.
Στάχτη απάνου έρριξαν, αντάρα και ντουμάνια
τη Δούκω τότες άρπαξαν μαζί με τη Λενούσιω”.

Μαζί με τη Δούκω, την μονάκριβη κόρη του άρχοντα Νικολάκη Αβέρωφ, νιόπαντρη με τον Στέργιο Τζωαννόπουλο, αιχμαλώτισαν και τη Λενούσιω του Θοδωρή, όμορφη γυναίκα, κι αυτή νιόπαντρη τότε με τον Γιώργη Καραγιάννη, στην τοποθεσία και με τις συνθήκες που αναφέρει το δημοτικό τραγούδι.
Απ’ την πρώτη μέρα οι κλέφτες με γράμμα τους, που στείλανε στο Νικ. Αβέρωφ ξέκοψαν το παζάρι: “Το βάρος της Δούκως σε χρυσό και το βάρος της Λενούσιως σε ασήμι”.
Χρόνια πολλά ο Στέργιος Βράκας ήταν ο επιστάτης του Αβέρωφ, αφοσιωμένος στο αφεντικό του, και άνθρωπος της απολύτου εμπιστοσύνης του.

Αυτόν διάλεξε ο Κουλάκης για να συγκεντρώσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε το ποσό της ξαγοράς. Ξαπόλυσε λοιπόν τον Βράκα στα Τρίκαλα, Καρδίτσα και Γιάννινα. Σ’ αυτά τα μέρη είχε μεγάλα τσιφλίκια και δικούς του ανθρώπους, που πρόθυμα θα άνοιγαν το κεμέρι τους να τον βοηθήσουν.
Στις 17 μέρες ο Νικολάκης φόρτωσε το θησαυρό σε μουλάρια και τον συνόδεψαν ως τη Βάλια Κάλντα, όπου ήταν το ληστρικό λημέρι, ο Νικόλας Μήτσιας κι ο Κυριάκος Τέτσιος, μπεσαλήδες άνθρωποι.

Για την απελευθέρωση των γυναικών οι ληστές -ζήτησαν και πήραν- χρυσάφι όσο το βάρος της Ευδοκίας (84 οκάδες) και ασήμι όσο το βάρος της συγγένισσας.

Οι ληστές μετά την απαγωγή κατέφυγαν στο πυκνοδάσος της Βάλια Κάλντα και σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή στην περιοχή Περτουλίου Τρικάλων.

Ο Γάκης που το πραγματικό του όνομα ήταν Βασίλης Αδάμος και κατάγοταν από τη Μεσούντα Άρτας, έζησε για δέκα ακόμα χρόνια ως παράνομος, μέχρι το 1894 που συνελήφθη και οδηγήθηκε σε δικαστήριο των Ιωαννίνων κατόπιν προδοσίας, και δικάστηκε σε ισόβια δεσμά.

Γλίτωσε τη θανατική ποινή χάρη στην ίδια τη Δούκω, η οποία κατέθεσε πως της είχε φερθεί άψογα κατά την διάρκεια της αιχμαλωσίας της και την προστάτεψε

“Δεν είναι κρίμα κι άδικο δεν είναι κι αμαρτία,
νάναι η Βασίλω σ’ ερημιά, σε κλέφτικα λημέρια,
να στρώνει μπάτσες στρώματα κι οξυές προσκεφαλάκια.
Τακοβαγγέλης τη ρωτά και τη συχνοξετάζει,
κι ο Θυμιογάκης στο πλευρό σιγά την κουβεντιάζει:

Σήκω, Βασίλω μ’, κι έφεξε, και πάει η πούλια γιόμα,
σήκω να πάρεις τον καφέ τ’ αφράτο παξιμάδι
να σου περάσει ο καϋμός να φύγει η στεναχώρια
κι η ξαγορά μας έρχεται σε μούλα φορτωμένη”

Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ο Γάκης μετά την απόδοση χάριτος, κατέφυγε με τη βοήθεια των Χατζηγακαίων στο Παπασλί της Μ. Ασίας, όπου παντρεύτηκε την κόρη του εκεί δημάρχου, Παναγιώτη Κλάρα, Ευαγγελία. Κατά τη Μικρασιατική εκστρατεία βοήθησε με όλες του τις δυνάμεις τον Ελληνικό Στρατό. Σκοτώθηκε το 1919 πολεμώντας τους Τούρκους στη Μικρασιατική Εκστρατεία.

Η Βασιλαρχοντισσα Ευδοκία Τζοανοπούλου με τον πατέρα της Κουλάκη Αβέρωφ στα 1890

Η Βασιλαρχόντισσα

Το δραματικό γεγονός της απαγωγή της Ευδοκίας Τζοανοπούλου, που συγκλόνισε την μικρή κοινωνία του χωριού, δεν μπορούσε παρά να γίνει τραγούδι, σε αρκετές μάλιστα εκδοχές που έφτασαν ως τη Θεσσαλία. Εδώ είναι χαρακτηριστική η αλλαγή του ονόματος από Ευδοκία σε Βασίλω, τόσο για λόγους μετρικής του στίχου όσο και για να τονιστεί η αρχοντική της καταγωγή.

Ωρε δεν είναι κρίμα κι άδικο,
Βασιλαρχόντισσα.
Δεν είναι κι αμαρτία να ειν’ η Βασι-
μωρέ να ειν’ η Βασίλω η Βάσω, σ’ ερημιά;

Ωρε να ειν’ η Βασιλω σ’ ερημιά,
Βασιλαρχόντισσα.
Σε κλέφτικα λημέρια να στρώνει πε-
μωρέ να στρώνει πεύκα η Βάσω, στρώματα.

Ωρε να στρώνει πεύκα στρώματα,
Βασιλαρχοντισσα.
Κι οξιές προσκεφαλάκια κι ο Θύμιος Γα-
μωρέ κι ο Θύμιος Γάκης Βάσω μ’, φώναξε.

Ωρε κι ο Θύμιος Γάκης φώναξε,
Βασιλαρχόντισσα.
Από ψηλή ραχούλα, για σήκω Βα-
μωρέ για σήκω Βάσω απάνω, κι έφεξε.

Share

Written by:

259 Posts

Λαογράφος - Ερευνητής
View All Posts
Follow Me :

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *