Ένα ελληνικό χωριό από πέτρα. Αν σε άφηναν εκεί χωρίς να σου πουν πού βρίσκεσαι ίσως νόμιζες ότι προσγειώθηκες στα Ζαγοροχώρια Ιωαννίνων. Και όμως είσαι στις Σέρρες, σε ένα πανέμορφο χωριό που λέγεται Χιονοχώρι.
Ένα ελληνικό χωριό όχι γνωστό, με ιδιαίτερο όνομα που δεν το ξεχνάς εύκολα. Όπως δεν ξεχνάς και το πόσο περιποιημένο και διατηρημένο είναι. Σαν να έχει βγει από κάποιον πίνακα ζωγραφικής που απεικονίζει ένα ορεινό τοπίο, προσεγμένο μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια. Αποτελεί την απόδειξη ότι η Ελλάδα είναι γεμάτη μικρά διαμάντια που μπορείς να τα ανακαλύψεις αν έχεις τη διάθεση. Το Χιονοχώρι είναι σίγουρα ένα από αυτά.
Το Χιονοχώρι Σερρών ή αλλιώς το πέτρινο χωριό αποτελεί στην πραγματικότητα ένα βλαχοχώρι που κάποτε γνώρισε άνθιση και είχε πολλούς κατοίκους. Πλέον είναι σαφώς πιο περιορισμένο και με μικρότερη δυναμική αλλά παραμένει εξίσου όμορφο και γραφικό. Εκεί στα 650 μέτρα περίπου υψόμετρο συναντάς ένα αληθινό διαμάντι της ελληνικής επαρχίας Τη διαφορά κάνουν τα πέτρινα σπίτια τα οποία βρίσκονται σε μια αρμονία, πράγμα που δεν συναντάς σε όλα τα χωριά των Σερρών.
Ιστορία
Γύρω στα 1260 ο μετέπειτα κτήτωρ της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Σερρών Ιωαννίκιος, “…ήλθε κατά πρώτον εις το μέρος όπου σήμερον είναι το χωρίον Χιονοχώρι (τέως Καρλίκιοϊ). Εκεί εύρεν εν μικρόν κελλίον με εκκλησίαν των Αγίων Αναργύρων και κατώκησεν εις αυτό…”
Σε Οθωμανικό Φορολογικό Κώδικα του 1465 αναφέρεται ως Αγια-Νάργυρ ενώ το 1568 αναφέρεται με δεύτερο όνομα Καρλίκιοϊ. Για τους επόμενους αιώνες δε γνωρίζουμε κάποια γραπτά στοιχεία για το χωριό.Προφανώς κάποια στιγμή,για αγνώστους λόγους, ερημώθηκε.
Σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες στίς αρχές του 19ου αιώνα, ένας Βλάχος γιδοβοσκός ανακάλυψε το εγκαταλελειμένο κελλί-σπηλιά του Ιωαννίκιου,μέσα σε πυκνό δάσος.
Μετά απ’ αυτό κάτοικοι του παρακείμενου χωριού Κεράνιτσα ή Κεραύνιτσα ή Κεράντσα,που βρισκόταν στη σημερινή θέση (Α) Γιάσματα, στην πλειοψηφία τους σλαβόφωνοι, μετώκησαν στο σημερινό Χιονοχώρι.
Με την πάροδο των ετών πληθαίνουν και γύρω στο 1870 ανεγείρουν ναϋδριο της Αγίας Παρασκευής δίπλα στον υπάρχοντα Ναό.
Ακολουθούν τα δύσκολα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα στα οποία οι Βλάχοι του Χιονοχωρίου αποτελούν στύλους του Ελληνισμού στην περιοχή, ευρισκόμενοι σε συνεχή επαφή με το Ελληνικό Προξενείο των Σερρών και μετρούν πολλά θύματα, όπως επίσης και στη διάρκεια της Βουλγαρικής ομηρίας το 1918.
Το 1913 μετά την απελευθέρωση, συρρέουν στο Χιονοχώρι Βλάχοι κυρίως από τη Ραχοβίτσα και ελάχιστοι από τα Βλάχικα Καλύβια του Λαϊλιά και με τη σταδιακή εγκατάσταση της συντριπτικής πλειοψηφίας των Σλαβόφωνων κατοίκων του στην Οινούσα (Ντερβέσιανη), στα τέλη της δεκαετίας του 1920, το Χιονοχώρι καθίσταται αμιγές Βλαχοχώρι (εδραία εγκατάσταση).
Η νεότερη ιστορία του χωριού ξεκινάει επίσημα κάπου στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, Βλάχοι κτηνοτρόφοι κυρίως Αβδελλιώτες, οι οποίοι παρεπιδημούσαν στο Μενοίκιο όρος χρησιμοποιώντας το ως θερινό βοσκότοπο, άρχισαν να εγκαθίστανται στο χωριό, αφού δημιούργησαν συγγενικές σχέσεις με τις ολιγάριθμες Βλάχικες οικογένειες που ήταν ήδη εγκατεστημένες σ ‘αυτό.
Οι φίλεργοι κάτοικοί είναι αποκλειστικά κτηνοτρόφοι και στη δεκαετία 1950 οι εκατό οικογένειες μετρούν 45-50 χιλιάδες γιδοπρόβατα. Στα 1969 το χωριό εγκαταλείπεται λόγω της αστυφιλίας και της φθίνουσας πορείας της κτηνοτροφίας.
Σήμερα ανοικοδομείται και αποτελεί ανερχόμενο θερινό θέρετρο.
Πλέον το έρημο χωριό ζωντανεύει μόνο το καλοκαίρι, καθώς οι κάτοικοί του έχουν πλέον μετακινηθεί σε πιο κεντρικά σημεία εντός και εκτός Σερρών. Ωστόσο, αυτό που είναι εντυπωσιακό είναι ότι παρά το γεγονός ότι αποτελεί ένα έρημο χωριό χωρίς μόνιμους κατοίκους, είναι πραγματικό στολίδι. Περπατώντας στα καλντερίμια βλέπεις ένα πέτρινο σκηνικό που δένει τόσο αρμονικά με το φυσικό στοιχείο. Τα ψηλά παραδοσιακά σπίτια που μετρούν έναν και πλέον αιώνα ζωής μοιάζουν να κρέμονται από την πλαγιά. Σαν να ξεπήδησαν από τον πίνακα κάποιου κλασικού μεσαιωνικού ζωγράφου.
Τι δεν πρέπει να χάσεις
Αν επισκεφθείς το Χιονοχώρι, πρέπει οπωσδήποτε να δεις ένα σημαντικό αξιοθέατο. Ο λόγος για την βυζαντινή εκκλησία Άγιοι Ανάργυροι η οποία υψώνεται στο κέντρο του χωριού. Λένε πως είναι ο κρίκος που συνδέει το παρελθόν με το σήμερα και όχι άδικα.
Το πέτρινο χωριό με τα περίπου 60 σπίτια ζωντανεύει τους καλοκαιρινούς μήνες. Αλλά είναι ένα όνειρο. Από τα μπαλκόνια του σπιτιού μπορεί κανείς να θαυμάσει όλο το μέγεθος του νομού Σερρών, τη λίμνη Κερκίνη, το Παγγαίο Όρος μέχρι και την οροσειρά του Αγίου Όρους.
Χιονοχώρι, ένα ελληνικό χωριό έρημο αλλά γεμάτο ζωντανές στιγμές του παρελθόντος. Απόλαυσε την πτήση από ψηλά μέσα από το κανάλι Danos Stories του Youtube…
Έθιμο των βλάχων του χωριού μετά το μυστήριο του γάμου (Δείτε το σχετικό video)
Το μυστήριο έχει τελεστεί και η νύφη βρίσκεται πλέον στο καινούριο σπιτικό της. Έχουμε ολοκληρώσει δηλαδή το έθιμο του Βλάχικου γάμου.
Αξίζει όμως να μιλήσουμε και για τη νέα εβδομάδα που στολίζονταν, με ωραία έθιμα.
Τη Δευτέρα το πρωί μετά τα στεφανώματα, η μάνα της νύφης και μία δύο γυναίκες στενοί συγγενείς, πήγαιναν στη νέα νοικοκυρά και της πρόσφεραν γλυκίσματα, για να έχει μία γλυκιά και ευχάριστη ζωή. Έφευγαν αμέσως για να γυρίσουν στο σπίτι να ετοιμαστούν, γιατί σε λίγο θα πήγαινε ο γαμπρός με τον Ταϊφά του), να παραλάβει την προίκα. Στο σπίτι του γαμπρού άρχιζε σιγά σιγά να συγκεντρώνεται ο Ταϊφάς του, οι μπράτιμοι, ο Νουνός που τον είχαν ήδη καλέσει ποιο στενοί συγγενείς και όταν όλα ήταν έτοιμα, κινούσαν για να πάνε στης νύφης το σπίτι, ακολουθώντας κυκλική πορεία. Στης νύφης το σπίτι την ώρα αυτή όλοι, ήταν απασχολημένοι και κυρίως οι γυναίκες, με τη μεταφορά της προίκας. Σε ένα σεντούκι τοποθετούσαν ένα μικρό αγόρι να καθίσει, για να τεκνοποιήσει η νύφη αγόρι και ο πατέρας του γαμπρού του έδινε χρήματα. Οι μπράτιμοι φόρτωναν τα σεντούκια με τα προικιά πάνω στα άλογα, προσέχοντας να μην ακουμπήσουν καθόλου στο χώμα, γιατί το θεωρούσαν γρουσουζιά. Στο ένα άλογο μαζί με το σεντούκι, φόρτωναν και μία κουλούρα, που πάνω της ήταν μπηγμένα τρία ξύλινα κουτάλια. Όταν τελείωνε το φόρτωμα της προίκας, κινούσαν για το καινούριο σπίτι, όπου θα ακολουθούσε φαγοπότι. Η νύφη άνοιγε την προίκα για να τη δείξει και δώριζε δώρα στους καινούριους συγγενείς της. Μετέπειτα το άνοιγμα της προίκας και το μοίρασμα των δώρων, η μητέρα του γαμπρού έπαιρνε τους νεονύμφους, να πάνε στη κεντρική βρύση του χωριού, για να ποτίσει την νύφη όπως έλεγαν. Ακολουθούσαν οι συγγενείς και σε όλη τη διαδρομή τραγουδούσαν, τραγούδια της αγάπης. Στη βρύση ο γαμπρός γέμιζε μία κανάτα με νερό και έδινε στη νύφη για να πιεί. Η ίδια της έπαιρνε την κανάτα και έχυνε το νερό. Αυτό επαναλαμβανόταν τρείς φορές. Το ίδιο επαναλαμβανόταν άλλη μία φορά αντίστροφα όμως. Η νύφη γέμιζε την κανάτα και έδινε στον άνδρα της να πιεί. Την τρίτη φορά ο γαμπρός δεν έχυνε το νερό, αλλά έβρεχε με αυτό όλους όσους παρευρίσκονταν, όπου όλοι αυτή την ώρα τραγουδούσαν. Την νύφη την πήγαιναν στη βρύση για νερό για δύο λόγους: 1) Μην την δεί ο κόσμος μετά από την πρώτη νύχτα του γάμου και 2) για να πάρει νερό σύμβολο ζωής και γονιμότητας. Για να έχει ζωή και γονιμότητα. Το έθιμο αυτό ήταν γνωστό σε όλη σχεδόν την Ελλάδα. Μετά την βρύση όλοι μαζί τραγουδώντας κινούσαν για το μεσοχώρι, όπου θα έστηναν το χορό. Η νύφη εκεί που έβλεπε πολύ κόσμο μαζεμένο, έκανε τρείς μετάνοιες και με τη βοήθεια της πεθεράς και της κουνιάδας της ή καποιας φίλης, κράμαγε στο δεξί ώμο του καθένα κάποιο δώρο, που συνήθως ήταν μία πετσέτα, ή ένα ζευγάρι πλεκτές μάλλινες κάλτσες και άλλα. Όταν τελείωνε το μοίρασμα των δώρων, έβγαζαν την νύφη στο χορό. Το γλέντι δεν τελείωνε στο μεσοχώρι, αλλά συνεχιζόταν μέχρι αργά στο σπίτι των νεονύμφων.